Βασίλης Τσιράκης
Αν τα αληθινά έργα τέχνης χαρακτηρίζονται από το λεγόμενο καλλιτεχνικό πλεόνασμα, δηλαδή την «υπεραξία» που προσδίδουν στο είδος της τέχνης που υπηρετούν, προτείνοντας νέες πρωτότυπες μορφές και τρόπους έκφρασης που συντονίζονται τόσο με το περιεχόμενο-μήνυμα που θέλει ο δημιουργός να κοινωνήσει, όσο και με την εποχή τους, τότε τα εικαστικά έργα του Γιώργου Ανδρούτσου ανεπιφύλακτα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
O Γιώργος Ανδρούτσος είναι απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών και του τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού Διπλώματος στην Ιστορία της Φιλοσοφίας καθώς και διδακτορικού διπλώματος στη Φιλοσοφία της Τέχνης και εργάζεται ως καθηγητής εικαστικών στη δημόσια εκπαίδευση.
Έχει κάνει μέχρι σήμερα τέσσερις ατομικές εκθέσεις (Νίκαια Κυανή Ακτή, Παρίσι, Αθήνα, Λουτράκι) και όπως δήλωσε στο Πριν τώρα ετοιμάζει την 5η ατομική του έκθεση που θα γίνει τον Ιούλιο στη Βαρκελώνη. Παράλληλα έχει συμμετάσχει σε 23 ομαδικές εκθέσεις σε διάφορες χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιαπωνία, Βέλγιο κλπ), εννιά εκθέσεις εξωτερικού μπιενάλε-διεθνή σαλόνια και σε περισσότερες από 35 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα.
«Εσωτερικά Τοπία» είναι ο τίτλος που δίνουν αρκετοί εικαστικοί κριτικοί στις προσωπογραφίες του, ενώ οι περισσότεροι αδυνατούν να τις κατατάξουν σε ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό εικαστικό ρεύμα. Άλλοι μιλούν για έναν ιδιότυπο εξπρεσιονισμό στον αντίποδα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και του σουρεαλισμού και άλλοι για έναν ιδιότυπο ρεαλισμό «όπου πολλά στρώματα πληροφορίας έχουν υπερτεθεί δίνοντας μία σύνοψη της πραγματικότητας».
«Η μεγάλη επιτυχία του Ανδρούτσου έγκειται στον τρόπο με τον οποίο ισορροπεί ανάμεσα στην αναπαράσταση και την αφαίρεση, στον τρόπο με τον οποίο η εργασία σε αυτά τα δύο διαφορετικά επίπεδα δημιουργεί μία βασική ένταση στην οποία έρχονται να προστεθούν οι επιμέρους εντάσεις που χαρακτηρίζουν στο σύνολό τους τις προσωπογραφίες του», γράφει ο Θωμάς Συμεωνίδης, δρ. Αισθητικής και Φιλοσοφίας της Τέχνης στο άρθρο του «Για την απορία του προσώπου», αναφερόμενος στο έργο του.
Οι τίτλοι έργων του «προδίδουν» με ένα τρόπο την αλληλεπίδραση του έργου με την κοινωνική πραγματικότητα.
Ενώ ο ίδιος ο Ανδρούτσος στην ερώτηση σε ποιο καλλιτεχνικό ρεύμα θα κατέτασσε τα έργα του, απαντά: «Δεν μπορώ να κατατάξω κάπου με βεβαιότητα τη δουλειά μου, όμως δεν είναι κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα. Ωστόσο μοιάζει να περιέχει μια έντονη εκφραστικότητα η οποία από μόνη της δεν αρκεί για να τη κατατάξω στο ευρύ φάσμα του εξπρεσιονισμού. Ο καθένας είναι ελεύθερος φυσικά να την τοποθετήσει όπου επιθυμεί. Στο μεταξύ, συμμετέχω στο διεθνές κίνημα Neutral-Ism που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στους τρεις πόλους των οπτικών τεχνών (αν μου επιτρέπεται ένας τέτοιος διαχωρισμός): τον αναπαραστατικό, τον εννοιολογικό και τον αφηρημένο».
