Σταύρος Μαυρουδέας
Η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» έχει υποβαθμίσει και τον ελληνικό καπιταλισμό
Η προδιαγραμμένη κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 – για την οποία ευθύνονται όλα τα τμήματα του σημερινού μετα-συριζαϊκού παλίμψηστου, διαφωνήσαντα και μη – έχει επιβάλλει σιγή ιχθύος στην επίσημη δημόσια συζήτησης σχετικά με τον ρόλο και της επιπτώσεις της ΕΕ στη χώρα μας. Σε αυτή την σιγή συμβάλλουν και οι δυνάμεις του αριστερού κοινοβουλευτικού φάσματος, με το ΚΚΕ να υποβαθμίζει το ζήτημα και να παραπέμπει υποκριτικά την πολιτική αντιμετώπισή του για την μετά την σοσιαλιστική εξουσία εποχή. Αντίστοιχα, οι μετα-συριζαϊκές οργανώσεις (ΜΕΡΑ25, ΛΑΕ κλπ.) όχι μόνο συγκλύπτουν τις ευθύνες τους, αλλά έχουν υποχωρήσει δραματικά στις θέσεις τους σε σχέση με το παρελθόν, αποτασσόμενες την αποδέσμευση από την ΕΕ και ακόμη και από την Ευρωζώνη (που υποτίθεται ότι ήταν η μοναδική μήτρα του κακού) και κλαυθμηρίζουν για μυθοπλαστικές μεταρρυθμίσεις τους.
Όμως, 14 χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής (αλλά και της ευρωπαϊκής) κρίσης, η δέσμευση της χώρας απέναντι στην ΕΕ αποτελεί τον βασικό άμεσο αίτιο της οικονομικής κατάντιας της χώρας. Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση – η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της αστικής τάξης – αντί να αναβαθμίσει τον ελληνικό καπιταλισμό μέσα στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, έχει οδηγήσει στην υποβάθμισή του (παρά τα ψευδεπίγραφα «success stories» που όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις έχουν διασαλπίσει).
Η ένταξη στην Κοινή Αγορά οδήγησε στην εκτεταμένη αποβιομηχάνιση με αδύναμους παραγωγικούς κλάδους (μεσαίας τεχνολογίας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ισχυρής εξάρτησης από εισαγωγές) και ενίσχυση των πιο ευάλωττων από τις διεθνείς αναταράξεις υπηρεσιών (π.χ. τουρισμός). Παράγει επίσης μόνιμα προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς το εμπορικό ισοζύγιο είναι διαχρονικά ελλειματικό, ο δημόσιος δανεισμός είναι εξαρτημένος από τις διεθνείς αγορές και η φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό είναι ενδημική.
Η ένταξη στο ευρώ επιδείνωσε όλα τα προβλήματα στην παραγωγική δομή της χώρας καθώς αφαίρεσε κρίσιμα εργαλεία νομισματικής πολιτικής και ταυτόχρονα περιόρισε καθοριστικά (στο πλαισίου του Μάαστριχτ και των διαδοχικών τροποποιήσεών του) την δημοσιονομική πολιτική. Φυσικά, η βιομηχανική πολιτική καθώς και άλλα εργαλεία οικονομικής πολιτικής είχαν ουσιαστικά πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων ήδη από την ένταξη στην Κοινή Αγορά.
Η αποδέσμευση από την ΕΕ οφείλει να αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πάλης του εργατικού και λαϊκού κινήματος και του κομμουνιστικού μεταβατικού προγράμματος
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008 και η επακόλουθη περιφερειακή κρίση της ευρωζώνης το 2010, αλλά και η κρίση της COVID-19 ,έπληξαν ανεπανόρθωτα τον ελληνικό καπιταλισμό. Χαρακτηριστικά, τo 2024 το ΑΕΠ της χώρας είναι κατά 25% μικρότερο από εκείνο του 2008 (σε σταθερές τιμές του 2010).
