Μπάμπης Συριόπουλος
Σίγουρα η αστική τάξη θα προτιμούσε μια ενεργητική υποστήριξη των επιδιώξεών της, μια μαζική υπερψήφιση των αστικών κομμάτων. Επίσης θα προτιμούσε ένα δικομματικό σύστημα, όπου οι λαϊκές προσδοκίες θα γίνονται μπαλάκι του πινγκ-πονγκ. Όμως βολεύεται και με την παθητικοποίηση των δυνητικών εχθρών της. Εξάλλου ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη μαζική πολιτική συμμετοχή.
Το ερώτημα της αποχής, έκταση και περιεχόμενο
Η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες ενός αυξανόμενου ποσοστού του εκλογικού σώματος είναι ένα φαινόμενο που προκαλεί συζητήσεις και αναζητεί ερμηνείες. Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιούνη το επίσημα καταγεγραμμένο ποσοστό αποχής είναι ελάχιστα πιο κάτω από 60%. Βέβαια, το πραγματικό ποσοστό είναι μικρότερο. Σύμφωνα με την εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10.413.982 άτομα την 1 Γενάρη 2024. Οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους στις τελευταίες εκλογές ήταν 9.814.685, δυσανάλογα μεγάλος αριθμός δεδομένου ότι στους μόνιμα διαμένοντες είναι και μετανάστες χωρίς εκλογικό δικαίωμα όπως και οι ανήλικοι κάτω των 17 ετών. Παρά την περιοδική εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων παραμένουν εγγεγραμμένοι πολλοί Έλληνες μετανάστες που πέθαναν στο εξωτερικό, όπως και ζώντες που μετανάστευσαν από το 1960 μέχρι το 2010 καθώς και μετανάστες μετά το 2010. Εκτός των προηγουμένων όπως αναφέρεται και σε άρθρο του Μανόλη Δρεττάκη (Εφσυν, 18/7/2023) όσοι υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας ψηφίζουν με ειδικούς καταλόγους ωστόσο περιλαμβάνονται και στους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους των εκλογικών περιφερειών στις οποίους είναι δημότες. Μετά απ’ όλα αυτά το πραγματικό ποσοστό αποχής είναι πολύ μικρότερο από το επίσημο 60%.
Το γεγονός όμως της χαμηλότερης από ποτέ εκλογικής συμμετοχής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Από το ιστορικό χαμηλό των βουλευτικών τον Ιούνη του ’23 (5.273.699), η συμμετοχή στις 9 Ιούνη έπεσε στα 4.062.092 άτομα, μια πτώση 23%. Αυτή η διόγκωση της αποχής κόστισε πρώτα απ’ όλα στη ΝΔ αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δυσαρέσκεια, διαμαρτυρία και ατομισμός
Εκτός από τους συγκεκριμένους λόγους που αφορούν στην καθίζηση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, η αποχή ειδικά στις ευρωεκλογές πανευρωπαϊκά αποτυπώνει τη γενικευμένη πεποίθηση ότι οι θεσμοί της ΕΕ είναι μακριά και απέναντι από τους λαούς της Ευρώπης. Συγκεκριμένα το ευρωκοινοβούλιο με τον συμβουλευτικό του ρόλο δεν προκαλεί καμία αγωνία στους ψηφοφόρους για τον συσχετισμό ανάμεσα στις διάφορες κοινοβουλευτικές ομάδες και τα μεταξύ τους παζάρια για την προεδρία. Η αυξημένη αποχή γενικά των τελευταίων χρόνων επιπλέον δείχνει την αυξανόμενη απόσταση των λαϊκών στρωμάτων από τους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, με την επίγνωση του κόσμου ότι οι τελευταίοι έχουν μειωμένο κύρος κι εξουσία προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας και των πάσης φύσεως τεχνοκρατών και επιτρόπων που εξυπηρετούν αδιαμεσολάβητα τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Οι πολιτικές τάσεις στην αυξανόμενη αποχή είναι βέβαια αντιφατικές. Ένα τμήμα της εκφράζει μια ατομικιστική αδιαφορία απέναντι στην πολιτική γενικά, την αλαζονική πεποίθηση ότι αρκούν τα ατομικά προσόντα και η αριστεία. Η ίδια απολιτική αδιαφορία -αλλά με μεγάλες δόσεις απελπισίας- εκφράζεται από ένα κομμάτι πληβειακών εργατικών και φτωχών μικροαστικών στρωμάτων, βυθισμένων στη φτώχεια και στον αγώνα «για να βγει ο μήνας», οι οποίοι δεν ελπίζουν ότι μπορεί να αλλάξει η κατάστασή τους, μέσω της πολιτικής διαπάλης.