Η απουσία χρωμάτων και η ένταση που δημιουργεί η έλλειψη αυτή ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο, η χρήση ευτελών υλικών όπως κάρβουνο, μελάνι, μολύβι, και κιμωλία, αλλά και η απουσία φόντου, αποτελούν τα δομικά χαρακτηριστικά του έργου του. Η Ήρα Παπαποστόλου, κριτικός και ιστορικός τέχνης, αναφέρει σχετικά: «Ο Ανδρούτσος αρνείται να εμπλουτίσει εκφραστικά το τελικό αποτέλεσμα με χρωματικές παρεμβάσεις. Το μαύρο και το άσπρο αρκούν για να εκφράσουν το ψυχικό βάθος των ανθρώπων του. Το έργο του, όλο κίνηση, διαβάζεται ως ένα συνολικό πεδίο όπου δεν λείπουν οι υπαινιγμοί στο πραγματικό, όσο το φυσικό θέαμα μεταβάλλεται προοδευτικά σε όγκους και σχήματα. Οι φιγούρες του ασφυκτιούν και θέλουν να εξαπλωθούν προς όλες τις κατευθύνσεις».
Όσον αφορά στην απουσία φόντου στα έργα του και αν αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως έλλειψη αλληλεπίδρασης με την εξωτερική πραγματικότητα, ο Θωμάς Συμεωνίδης αναφέρει σχετικά: «Ο Ανδρούτσος δεν διολισθαίνει ολοκληρωτικά στην αφαίρεση, δεν αποκηρύσσει την αναπαράσταση. Η αφαίρεση στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μία αδυναμία αναπαράστασης, αλλά μία διερώτηση της αναπαράστασης. Η αφαίρεση φέρνει στην επιφάνεια τις μη ορατές σχέσεις ενός προσώπου με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και με τον κόσμο στον οποίο βρίσκεται».
Άλλωστε, θα προσθέταμε εμείς, τίτλοι έργων του όπως: Συμβαίνει κάτι πίσω από την οθόνη; ή Υπάρχει ζωή πίσω από την οθόνη; «προδίδουν» με ένα τρόπο την αλληλεπίδραση του έργου με την κοινωνική πραγματικότητα.
Ενώ ο ίδιος ο Ανδρούτσος αναφέρει σε συνέντευξη του σχετικά με την αλληλεπίδραση τέχνης και πολιτικής: «Θεωρώ ότι πάντα οι καλλιτεχνικές πράξεις είναι και πολιτικές, έτσι η σύγχρονη κρισιακή και βίαιη εποχή δεν μπορεί να με αφήσει ασυγκίνητο μιας και εγώ ο ίδιος βιώνω όπως και χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποί μου τις ολέθριες και βίαιες συνέπειες (φτωχοποίηση, εξαθλίωση, ισοπέδωση παιδείας-υγείας) των αστικών πολιτικών».
Όσον αφορά δε την δική του θεώρηση και τοποθέτηση για την σημερινή πολιτική πραγματικότητα υποστηρίζει σε παλιότερες συνεντεύξεις του: «Ο κόσμος εξελίσσεται ραγδαία σε μια σκοταδιστική κοινωνία, αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου παραγωγής αγαθών. Η ανάγκη της αγοράς για περισσότερο ανταγωνισμό και υπερ-εκμετάλλευση (πηγών και εργασίας) περνάει γοργά στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Ο αντιεπιστημονικός ανορθολογισμός και η βαθιά προσήλωση σε εσωτερικά πιστεύω κερδίζει συνεχώς έδαφος σε μεγάλα κομμάτια πληθυσμού, παρ’ όλη την τεράστια τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο».
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον/α καλλιτέχνη ή γενικά κάποιον άνθρωπο με ευαισθησίες που να μην επηρεάζεται από όλη αυτή τη συσσώρευση δυστυχίας που εντείνεται διαρκώς: πόλεμοι, μετανάστες, θάνατος, ναζισμός, στρατόπεδα, φτώχεια, ανεργία και ο κατάλογος δεν τελειώνει… Νομίζω ότι η βιαιότητα της γραφής μου, το ασπρόμαυρο σχέδιο και τα ευτελή υλικά (χαρτί, κάρβουνο κλπ.) είναι ο τρόπος μου να απεικονιστεί η έλλειψη ελπίδας και το εμπόριό της, αλλά και η απίστευτη βία της εποχής, είτε αυτή έχει τη μορφή των προηγούμενων (πόλεμος, φτώχεια κ.λπ.) είτε μέσω της μορφής των ΜΜΕ».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (11.5.24)
Δείτε περισσότερα έργα του Γιώργου Ανδρούτσου εδώ