Γιώργος Παυλόπουλος
Ρωγμές
Η πολιτική αριθμητική της Ευρωβουλής δεν άλλαξε σημαντικά μετά από τις εκλογές. Οι αυξομειώσεις στη δύναμη των επτά πολιτικών ομάδων ήταν μικρές -και μάλλον αναμενόμενες- ενώ οι τρεις που έκαναν μέχρι σήμερα κουμάντο, Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλιστές και Φιλελεύθεροι (Renew), διατηρούν την απόλυτη πλειοψηφία, με πάνω από 400 έδρες σε σύνολο 720, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι έχουν θεωρητικά τη δυνατότητα να κάνουν εκ νέου μεταξύ τους τη «μοιρασιά».
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά, καθώς η Ευρωβουλή παραμένει –παρά τη σχετική ενίσχυση του ρόλου της τα τελευταία χρόνια – η «τελευταία τρύπα του ζουρνά» στην πυραμίδα των θεσμών της ΕΕ, όπου τον πρώτο λόγο εξακολουθούν να έχουν στα πιο σημαντικά θέματα οι Κυβερνήσεις των κρατών-μελών, μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά συνέπεια, η πολιτική πραγματικότητα είναι διαφορετική από την αριθμητική των εδρών, με αποτέλεσμα να δρομολογούνται σημαντικές εξελίξεις στο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Η παράλληλη πολιτική κρίση στις δύο «υπερδυνάμεις» της, Γερμανία και Γαλλία, μετά την εκλογική συντριβή που υπέστησαν οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς και το κόμμα του Μακρόν, πυροδοτούν ανακατατάξεις στις εσωτερικές ισορροπίες της ΕΕ.
Το σίγουρο είναι ότι μεγάλος κερδισμένος (παρά τις απώλειες στη Σκανδιναβία) είναι η «κυβερνώσα Ακροδεξιά» της Ευρώπης, η οποία αθροιστικά διαθέτει περισσότερες έδρες από τους Σοσιαλιστές και βρίσκεται στη δεύτερη θέση, ενώ μετά την Ιταλία, ετοιμάζεται να «αλώσει» και τη Γαλλία. Ο υπό δημιουργία «άξονας» Μελόνι-Λεπέν διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο σε μια ΕΕ, η οποία έτσι κι αλλιώς κάνει αντιδραστική και ακροδεξιά στροφή σε όλα τα μέτωπα, εμφανιζόμενος ως ο πιο αυθεντικός εκφραστής των αναγκών και συμφερόντων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην εποχή των μεγάλων ανταγωνισμών. Όσο για τη Γερμανία, παρ’ ότι η AfD συνεχίζει, για την ώρα, να αντιμετωπίζεται ως ανεπιθύμητη από το σύστημα διακυβέρνησης, ουδείς μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη, με ποσοστό 16,5%, παρά τον «πόλεμο» που δέχθηκε προεκλογικά.
Οι κάλπες αυτών των Ευρωεκλογών δεν αφορούσαν πρωτίστως την ΕΕ και το μέλλον της, αλλά το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στις περισσότερες χώρες. Σε αρκετές δε από αυτές, η ετυμηγορία τους έχει βάλει κυριολεκτικά «φωτιά» στο πολιτικό προσωπικό, το οποίο αναγκάζεται μέσα στο κατακαλόκαιρο να κάνει υπερωρίες και να παίρνει ρίσκα χωρίς να γνωρίζει πού ακριβώς θα βγάλουν.
Η Γαλλία είναι, αναμφίβολα, η χώρα που από το βράδυ της Κυριακής βρέθηκε πιο κοντά στο επίκεντρο του πολιτικού «σεισμού», βιώνοντας έντονα τις συνέπειές του. Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές τις οποίες προκήρυξε ο Μακρόν για τις 30 Ιουνίου και τις 7 Ιουλίου, βλέποντας την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν να συγκεντρώνει υπερδιπλάσιο ποσοστό από το κόμμα του – 31,5% έναντι 14,5% – σε μια εκλογική διαδικασία όπου σημειώθηκε ρεκόρ προσέλευσης, για τα γαλλικά δεδομένα, μοιάζει να ανοίγει οριστικά το πολιτικό «Κουτί της Πανδώρας». Κι αυτό με τη σειρά του, προκαλεί επιτάχυνση των εξελίξεων τις οποίες πολλοί είχαν προσδιορίσει χρονικά για πολύ αργότερα και συγκεκριμένα για το 2027, έτος διεξαγωγής των επόμενων προεδρικών εκλογών.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα και εφόσον δεν υπάρξει κάποια σημαντική ανατροπή, άλλωστε, ο Μακρόν θα έχει την ίδια τύχη με τον Σιράκ, ο οποίος ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Γαλλίας που είχε διαλύσει τη Βουλή, το 1997, για να χάσει τις πρόωρες εκλογές από τους Σοσιαλιστές του Ζοσπέν και να αναγκαστεί σε συγκυβέρνηση. Αυτήν τη φορά, βεβαίως, στη θέση των Σοσιαλιστών (που τερμάτισαν τρίτοι σε απόσταση αναπνοής από τους «μακρονιστές») θα βρεθεί κατά πάσα πιθανότητα η Ακροδεξιά, στην οποία οι δημοσκοπήσεις δίνουν ποσοστό της τάξης του 35% και 235 ως 265 έδρες στην 577μελή Εθνοσυνέλευση. Αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό «τέκνο» της Λεπέν, ο 28χρονος Ζορντάν Μπαρντελά, θα είναι το φαβορί για τη θέση του επόμενου Πρωθυπουργού.
