Βασίλης Τσιράκης
Φέτος συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον θάνατο του κομμουνιστή προλετάριου ποιητή Φώτη Αγγουλέ.
Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει
κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι χαρά που μου’χεις λείψει
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή
μητ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι
έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει.
«Το πρώτο-πρώτο που πρέπει να πω είναι ότι δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια ειδική εργατική λογοτεχνία. Μπορεί να υπάρχει λογοτεχνία γραμμένη από εργάτες, αλλά αυτή, εφόσον είναι καλή, δεν διακρίνεται από τη μεγάλη λογοτεχνία… Ο Τολστόι είναι μεγάλος στο μάτια μου στο μέτρο που καταφέρνει να συγκινήσει ακόμη και τον λιγότερο καλλιεργημένο αναγνώστη. Αντιστρόφως, η εργατική λογοτεχνία έχει έννοια και μεγαλείο μόνον όταν, με αφετηρία την αλήθεια της δουλειάς επανασυνδέει, με τον πιο ευθύ, βαθύ και άμεσο λόγο, αυτή την ίδια αλήθεια που ακολουθούσε και ο Τολστόι με όλα τα μέσα της τέχνης του. Αντιθέτως, όταν αυτή η λογοτεχνία περιορίζεται στο να επαναλαμβάνει απλώς αυτά τα ίδια που διαβάζουμε και στις εφημερίδες, θα είναι βέβαια ενδιαφέρουσα, αλλά εξαιτίας των περιστάσεων μέσα στις οποίες γεννήθηκε, όχι επειδή είναι λογοτεχνία…».
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την επιστολή που έστειλε ο Αλμπέρ Καμί το 1953 στον Μορίς Λιμ, έναν εργάτη που δημοσίευε λογοτεχνικά του κείμενα στο περιοδικό Μετά τη δουλειά, η συντακτική επιτροπή του οποίου αποτελούνταν αποκλειστικά από εργάτες και ο οποίος του είχε ζητήσει να γράψει για το περιοδικό ένα άρθρο με θέμα την εργατική λογοτεχνία. Και συνεχίζει ο Καμί: «Για μένα, όμως, δεν υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα βιβλία του Γκόρκι και τα βιβλία του μεγαλογαιοκτήμονα Τολστόι. Αντίθετα, μου αρέσουν και οι δύο, εν μέρει για τους ίδιους λόγους: σε μια γλώσσα απλή και ταυτόχρονα ωραία, μιλούν για ό,τι μεγαλειώδες υπάρχει στην ψυχή ενός ανθρώπου, είτε πρόκειται για χαρά είτε για πόνο».
Πόσο πιο δύσκολο είναι όμως για έναν εργάτη μετά την καταπόνηση του οκταώρου, να μελετήσει και να αφομοιώσει την παγκόσμια λογοτεχνική κληρονομιά, ώστε να προσθέσει το λιθαράκι του σε αυτήν και πόσο πιο εύκολο είναι αυτό για έναν αστό, ο οποίος έχει όλο τον χρόνο δικό του;
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μας την δίνει 60 χρόνια μετά τον θάνατό του ο εργάτης-ποιητής Φώτης Αγγουλές. Γεννημένος στο Τσεσμέ της Μικράς Ασίας το 1911, βρέθηκε με τον διωγμό του 1922 μαζί με την οικογένεια του σε μια παράγκα στο κάστρο της Χίου, όπου ο Φώτης εγκατέλειψε το σχολείο για να βοηθά στο ψαρομανάβικο τον πατέρα του, τον Σιδερή Χονδρουλάκη. Αγγουλές (παλληκάρι), ήταν το παρατσούκλι που του έδωσαν για την ντομπροσύνη και το θάρρος του, παράλληλα με την ευαισθησία του, που τον έκανε να διαβάζει στους πελάτες ποιήματα και χρονογραφήματα, γραμμένα στις εφημερίδες όπου τύλιγε τα ψάρια. Το 1928 πιάνει δουλειά στο τυπογραφείο που έβγαζε τη χιώτικη εφημερίδα Ελευθερία και αρχίζει να γράφει ποιήματα, ώσπου το 1934 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Αμαβασιά. Τον Ιούνιο του 1936 για ένα άρθρο του στην Ελευθερία καταδικάζεται σε τρεις μήνες κράτηση για παράβαση του νόμου περί Τύπου και από τα τέλη του 1936 μέχρι το 1939, παράλληλα με τη βιοπάλη, βγάζει το λογοτεχνικό περιοδικό Νησί και εκδίδει τις ποιητικές συλλογές Κραυγές στον ήλιο και Μενεξέδες.
Υπάρχει προλεταριακή ποίηση ή απλά ποίηση-λογοτεχνία γραμμένη από εργάτες;
Το 1941 φεύγει για τη Μέση Ανατολή, όπου το 1944 συμμετέχει στην εξέγερση των Eλλήνων φαντάρων της ΑΣΟ, συλλαμβάνεται από τους Άγγλους και κλείνεται στο κολαστήριο Ντεκαμερέ, από όπου στα τέλη του 1945 απελευθερώνεται και επιστρέφει στη Χίο. Εκεί συνεχίζει την «αντεθνική» δράση του και το 1948 καταδικάζεται σε 12 χρόνια φυλακή επειδή με τον κομμουνιστή σύντροφό του Μιχάλη Βιτάκη τύπωναν έντυπα του ΔΣΕ. Περνώντας από τα κολαστήρια των Βούρλων, της Μακρονήσου και του Ιτζεδίν, αποφυλακίστηκε βαριά άρρωστος το 1956 και επέστρεψε στη Χίο όπου αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Τότε τύπωσε την ποιητική του συλλογή του Πορεία στη νύχτα, ενώ είχαν προηγηθεί οι Φλόγες του δάσους, Φουτσιγιάμα, Ποιήματα.
Πέθανε από οξύ πνευμονικό οίδημα εν πλω από τη Χίο για Πειραιά, στις 27 Μαρτίου 1964 σε ηλικία 53 ετών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (27.4.24)