Έκτωρ-Ξαβιέ Δελαστίκ
▸ Ένα χρόνο μετά, η οργή για τα Τέμπη επανέρχεται πιο δυναμικά και απαιτητικά
«Γιατί, ένα χρόνο μετά την τραγική σύγκρουση τα Τέμπη όχι μόνο δεν έχουν ξεχαστεί ή ξεφουσκώσει, αλλά επανέρχονται απειλητικά για την κυβέρνηση;» Η ανατομία αυτού του ερωτήματος μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μερικά από τα πιο σημαντικά σύγχρονα ζητήματα. Όπως έγινε και στη δολοφονία Γρηγορόπουλου, υπάρχουν μερικές στιγμές και γεγονότα τα οποία κάνουν ένα συντριπτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας να δει τον εαυτό του να αντικατοπτρίζεται στην υπόθεση. Από τις πρώτες ώρες της δημοσιογραφικής και πολιτικής κάλυψης έγινε εμφανές πόσο άτσαλες και μαριονετίστικες ήταν οι τοποθετήσεις εκπροσώπων των αστικών στρωμάτων που δε μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους να χρησιμοποιεί τον σιδηρόδρομο για οτιδήποτε περισσότερο από φωτογράφιση. Στον αντίποδα, όλα τα λαϊκά στρώματα είδαν τον εαυτό τους με το ένα πόδι στα Τέμπη και αυτή η ταύτιση αποτελεί το υπόστρωμα όσων θα αναλύσουμε. Ίσως μάλιστα ακόμα περισσότερο όταν στις 21-22/3 διοχετεύτηκε στα ΜΜΕ η νέα υπερασπιστική γραμμή της κυβέρνησης, η οποία συνοψίζεται στο «τα συστήματα ασφαλείας δε χρειάζονται αν το προσωπικό κάνει σωστά τη δουλειά του», μια γνώριμη από τους χώρους εργασίας μας πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να δείξει πως για τις τελευταίες εξελίξεις ευθύνονται συγκεκριμένα ΜΜΕ και ειδικά το συγκρότημα Μαρινάκη. Η κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση, με τα δεύτερα σε θέση ισχύος υπό φυσιολογικές συνθήκες. Αυτό επιβεβαιώθηκε κατά την προεκλογική περίοδο του Μαΐου πέρυσι, όταν επιβλήθηκε επί παραγγελία συστηματική απαλοιφή του θέματος των Τεμπών από τον δημόσιο διάλογο, αφήνοντας κυρίως άρθρα της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας. Επιβεβαιώνεται όμως και από την ανάποδη αυτές τις ημέρες, με επαναφορά του ζητήματος στο επίκεντρο ακόμα πιο έντονα από πέρυσι, χάρη στη συλλογική προσπάθεια των συγγενών των θυμάτων, χάρη στις διεθνείς δημόσιες παρεμβάσεις τους και χάρη στη βούληση και επιμονή του ορισμού πραγματογνώμονα από πλευράς τους. Η ανατροπή της κανονικότητας της σιωπής απαιτεί εφόδια που βρίσκονται μόνο συλλογικά και σε αυτό το πλαίσιο έχει βοηθήσει κάθε στήριξη συλλογικού φορέα, κάθε κινητοποίηση και κάθε προσπάθεια ανάδειξης του ζητήματος σε πείσμα αυτού του ενός χρόνου. Η ανατροπή αυτής της κανονικότητας είναι που επέβαλε οι εξέδρες των επισήμων στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου να στηθούν με τρόπο που να μην πατήσουν τα ονόματα των θυμάτων έξω από τη βουλή.
