Βασίλης Μηνακάκης
Η τάση υπέρβασης των στενών ορίων του έθνους-κράτους από σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου ήταν το στοιχείο που αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη πίσω από το εγχείρημα της καπιταλιστικής «ευρωπαϊκής ενοποίησης». Αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα ώστε η τάση αυτή να πάρει προβάδισμα έναντι του ανταγωνισμού, χωρίς ωστόσο να τον καταργεί.
Η… αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο του κεφαλαίου
Υπάρχουν ορισμένοι –ιδιαίτερα στην Ελλάδα– που για να δείξουν ότι η ιδέα της «ενωμένης Ευρώπης» έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο, προσφεύγουν στον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία. Άλλοι προσφεύγουν στον Ουγκό, κορυφαίο του ρομαντισμού και συγγραφέα –μεταξύ άλλων– των Αθλίων, ο οποίος οραματίστηκε τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» ως έναν χώρο ειρήνης. Οι περισσότεροι, πάντως, συνδέουν τη γέννηση της ιδέας αυτής με τον Γάλλο Ζαν Μονέ και τοποθετούν χρονικά τη γέννηση αυτή στο μεταίχμιο των δεκαετιών του 1940-1950. Τις απόψεις του Μονέ μετέτρεψε σε δημόσια και διεθνή πολιτική πρόταση εξ’ ονόματος της γαλλικής κυβέρνησης ο υπουργός Εξωτερικών, Ρομπέρ Σουμάν, στις 9 Μαΐου 1950. Έναν χρόνο αργότερα, υπογραφόταν η συνθήκη που οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (τέθηκε σε ισχύ το 1952). Ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σε αυτή τη γέννηση τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Δεν ήταν τυχαίο το πεδίο εκκίνησης: η οικονομία, γεγονός που έρχεται να μας θυμίσει ότι το πρωταρχικό δεν ήταν, ούτε φυσικά είναι, ο ρομαντικός οραματισμός περί ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου ή οι διορατικοί πολιτικοί, αλλά οι ανάγκες της οικονομίας. Δεν ήταν τυχαίοι ούτε οι κλάδοι που αποτέλεσαν τον βατήρα εκκίνησης των ενοποιητικών διαδικασιών: ο άνθρακας και ο χάλυβας, κλάδοι καθοριστικοί για τη γοργά αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία και για τα αντιπροσωπευτικά για εκείνη την περίοδο προϊόντα της μαζικής παραγωγής. Τυχαίοι δεν ήταν και οι πραγματικοί πρωτεργάτες της «ενοποιητικής διαδικασίας»: τα πολυεθνικής εμβέλειας μονοπώλια.
Βαθιά ταξικό εξαρχής το DNA της ΕΟΚ/ΕΕ
Ανάμεσα στο 1916, που ο Λένιν είχε γράψει τον Ιμπεριαλισμό, και το 1950 είχαν μεσολαβήσει δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ένας ταραγμένος Μεσοπόλεμος, η εμφάνιση του φασισμού και του ναζισμού – μια περίοδος, δηλαδή, στην οποία στην Ευρώπη έριχνε τη σκιά του όχι το ενοποιητικό αλλά το –ενίοτε αιματηρά– συγκρουσιακό στοιχείο.
Είχε, όμως, μεσολαβήσει και κάτι άλλο: η κορυφή της πυραμίδας του κεφαλαίου, τα μονοπώλια για τα οποία είχε μιλήσει ο Λένιν, είχαν εδραιώσει έτι περαιτέρω τον ρόλο τους και είχαν γιγαντωθεί – φυσικά μέσα από ανταγωνισμούς, οι οποίοι αποτελούν την άλλη όψη της τάσης μονοπώλησης. Αυτό ίσχυε πρωτίστως για εκείνες τις μερίδες του κεφαλαίου οι οποίες βρίσκονταν στη φάση εκείνη -δηλαδή στις απαρχές της «χρυσής τριακονταετίας»- στην «καρδιά» του κυρίαρχου μοντέλου κεφαλαιακής συσσώρευσης-κερδοφορίας. Ήταν μερίδες που πρωτοπορούσαν στη μαζική τεϊλορική παραγωγή και χρειάζονταν τον άνθρακα ως βασική πηγή ενέργειας και τον χάλυβα ως βασική πρώτη ύλη, και οι οποίες -καθόλου τυχαία- έβαλαν τη σφραγίδα τους στην έναρξη της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ενιαία και αδιαίρετη παραμένει η τριπλέτα κερδοφορία-ιδιωτική ιδιοκτησία-καταπίεση, η οποία και αποτελεί την αντιδραστική «ψυχή» εν γένει των καπιταλιστικών σχέσεων – και των ολοκληρώσεων
Γι’ αυτές τις μερίδες του κεφαλαίου, ο χώρος του έθνους-κράτους ήταν πλέον πολύ περιοριστικός, φάνταζε σαν στενός κορσές. Η τάση διευρυμένης αναπαραγωγής-κερδοφορίας του κεφαλαίου απαιτούσε-επέβαλε να σπάσουν-υπερβούν τα εθνικά σύνορα, είτε για να προμηθευτούν ενεργειακούς πόρους είτε για να πουλήσουν τα μαζικά παραγόμενα προϊόντα τους είτε για να εξασφαλίσουν φτηνό εργατικό δυναμικό κ.λπ. Αυτή ακριβώς η τάση, σε εκείνη ακριβώς τη φάση, πήρε ένα ορισμένο προβάδισμα και -χωρίς να καταργεί τον ανταγωνισμό- έθεσε τις βάσεις για την εκκίνηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παράλληλα δε, σφράγισε καταλυτικά τον χαρακτήρα της ήδη από τη γέννησή της.
Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για μια φυσική εξέλιξη, για μια αντικειμενική τάση διεθνοποίησης εκ φύσεως προοδευτική, η οποία όμως έγινε αντιδραστική επειδή τη χειραγώγησαν «εξωτερικά», πολιτικά αντιδραστικές δυνάμεις και ισχυροί κεφαλαιοκράτες-πολυεθνικά μονοπώλια. Επρόκειτο για την τάση καπιταλιστικής διεθνοποίησης, η οποία είχε εξαρχής εγγεγραμμένο στο DNA της ΕΟΚ/ΕΕ, στον τρόπο συγκρότησης, λειτουργίας και ενδεχόμενης μετεξέλιξής της, τα ταξικά συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου. Μαζί και την τριπλέτα κερδοφορία-ιδιωτική ιδιοκτησία-καταπίεση, που αποτελεί την αντιδραστική «ψυχή» εν γένει των καπιταλιστικών σχέσεων, καθώς και της ιδιαίτερης μορφής-έκφρασής τους, που είναι η καπιταλιστική ενοποίηση-ολοκλήρωση. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για την ίδια τάση η οποία σε προγενέστερες εποχές οδήγησε από τις πόλεις-κράτη και τις τοπικές εξουσίες στα έθνη-κράτη, χωρίς προφανώς να καταργεί τους ανταγωνισμούς μεταξύ των κεφαλαίων που δρούσαν εντός του εθνικού κράτους ή είχαν ως βάση εκκίνησης διαφορετικά κράτη.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, συνεπώς, δομήθηκε εξαρχής σε συγκεκριμένη ταξική βάση, με συγκεκριμένο πλαίσιο σχέσεων (εκμεταλλευτικές-καταπιεστικές) και είχε ως οδικό χάρτη για την εξέλιξή της συγκεκριμένες ταξικές ορίζουσες. 74 χρόνια μετά τη διακήρυξη Σουμάν, αυτό έχει επιβεβαιωθεί πλήρως και ενισχυθεί στο έπακρο. Η μετάβαση από την ΕΚΑΧ στην ΕΟΚ, από την ΕΟΚ των 6 σε εκείνη των 12 και της «ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, προσώπων και υπηρεσιών», από τις 300 οδηγίες, τη «Λευκή Βίβλο» και το Μάαστριχτ το 1992 στα κριτήρια σύγκλισης, στην ΕΕ και το ευρώ, κι από εκεί στα Προγράμματα Σταθερότητας και τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς – όλα αυτά αποτελούν διαδοχικές φάσεις της ίδιας διαδικασίας καπιταλιστικής ενοποίησης-ολοκλήρωσης. Φέρουν εγχαραγμένα τα ίδια ακριβώς ταξικά χαρακτηριστικά, απαντούν στις ίδιες ταξικές ανάγκες, όπως αυτές τροποποιούνται σε κάθε φάση της καπιταλιστικής εξέλιξης και υπό την επίδραση των καπιταλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ κεφαλαίων που δρουν στο εσωτερικό της ίδιας χώρας ή του ίδιου κλάδου, διαφορετικών χωρών ή μονοπωλιακών και μη μονοπωλιακών μερίδων.
