Γιώργος Παυλόπουλος
Πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία (σε δύο γύρους, στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου), στο φόντο του σοκ που προκάλεσε το γεγονός ότι η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν συγκέντρωσε υπερδιπλάσιο ποσοστό (32% έναντι 15%) από το κόμμα του Μακρόν. Παραίτηση του πρωθυπουργού στο Βέλγιο, μετά την πρωτιά δύο φλαμανδικών ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων τα οποία υποστηρίζουν ανοιχτά την απόσχιση της (ολλανδόφωνης) Φλάνδρας από τη χώρα. Συντριβή των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία – Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελεύθερων – τα οποία συγκέντρωσαν αθροιστικά κάτω από 30%, την ίδια στιγμή που στη δεύτερη θέση αναδείχθηκε (παρά τα σκάνδαλα) η ακροδεξιά AfD με 16,5%.
Πρόκειται για τις τρεις πιο ορατές – και αναμφίβολα πολύ σημαντικές – ρωγμές που προκάλεσαν στο πολιτικό σύστημα της Ευρώπης όσοι αποφάσισαν να προσέλθουν στις κάλπες των ευρωεκλογών, δηλαδή ο ένας στους δύο (η συμμετοχή έφτασε το 51%, όσο και το 2019). Με τους υπόλοιπους να πηγαίνουν ουσιαστικά «ντούκου» σε αυτή την πολιτική παρτίδα, υποδηλώνοντας είτε ότι θεωρούν πως δεν τους αφορά είτε ότι πιστεύουν πως η ψήφος τους δεν θα αλλάξει τίποτα είτε, τέλος, πως εκτιμούν ότι η αποχή αποτελεί την πιο αποτελεσματική μορφή διαμαρτυρίας.
Σε κάθε περίπτωση, το πολιτικό στερέωμα της ΕΕ γνώρισε ένα σημαντικό κλονισμό σε αυτή την αναμέτρηση, αναδεικνύοντας εκ νέου την κρίση την οποία βιώνει εδώ και καιρό. Μια κρίση που οφείλεται, αφενός, στην ένταση των ανταγωνισμών ακόμη και εντός της και, αφετέρου, στο διαρκές ξεθώριασμα του άστρου της «ενωμένης Ευρώπης», μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει βιώσει το οικοδόμημα και η πλειοψηφία των λαών, εξαιτίας των πολιτικών που εφάρμοσαν τόσο οι κυβερνήσεις όσο και το «διευθυντήριο».
Παρά το γεγονός ότι οι αριθμητικοί συσχετισμοί στην Ευρωβουλή δεν αλλάζουν πρακτικά, καθώς ΕΛΚ, Σοσιαλιστές και Renew (η ομάδα του Μακρόν) διατηρούν την απόλυτη πλειοψηφία στα 720 μέλη και μπορούν να κάνουν πάλι τη μοιρασιά μεταξύ τους, οι πάντες γνωρίζουν πως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Πολύ περισσότερο καθώς ο ακρογωνιαίος λίθος της ΕΕ, τον οποίο συγκροτούν οι δύο πόλοι του αποκαλούμενου «γαλλογερμανικού άξονα», δείχνει να έχει εισέλθει σε περίοδο παράλληλης και βαθιάς πολιτικής κρίσης.
Από την πλευρά της, η «κυβερνώσα Ακροδεξιά», κυρίως μέσω της Μελόνι που επιβεβαίωσε την κυριαρχία της στην Ιταλία, του αυστριακού αλλά και του ολλανδικού Κόμματος Ελευθερίας που αναδείχτηκαν πρώτα και, φυσικά, της Λεπέν, αναβαθμίζει σημαντικά τον ρόλο της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εκφράζοντας έτσι (παρά τις επιμέρους αποτυχίες στην Ιβηρική και τη Σκανδιναβία) με πιο «γνήσιο» τρόπο την ακροδεξιά, αντιδραστική, φιλοπόλεμη στροφή που συντελείται τα τελευταία χρόνια συνολικά στην ΕΕ.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα, η οποία σφραγίζεται και από την κραυγαλέα απουσία της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής Αριστεράς, η απάντηση δεν μπορεί να αναζητηθεί για μια ακόμη φορά στα «δημοκρατικά μέτωπα». Ούτε στην «αριστερή πανστρατιά» κατά της Ακροδεξιάς, που από την πρώτη στιγμή άφησαν να εννοηθεί ότι θα επιδιώξουν ο Μελανσόν και άλλα κορυφαία στελέχη της Ανυπότακτης Γαλλίας, ενόψει των πρόωρων εκλογών.
Ζωτική σημασία έχει πλέον η ανάδειξη, στις συγκεκριμένες συνθήκες, της φύσει αντιδραστικής δομής της ΕΕ, όπως και του γεγονότος ότι η πολιτική στροφή συνιστά αντικειμενική ανάγκη του κεφαλαίου και των αστικών της τάξεων στη σημερινή συγκυρία. Και ταυτόχρονα, η συγκρότηση και ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου, ταξικού, διεθνιστικού και αποφασιστικού κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος που θα στοχεύει το τέρας στην «καρδιά». Που δεν θα διστάζει να θέτει εδώ και τώρα τον στόχο της αντικαπιταλιστικής ρήξης και αποδέσμευσης, με αγώνα διαρκείας από τα κάτω και τα αριστερά.
Μόνο ένα τέτοιο «αφήγημα», που θα συνοδεύεται από συνέπεια και συνέχεια στις καθημερινές, μικρές και μεγάλες μάχες (συμπεριλαμβανομένων των εκλογών), μπορεί να χτυπήσει το νεύρο του αναγκαίου και όχι γιαλαντζί «αντισυστημισμού» που έχουν ανάγκη οι λαοί της Ευρώπης.