Ηλίας Ιωακείμογλου
▸ Η διανομή κερδών έχει προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων
Το 2008 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για την ελληνική οικονομία. Ο όγκος της παραγωγής (ΑΕΠ) ήταν κατά 23% υψηλότερος από ό,τι το 2023, βρισκόταν δηλαδή στο πρωτόγνωρο για την Ελλάδα ύψος των 240 δισ. ευρώ έναντι των 195 δισ. του 2023 (σε τιμές 2015), ο μέσος μισθός είχε φτάσει στο 75% του μέσου όρου της ευρωζώνης έναντι 46% το 2023, το παραγωγικό κεφάλαιο ήταν κατά 11% μεγαλύτερο, και υπήρχαν 26% λιγότεροι άνεργοι σε σχέση με το 2023.
Κάθε τίμιος παρατηρητής θα παραδεχόταν ότι αυτή είναι η εικόνα μιας χώρας η οποία έχει υποστεί καταστροφή που διαρκεί επί δεκαέξι συναπτά χρόνια —μέχρι στιγμής. Ωστόσο, στο παράλληλο σύμπαν που συντηρούν με ζήλο η αστική τάξη και το υπηρετικό της προσωπικό από τη μικροαστική τάξη, η οικονομία βαδίζει σε πολύ καλό δρόμο επειδή το κυριότερο, αν όχι το μοναδικό, μέγεθος που έχει σημασία γι αυτές τις τάξεις είναι η κερδοφορία, η ικανότητα δηλαδή του κεφαλαίου να παράγει κέρδη, είναι η απόδοση του κεφαλαίου (που είναι το κέρδος ως ποσοστό του επενδυμένου κεφαλαίου, όπως για έναν τραπεζικό λογαριασμό η αντίστοιχη απόδοση είναι το επιτόκιο).
Πράγματι, η απόδοση κεφαλαίου εμφανίζει σαφή και αδιάλειπτη βελτίωση από το 2013 και μετά (βλ. στο διάγραμμα). Η μείωσή της από την έναρξη της κρίσης έως το 2013, με την εφαρμογή των δύο μνημονίων, ήταν δραματική (-70% έναντι του 2008). Την ίδια χρονιά, όμως, εκκίνησε η αντίστροφη πορεία, και μέχρι το τέλος του 2014, η μείωση της κερδοφορίας είχε περιοριστεί στο 50% έναντι του 2008. Στο επίπεδο αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 2017, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι πέτυχε, κατά το 2018-2019, την περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας με αντίτιμο την αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Η τρίτη και τελευταία πράξη της ανοδικής πορείας της κερδοφορίας παίχτηκε όταν επέστρεψε ο αυθεντικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου στην κυβέρνηση. Αμέσως μετά την πανδημία, ο από μηχανής θεός του πληθωρισμού, σε συνέργεια με την πολύ ιδιαίτερη μετα-μνημονιακή συγκυρία αύξησης της τουριστικής κίνησης, προσέφερε τη μεγάλη ευκαιρία στις επιχειρήσεις να ανακτήσουν τα απωλεσθέντα κέρδη αυξάνοντας την παραγωγή τους και ταυτοχρόνως απαξιώνοντας την εργασία εν ριπή οφθαλμού και χωρίς ικανές κοινωνικές αντιστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η απόδοση κεφαλαίου βρισκόταν το 2021 ακόμη στο 60% της αντίστοιχης απόδοσης του 2008, έκλεισε σε μόλις τρία χρόνια, μέχρι το τέλος του 2023, σχεδόν ολόκληρη την απόσταση από την κερδοφορία του 2008. Έξι μήνες μετά, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η απόδοση κεφαλαίου βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο ανώτερο από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008.
Σε αυτό το σημείο, όμως, χρειάζεται μια διευκρίνιση: Το γεγονός ότι η απόδοση κεφαλαίου, όπως αυτή εμφανίζεται στο διάγραμμα, είχε παραμείνει επί 16 έτη σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2008, δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αντίστοιχη ήταν η μείωση των κερδών που διανεμήθηκαν στους μετόχους, στους ιδιοκτήτες μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, στις τράπεζες κ.λπ. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων προκύπτει ότι η μείωση της κερδοφορίας οδήγησε κυρίως σε μείωση των επενδύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων δείχνει ότι η διανομή των κερδών είχε προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών. Πρώτα, λοιπόν, γίνεται η διανομή κερδών, και ό,τι περισσέψει χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό πάλι, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι διαφορετικός από τους άλλους, παρασιτικός, υποδεέστερος, τριτοκοσμικός κ.λπ. Η προτεραιότητα της διανομής των κερδών έναντι των παραγωγικών επενδύσεων δεν είναι χαρακτηριστικό υπανάπτυξης, είναι χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, ισχύει ακόμη και για τη ναυαρχίδα του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, όπου σχεδόν το σύνολο των κερδών των ανώνυμων εταιρειών διανέμεται, οι δε παραγωγικές επενδύσεις πραγματοποιούνται με δανεισμό. Με δυο λόγια, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, οι παραγωγικές επενδύσεις αντιμετωπίζονται από τις επιχειρήσεις ως ένα κατάλοιπο που προκύπτει μετά από την διανομή των κερδών (βλ. στο βιβλίο των Ζεράρ Ντυμενίλ και Ντομινίκ Λεβί Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, σε μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου, εκδόσεις Angelus Novus, 2017, και πιο αναλυτικά σε άλλες δημοσιεύσεις τους).
Αυτή είναι η άνοδος της κερδοφορίας που μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση των εισοδημάτων της αστικής τάξης μέσω της διανομής ενός μεγάλου μέρους των κερδών και προκαλεί τη βαθιά ευφορία και τις παραισθήσεις της ικανοποιημένης απληστίας τους.