Το ότι η εν λόγω διαδικασία «υπηρετήθηκε» πολιτικά στα 74 αυτά χρόνια από μια πληθώρα κυβερνήσεων –παραδοσιακών δεξιών, νεοφιλελεύθερων, σοσιαλιστικών ή σοσιαλδημοκρατικών, «αριστερών», με συμμετοχή οικολόγων κ.ά.– επιβεβαιώνει τόσο το πρωτείο της οικονομικής βάσης όσο και τον ίδιο τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Καθιστά δε ουτοπική και άνευ νοήματος κάθε άποψη που υποστηρίζει ότι είναι δυνατόν αυτή η διαδικασία να αποκτήσει προοδευτικό πρόσημο σε επιμέρους ή γενικότερα ζητήματα. Μάλιστα, τούτη η άποψη ή η παρεμφερής της, πως δήθεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση ορισμένων λαϊκών προβλημάτων (μισθοί, ακρίβεια, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, δημόσια αγαθά κ.ά.) με αξιοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών ή του λεγόμενου «ευρωπαϊκού κεκτημένου», είναι πολύ πιο ουτοπική από την άποψη που υποστηρίζει ότι αυτή η αντιμετώπιση θα έρθει σε σύγκρουση με την ΕΕ, από και με ένα κίνημα που έχει στην προμετωπίδα του την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ.
Ναι αλλά, θα πουν αρκετοί, η συμμετοχή στην ΕΟΚ/ΕΕ σημαίνει ότι στη χώρα (άρα στον λαό) επιστρέφουν χρηματοδοτήσεις με τη μορφή των ΜΟΠ (Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων) και του Πακέτου Ντελόρ παλιότερα, των ΕΣΠΑ στη συνέχεια, του Μηχανισμού Στήριξης στην εποχή της κρίσης και του Ταμείου Ανάκαμψης πιο πρόσφατα (περίοδος COVID-19). Όλα αυτά έδιναν και δίνουν μια ανάσα, αποδεικνύουν ότι η ΕΕ έχει και «άλλο πρόσωπο», ότι κάτι στην ΕΕ και στη σχέση με αυτήν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο – και ότι μια κυβέρνηση με πιο ισχυρό λόγο και παρουσία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει αυτές τις χρηματοδοτικές ροές επ’ ωφελεία των λαϊκών στρωμάτων. Το αφήγημα αυτό ακούγεται από πολλές πλευρές, ωστόσο η σχέση του με την πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη.
Πρώτα από όλα, τα χρήματα αυτά δεν αποτελούν δώρο κάποιων φιλάνθρωπων καπιταλιστών ή Ευρωπαίων γραφειοκρατών. Έχουν προέλθει από τη φορολογία των ευρωπαϊκών λαών – και του ελληνικού. Όσα επιστρέφουν είναι μικρό ποσοστό όσων αποσπάστηκαν με τη φοροληστεία. Πρώτον, διότι ένα τμήμα των αποσπασθέντων διατίθεται για τη συντήρηση του χλιδάτου μηχανισμού και των θεσμών της ΕΕ. Δεύτερον, διότι και τα κονδύλια που υποτίθεται πως επιστρέφουν στον λαό με τα ΕΣΠΑ, Ταμεία Ανάκαμψης, Πράσινη Ανάπτυξη κ.λπ., στην πραγματικότητα τα καρπώνονται κατά μείζονα λόγο οι μεγαλοκεφαλαιούχοι. Επιπλέον, τα πεδία και οι όροι διάθεσης αυτών των κονδυλίων εμφορούνται από τα «κριτήρια επιλεξιμότητας» –δηλαδή τις προτεραιότητες– των οργάνων της ΕΕ και του πολυεθνικού κεφαλαίου. Τα προγράμματα στήριξης μετά το 2010 είναι χαρακτηριστικά – χωρίς να είναι τα μόνα: η παροχή χρηματοδότησης συνδέεται με το δόγμα «πέντε φεύγουν ένας μπαίνει» στο δημόσιο, τη φορολεηλασία, τις μειώσεις μισθών, τις αποκρατικοποιήσεις, το ψαλίδισμα της ασφάλισης κ.ά. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι χρηματοδοτήσεις αυτές δεν αποτελούν μηχανισμό «στήριξης» ή «ανάκαμψης» των εργαζομένων και των νέων, αλλά έναν ακόμη μηχανισμό ανακατανομής του πλούτου υπέρ των ισχυρότερων –κυρίως πολυεθνικών – μερίδων του κεφαλαίου και, παράλληλα, αναδιάρθρωσης της οικονομίας υπέρ τους. Φυσικά, ένας τέτοιος βαθιά αντιλαϊκός μηχανισμός, χρειάζεται και κάποιες «χάντρες προς τους ιθαγενείς», ώστε να τεθεί σε εφαρμογή με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις.
