Αιμιλία Καραλή
Πράξεις αντίστασης ανθίζουν σαν «τριαντάφυλλα μέσα από το τσιμέντο». Όπως με το κύμα συμπαράστασης στους δοκιμαζόμενους Παλαιστίνιους: από τα πανεπιστήμια της αμερικάνικης ελίτ και όλου του κόσμου· από τα γήπεδα και τα λιμάνια· από τα σχολειά, τις γειτονιές και τους δρόμους.
Στις 18 Μαΐου του 1781 -243 χρόνια πριν- ο Τούπακ Αμάρου ο δεύτερος εκτελέστηκε αφού βασανίστηκε φριχτά από τους ισπανούς αποικιοκράτες. Γεννήθηκε με το όνομα Χοσέ Γκαμπριέλ Κοντορκάνκι Νογκέρα το 1742 στο Κούσκο του Περού. Απαρνήθηκε τα προνόμια που είχαν δοθεί στην οικογένειά του και στον ίδιο από τους κυρίαρχους Ισπανούς. Πήρε το όνομα του μακρινού του προγόνου, του τελευταίου βασιλιά των Ίνκα, και έγινε ο ηγέτης της μεγαλύτερης εξέγερσης των ιθαγενών της πατρίδας του εναντίον των καταπιεστών τους. Προδομένος από συμπολεμιστές του αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τη δημόσια εκτέλεση των γιών και της γυναίκας -και συμπολεμίστριάς του. Μετά τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τετραχισμού. Του έδεσαν κάθε χέρι και πόδι σε τέσσερα άλογα που έτρεχαν σε διαφορετική κατεύθυνση. Μα φάνηκε πιο δυνατός από τα άλογα· αρνιόταν να πεθάνει. Στο τέλος τον αποκεφάλισαν. Σκόρπισαν τα μέλη του σε διάφορες περιοχές εξεγερμένων σαν προειδοποιητική απειλή σε όποιον τολμούσε να ακολουθήσει το παράδειγμά του.
Ο μύθος λέει πως προτού αποκεφαλιστεί το «Αστραφτερό φίδι» -αυτό σημαίνει στη γλώσσα Κέτσουα το όνομα Τούπακ Αμάρου- δήλωσε στους δημίους του: «Θα ξαναγυρίσω και θα είμαι εκατομμύρια» (“Volveré y seré millones!”). «Νικημένο ήλιο» τον αποκαλεί ο Πάμπλο Νερούδα στο Γενικό Άσμα και βάζει τους «αργιλόχρωμους πληθυσμούς» των Άνδεων να «λένε σιωπηλά» πως ο Τούπακ «είναι ένας σπόρος…/φυλαγμένος στο σκαμμένο αυλάκι…/ και βλασταίνει απ’ τη γη» (μετ. Δ. Στρατηγοπούλου).
Ξανάρχεται με νέες μορφές, με νέους τρόπους, με νέα πρόσωπα. Ξαναγεννιέται στο βλέμμα, στον νου και στην καρδιά των ανθρώπων που αρνούνται να υποταχτούν
Οι βλαστοί του θέριεψαν. Έγιναν λουλούδια, έγιναν θάμνοι και δέντρα. Και οι δικοί τους σπόροι ταξιδεύουν με τον αέρα στον χρόνο και σε όλη την γη. Αυτή είναι η σπορά όλων των ελευθερωτών. Κι αν ακόμα δεν έφτασαν στον τελικό τους στόχο, κι αν οι προσδοκίες τους δεν εκπληρώθηκαν, έγιναν παράδειγμα, σημείο έμπνευσης και αναφοράς για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Ο Τούπακ Αμάρου ήταν κληρονόμος μιας ιστορικής κατάστασης και κληροδότης της ταυτόχρονα.
Ξανάρχεται με νέες μορφές, με νέους τρόπους, με νέα πρόσωπα. Ξαναγεννιέται στο βλέμμα, στον νου και στην καρδιά των ανθρώπων που αρνούνται να υποταχτούν.Βλασταίνει μέσα σε έναν πολιτισμό του πόνου που συνθλίβει την χαρά. Κι εξακολουθεί να αγωνίζεται για την χαρά. Κι εμφανίζεται ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις, με τρόπους που δεν έχεις ξαναδεί.
Σαν εκείνο το «τριαντάφυλλο που φύτρωσε μέσα από μια ρωγμή στο τσιμέντο/διαψεύδοντας τους νόμους της φύσης», όπως έγραφε χρόνια μετά ο συνονόματός του μουσικός Τούπακ Σακούρ. Σκόπιμα τον ονόμασε έτσι η μητέρα του και μέλος των Μαύρων Πανθήρων Αφένι Σακούρ: «Ήθελα να γνωρίζει ότι ήταν κομμάτι μιας παγκόσμιας κουλτούρας και όχι μόνο ένα παιδί από μια γειτονιά», είχε δηλώσει.
Ξανάρχεται με νέες μορφές, με νέους τρόπους, με νέα πρόσωπα. Ξαναγεννιέται στο βλέμμα, στον νου και στην καρδιά των ανθρώπων που αρνούνται να υποταχτούν
Κι αυτό το διάστημα βλέπουμε πολλά «κομμάτια» αυτής της κουλτούρας να ανθίζουν σαν «τριαντάφυλλα μέσα από το τσιμέντο». Το κύμα συμπαράστασης στους δοκιμαζόμενους Παλαιστίνιους είναι ένα από αυτά: από τα πανεπιστήμια της αμερικάνικης ελίτ αλλά και όλου του κόσμου· από τα γήπεδα και τα λιμάνια· από τα σχολειά και τα εργοστάσια· από τις γειτονιές, τις πλατείες, τους δρόμους. Εκατομμύρια άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της γης βγαίνουν στους δρόμους διεκδικώντας την «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», απελευθερώνοντας τον εαυτό τους από τον φόβο για όποιες κυρώσεις και όποια κατασταλτική και ψυχολογική βία υποστούν. Σαν το τριαντάφυλλο του τραγουδιού του Τούπακ Σακούρ «κρατώντας τα όνειρά» τους έμαθαν να αναπνέουν «καθαρό αέρα».
Έναν αέρα απαλλαγμένο από το μίσος, την ευκολία, το βόλεμα, τον κυνισμό, τη δηθενιά, τη ματαιοδοξία, την παραίτηση· από ό,τι φτιάχνει κάθε τσιμεντένιο τείχος. Σαν εκείνο της Γάζας, του Έβρου, του Μεξικού, του όποιου συνοριακού τείχους. Αλλά και σαν εκείνα που υψώνονται στην καθημερινότητά μας, που μπορεί να είναι και πιο συμπαγή, πιο ψηλά. Αυτά που στενεύουν τους ορίζοντες, μικραίνουν τις ψυχές, μειώνουν τις ελπίδες.
Τα «τριαντάφυλλα» που αψηφούν τους νόμους της φύσης για να αναπνεύσουν τον αέρα της ελευθερίας ανθίζουν αλλά και μαραίνονται· πάντως αντέχουν και επιμένουν. Θέλει χρόνο και υπομονή για να πολλαπλασιαστούν και να σπάσουν το τσιμέντο. Θέλει όμως φροντίδα και έγνοια.Έτσι θα ξαναγυρίσει ο «Τούπακ», «εκατομμύριος», μυριαρίθμητος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.5.24)