Αν αφουγκραστούμε τα Τέμπη, είναι εξαιρετικά συγκεκριμένα τα κεντρικά ζητήματα τα οποία θέτουν. Πιο ηχηρά, αυτό της κυβερνητικής αλαζονείας, απαντώντας στην προκλητική απαίτηση των κρατούντων για ατιμωρησία. Οι διατάξεις «περί ευθύνης Υπουργών» επανέρχονται δίνοντας τη δυνατότητα στο κυβερνών κόμμα να σταματήσει κάθε δίωξη σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όπως έγινε. Πιο άμεσα θέτουν το ζήτημα της χρόνιας αδιαφορίας για τις δημόσιες υποδομές που καλύπτουν λαϊκές ανάγκες. Ο ίδιος ο πυρήνας του εγκλήματος βρίσκεται στη διαχρονική επίγνωση των ελλείψεων σε κοστοβόρα συστήματα ασφαλείας, ώστε να αυγατίσει ο ισολογισμός της ιδιωτικής πλέον ιδιοκτήτριας εταιρίας παίζοντας στα ζάρια τις ζωές των ανθρώπων. Ακριβώς γι’ αυτό η κυβέρνηση βλέπει εν μέρει με καλό μάτι τη μετακίνηση της συζήτησης απ’ αυτό το ζήτημα στη διερεύνηση για την ύπαρξη αδήλωτων φορτίων στο τρένο, ακόμα κι αν έτσι διακινδυνεύει να ανοίξει ο γνωστός φάκελος της πρόσβασης του οργανωμένου εγκλήματος στον κρατικό μηχανισμό.
Πιο δομικά, θέτουν το ζήτημα του διαρκούς εγκλήματος των ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες όπου έχουν εφαρμοστεί έχουν φέρει παρόμοια αποτελέσματα, με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσφέρουν πλούσια βιβλιογραφία σε συγκρούσεις συρμών, που αποτέλεσαν προδιαγεγραμμένα εγκλήματα στον βωμό της κερδοφορίας. Ακόμα πιο βαθιά θέτουν το ταξικό ζήτημα, με την ασφάλεια ενός λαϊκού μέσου μαζικής μεταφοράς να θεωρείται ήσσονος σημασίας. Με τον υπουργό Μεταφορών να κατακεραυνώνει λίγες ημέρες πριν τη σύγκρουση στα Τέμπη όποιον αναφερόταν στα ζητήματα ασφάλειας, τα οποία ο ίδιος γνώριζε, και τον πρωθυπουργό να ακυρώνει τα εγκαίνια του κέντρου τηλεδιοίκησης βορείου Ελλάδος(!), τα οποία ήταν κανονισμένα για μια ημέρα μετά.
Διαρκές έγκλημα οι ιδιωτικοποιήσεις και η αντιμετώπιση της ασφάλειας με όρους κόστους
Το ιστορικό μας χρέος είναι να μιλήσουμε. Κατ’ αρχάς, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική και από τα κάτω, καθώς οι μικροπολιτικοί διαξιφισμοί που δεν τολμούν να βάλουν στο κάδρο την εταιρεία FSI, στην οποία παραχωρήθηκε σκανδαλωδώς η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και τις οδηγίες κατακερματισμού και ξεπουλήματος της ΕΕ, ποτέ δε θα δώσουν λύση. Κατά δεύτερον, ο λόγος και οι πολιτικοί στόχοι του κινήματος πρέπει να συγκρούονται ευθέως με τις ιδιωτικοποιήσεις σε κάθε τομέα, απαιτώντας «να ξηλωθεί η ιδιωτικοποίηση και να περάσει στο δημόσιο ο σιδηρόδρομος χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο» όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τρίτον, το αίτημα αυτό πρέπει να τίθεται υπό τη σκέπη ενός συνολικού οράματος και προγράμματος για δόμηση μιας κοινωνίας στη βάση των λαϊκών αναγκών και όχι για χάρη των κερδών των λίγων. Τέταρτον, το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης και παραδειγματικής τιμωρίας των υπεύθυνων πρέπει να τίθεται και τακτικά ως άμεσο και αδιαπραγμάτευτο, και στρατηγικά ως ένα από τα μέσα ξηλώματος όχι μόνο της αστικής τάξης αλλά και του μηχανισμού της. Πέμπτον, η υπηρέτηση αυτών των στόχων φέρνει το κίνημα σε ευθεία σύγκρουση με την ΕΕ παρά την προσπάθεια ευρωπαϊκών θεσμών να εμφανιστούν με προσωπείο σεβασμού του «κράτους δικαίου». Το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ χωρίς περιστροφές αποτελεί οδηγό.
«Η δυσπιστία, η απόρριψη, η τάση ανατροπής της πολιτικής του κεφαλαίου και της ΕΕ και της κυβέρνησης που την υλοποιεί πρέπει να «κατατεθεί» στους δρόμους του αγώνα.» (ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (30.3.24)