«Στρατηγός» του κεφαλαίου στην ταξική πάλη
Επιτελεί αναβαθμισμένα τις λειτουργίες των αστικών εθνικών κρατών
Η ΕΕ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει εξελιχθεί δομικά-πολιτικά. Ήταν αναμενόμενο: καθώς εξελίσσονταν οι διαδικασίες ολοκλήρωσης σε οικονομικό επίπεδο, ήταν φυσικό να δρομολογηθούν και οι διαδικασίες ενοποίησης σε πολιτικό επίπεδο (και αυτές, επίσης, μέσα από μια πορεία στην οποία είναι διαρκώς παρόντες οι ανταγωνισμοί). Το τελευταίο «επεισόδιο» αυτής της πορείας είναι η συζήτηση για την επιτάχυνση της στρατιωτικής ενοποίησης μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, δομικά-θεσμικά η ΕΕ απέχει ακόμη πολύ από το να αποτελεί ενιαία κρατική οντότητα, η οποία ακυρώνει τον ρόλο των κρατών-μελών της.
Προκύπτει εύλογα το ερώτημα: σε αυτήν την ΕΕ δεν έχει άραγε επίδραση η ταξική πάλη; Δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε επιμέρους ή γενικότερα ζητήματα ένας συγκεκριμένος και πιο ευνοϊκός για τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία πολιτικός συσχετισμός; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Αν ισχύει μία φορά για το εθνικό κράτος ότι δεν αποτελεί συμπύκνωση της ταξικής πάλης, αλλά μηχανισμό που παρεμβαίνει σε αυτήν με κριτήριο τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του ενός πόλου της, του κεφαλαίου, το ίδιο ισχύει σε πολλαπλάσιο βαθμό για την ΕΕ. Κι αν,επίσης, το σύγχρονο αστικό κράτος, το εθνικό κράτος στην εποχή του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, είναι μία φορά θωρακισμένο απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις, το ίδιο και σε πολλαπλάσιο βαθμό ισχύει για την ΕΕ. Την ΕΕ η οποία την ίδια στιγμή που είναι απολύτως αποστειρωμένη απέναντι στις λαϊκές ανάγκες και την πάλη για αυτές, είναι απολύτως –και μάλιστα θεσμικά – «ανοιχτή» στο πολυεθνικό κεφάλαιο και τους λομπίστες του, όπως έδειξαν η περίπτωση της Καϊλή και πιο πρόσφατα το σκάνδαλο φον ντερ Λάιεν με τα εμβόλια.
Το δόγμα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω!»
Οι υποστηρικτές της ΕΕ διατείνονται ότι ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά της είναι η αλληλεγγύη, θέλοντας να πείσουν τους εργαζόμενους πως η ΕΕ λειτουργεί προστατευτικά για όποιον βρεθεί αντιμέτωπος με μια κακοτοπιά. Ουδέν ψευδέστερον. «Κοινοτική αλληλεγγύη» δεν υπάρχει, αλλά κι όταν παίρνονται πρωτοβουλίες στο όνομά της υποκρύπτονται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Το είχε, άλλωστε, καταστήσει σαφές ο «εθνάρχης» Κ. Καραμανλής κατά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ: «Αυτοί μας βοήθησαν στην εδραίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κι εμείς τούς δώσαμε σαν προίκα τον ορυκτό μας πλούτο».
Η τελευταία δεκαπενταετία προσέφερε άπειρα δείγματα γραφής για το πώς η ΕΕ αντιλαμβάνεται την «αλληλεγγύη». Με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, χαρακτήρισαν PIGGS τις χώρες που βρέθηκαν στην αιχμή της και προσφέρθηκαν να τις «βοηθήσουν». Γιατί; Για να διασωθούν, μεταξύ άλλων, οι γαλλικές, γερμανικές κ.ά. τράπεζες που είχαν επενδύσει σε ομόλογα των χωρών αυτών, αλλά και για να μη γενικευτεί η κρίση και κλονιστεί συνολικά ο οικονομικός μηχανισμός-πλαίσιο της ΕΕ εντός του οποίου κερδοφορεί το πολυεθνικό κεφάλαιο. Και πώς «βοήθησαν»; Με έναν τρόπο που έπληττε τους εργαζόμενους (μνημόνια) και άνοιγε διάπλατα τον δρόμο στις πολυεθνικές (ιδιωτικοποιήσεις, προγράμματα στήριξης, εργασιακές ρυθμίσεις κ.ά.).
Η πανδημία, οι συγκρούσεις για τις μάσκες, τα τεστ και τα εμβόλια, η αρπαγή στο αεροδρόμιο από μια χώρα της ΕΕ των υλικών μιας άλλης ήταν ακόμη ένα δείγμα.Αλλά κι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα στον τομέα της ενέργειας που προέκυψαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία, περισσότερο παραπέμπει στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», παρά στην αλληλεγγύη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (26.4.24)