Το παραπάνω σενάριο ενισχύεται από την πρόταση-σοκ που κατέθεσε ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων, του κόμματος το οποίο αποτελεί συνέχεια της παραδοσιακής γκολικής Δεξιάς, για σύμπραξη με την Εθνική Συσπείρωση στις εκλογές. Παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε ο Ερίκ Τσιοτί στο εσωτερικό του κόμματος, το οποίο προχώρησε στην «εκπαραθύρωσή» του με συνοπτικές διαδικασίες, είναι φανερό πως όσα είπε δεν αποτελούν αποκλειστικά προσωπική του πρωτοβουλία. Από τη μία, δίνουν κατεύθυνση προς τους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων για τον δεύτερο γύρο και, από την άλλη, έρχονται να «δέσουν» με τα ανοίγματα που κάνει εδώ και καιρό το ΕΛΚ – η πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει το κόμμα του – προς την «υπεύθυνη» κυβερνώσα Ακροδεξιά της ΕΕ, που μοιάζει πλέον να είναι έτοιμη να συμπεριλάβει και τη Λεπέν, εκτός της Μελόνι και του Ολλανδού Βίλντερς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία, όπου οι 577 βουλευτές εκλέγονται σε ισάριθμες μονοεδρικές περιφέρειες, εφόσον συγκεντρώσουν το 50% συν μία ψήφο είτε στον πρώτο είτε στον δεύτερο γύρο (ανάμεσα στους δύο με τα μεγαλύτερα ποσοστά), οι συμπράξεις και οι δηλώσεις στήριξης μπορούν να αποδειχθούν καθοριστικές. Ειδικά δε σε αυτή την αναμέτρηση, όπου στην πλειοψηφία των περιφερειών στον δεύτερο γύρο αναμένεται να βρεθούν αντιμέτωποι οι υποψήφιοι της Λεπέν με εκείνους του NUPES, του «κεντροαριστερού» μετώπου το οποίο ανασυστάθηκε, υπό τον τίτλο Νέο Λαϊκό Μέτωπο. Και μάλιστα, με εντυπωσιακή ταχύτητα και χωρίς να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις προγραμματικές «λεπτομέρειες» από την Ανυπότακτη Γαλλία, το ΚΚ, τους Πράσινους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ο βασικός στόχος που θέτουν αυτή τη φορά οι ηγεσίες των παραπάνω κομμάτων είναι να ηττηθεί όχι μόνο η Ακροδεξιά αλλά και ο Μακρόν. Δεν κρύβουν, επίσης, ότι ποντάρουν σε μια ακόμη καλύτερη επίδοση σε σύγκριση με εκείνη του 2022, όταν είχαν εκλέξει σχεδόν 140 βουλευτές, ενώ ο Μελανσόν παραλίγο να βρεθεί στον δεύτερο γύρο των προεδρικών αντί της Λεπέν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ζητούν να τους δοθεί η εντολή για να αναλάβουν την κυβέρνηση της Γαλλίας, υποσχόμενες στην πρώτη κοινή τους ανακοίνωση, να παρουσιάσουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για τις 100 πρώτες μέρες της διακυβέρνησης.
Πόσο εφικτό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο; Όπως θα θυμούνται οι περισσότεροι, είναι τα ίδια κόμματα που είχαν καλέσει τους ψηφοφόρους τους να στηρίξουν τον νυν Πρόεδρο στον δεύτερο γύρο απέναντι στη Λεπέν το 2022 (το είχαν κάνει και το 2017), στο πλαίσιο του μετώπου των «δημοκρατικών δυνάμεων». Στις περισσότερες δε περιπτώσεις και με βάση την ίδια λογική, έκαναν το ίδιο και στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, εκεί όπου αντιμέτωποι βρέθηκαν ακροδεξιοί και «μακρονιστές» υποψήφιοι.
Μόλις, όμως, η εκλογική διαδικασία τελείωσε και η συγκολλητική ουσία διαλύθηκε, ο λόγος ύπαρξης του NUPES έπαψε να υφίσταται. Αρχικά, αυτό κατέστη φανερό με την απροθυμία των συνιστωσών του να συγκροτήσουν ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα, έτσι ώστε να αποτελέσουν την αξιωματική αντιπολίτευση, εκχωρώντας τον ρόλο αυτό στην Ακροδεξιά. Στη συνέχεια και κατά περίπτωση, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που κάποια από τα παραπάνω κόμματα στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας του Μακρόν στη Βουλή, διαφωνώντας με τις «ακρότητες» των κινητοποιήσεων διαρκείας. Τέλος, η σφαγή στην Παλαιστίνη σήμανε και το τυπικό τέλος της σύμπραξης, μιας και οι θέσεις τους ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες.
Πώς, λοιπόν, μπορούν σήμερα να πείσουν τους Γάλλους ότι εφόσον τους δώσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα καταφέρουν να κυβερνήσουν. Και μήπως, τελικά, ο ελάχιστος κοινός πολιτικός παρονομαστής ίσως τα φέρνει πολύ πιο κοντά στην πολιτική του Μακρόν από ό,τι θα ήθελαν ορισμένοι να πιστεύουν ή να ελπίζουν;
Το σίγουρο είναι πως με τις ανακοινώσεις που έγιναν την Παρασκευή, ο Μελανσόν απέδειξε πως δέχεται να πληρώσει βαρύ αντίτιμο για να γίνει πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Ειδάλλως, δεν εξηγείται το γεγονός ότι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο έχει υιοθετήσει σχεδόν το σύνολο των θέσεων των Σοσιαλιστών στην εξωτερική πολιτική, καταγγέλλοντας τις «τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου» και δεσμευόμενο «να υπερασπισθεί σθεναρά την κυριαρχία και την ελευθερία του ουκρανικού λαού» και να διασφαλίσει την αποστολή των «απαραίτητων» όπλων προς το Κίεβο…