Η αποχή εκφράζει επίσης μια τάση λαϊκής αριστερόστροφης διαμαρτυρίας απέναντι στην αστική πολιτική γενικά και στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της, ειδικά αυτούς της ΕΕ. Αυτό το ρεύμα απεχθάνεται επίσης τον τρόπο διεξαγωγής της προεκλογικής εκστρατείας με όρους μάρκετινγκ, φτηνού εντυπωσιασμού και εικόνας. Ένα κομμάτι αυτής της τάσης βλέπει και την αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά αλλά δεν την εμπιστεύεται. Σε κάθε περίπτωση αυτή η αριστερόστροφη διαμαρτυρία μένει βουβή, ανολοκλήρωτη, αμήχανη και παθητική.
Η αποχή δημιουργεί πρόβλημα στην αστική πολιτική; Σίγουρα η αστική τάξη θα προτιμούσε μια ενεργητική υποστήριξη των επιδιώξεών της. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα θα προτιμούσε μια μαζική υπερψήφιση της ΝΔ και των άλλων αστικών κομμάτων. Επίσης θα προτιμούσε ένα δικομματικό σύστημα, όπως υπήρχε για 30 χρόνια, όπου οι λαϊκές προσδοκίες θα μεταφέρονται μεταξύ δύο μεγάλων «αξιόπιστων» αστικών κομμάτων και όχι ένα κουτσό κομματικό σύστημα με την κοινωνική δυσαρέσκεια να μένει ακάλυπτη. Όμως βολεύεται και με την παθητικοποίηση των δυνητικών εχθρών της. Εξάλλου ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη μαζική πολιτική συμμετοχή. Πάγια επιδίωξή της είναι οι «πολίτες» να είναι πρώτα απ’ όλα «ιδιώτες» απασχολημένοι με τις ατομικές τους υποθέσεις, ενώ τα δημόσια πράγματα τα χειρίζονται οι «γνωρίζοντες». Η αυξημένη αποχή πλήττει βέβαια τη νομιμοποίηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, αλλά η ίδια η αστική τάξη υπονομεύει ανεπανόρθωτα το κύρος τους. Της αρκεί μια τυπική νομιμοποίηση έστω από μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος συμπληρωμένη από μια άφωνη πλειοψηφία. Αυτό, ιδίως όταν δεν υπάρχει έμπρακτη μαζική αμφισβήτηση από ένα πολιτικό εργατικό κίνημα που αντιπαρατίθεται στην ουσία και τα θεμέλια της αστικής πολιτικής με τα δικά του μαζικά όργανα εργατικής πολιτικής, που να διεκδικούν αυτά την αντιπροσώπευση της εργαζόμενης πλειονότητας και όχι οι αστικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί.
Η επαναστατική αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να αρκείται στη βουβή κοινωνική δυσαρέσκεια, ούτε πολύ περισσότερο να την κολακεύει, ενσωματώσιμη καθώς είναι από την αστική πολιτική. Αντίθετα μόνο με το μετασχηματισμό της σε συνολικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό σχέδιο η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να μπει εμπόδιο στις αστικές επιδιώξεις.