Επιπλέον, τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας έχουν πολλαπλασιασθεί. Η παραγωγική βάση εξακολουθεί να συρρικνώνεται (χαρακτηριστική η μετατροπή της εμβληματικής Χαλυβουργικής σε επιχείρηση logistics και το πρόσφατο κλείσιμο της υαλουργίας Γιούλα). Η φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό συνεχίζεται, με ολοένα και περισσότερους ελληνικούς ομίλους να μεταθέτουν έδρα και δραστηριότητες εκτός συνόρων. Την ίδια ώρα, η εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα κατευθύνεται σχεδόν ολοκληρωτικά στον τουρισμό και στο real estate. Ταυτόχρονα, αυξάνει η διείσδυση ξένων πολυεθνικών ομίλων και ο έλεγχος βασικών κλάδων και επιχειρήσεων. Η εκχώρηση του ΟΤΕ στο γερμανικό κεφάλαιο ήταν από τις πρώτες μεγάλες κινήσεις αυτού του τύπου. Από τότε έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι, με πρόσφατα παραδείγματα τον έλεγχο των ναυπηγείων από αμερικανικής αναφοράς κεφάλαια και την αυξανόμενη διείσδυση των Ισραηλινών στην πολεμική βιομηχανία (εκτός του real estate).
Η τραγωδία των Τεμπών δείχνει πως οι επιλογές της ΕΕ για ιδιωτικοποιήσεις, δημιουργία ανταγωνισμού αλλά και παρασκηνιακού μοιράσματος τομέων σε μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις οδήγησε στην κατάπτωση του σιδηροδρομικού δικτύου. Η παράλογη αθλιότητα του διαχωρισμού των υποδομών από τα μεταφορικά μέσα – γνωστή ευρωπαϊκή συνταγή για την υποτιθέμενη αύξηση του ανταγωνισμού – έχει οδηγήσει και στη χώρα μας (αλλά και πανευρωπαϊκά) σε πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα. Το αναγκαίο αίτημα για επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων και λειτουργία τους σύμφωνα με τα συμφέροντα της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας της κοινωνίας (κάτι που ακόμη και το ΚΚΕ υποκριτικά αρνείται) προσκρούει άμεσα στις επιταγές της ΕΕ.
Αλλά και στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας, που έχει άμεσες και οδυνηρές επιπτώσεις στο λαϊκό εισόδημα, είναι οι επιταγές της ΕΕ – σε αρμονία φυσικά με τα εγχώρια ληστρικά καπιταλιστικά συμφέροντα – που έχουν οδηγήσει στην εκτίναξη των τιμών. Η αποσάθρωση της δημόσιας ΔΕΗ, η είσοδος ιδιωτικών ομίλων και, πάνω απ’ όλα, το χρηματιστήριο της ενέργειας (που κάνει τις τιμές ρουλέτα για τους λαϊκούς καταναλωτές και καζίνο για τους καπιταλιστές) είναι δημιουργήματα της ΕΕ. Για να ελεγχθούν και να μειωθούν οι τιμές της ενέργειας είναι αναγκαία η επιστροφή σε ένα ενιαίο δημόσιο σύστημα που να λειτουργεί σύμφωνα με τα συμφέροντα της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας της κοινωνίας. Όμως, αυτό είναι αδύνατον μέσα στα ευρωενωσιακά πλαίσια, καθώς παραβιάζει τους «κανόνες του ανταγωνισμού».
Φυσικά, τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού τα πληρώνουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα. Τα μνημόνια ΕΕ-ΔΝΤ ενίσχυσαν δραματικά αυτή την τάση, ιδιαίτερα στα μισθολογικά και εργασιακά ζητήματα. Ακόμη και το ΙΟΒΕ αναγνωρίζει ότι ο πραγματικός μέσος μισθός (σε σταθερές τιμές του 2022) μειώθηκε την περίοδο 2010-2022 κατά 30%.
Ο πληθωρισμός της τελευταίας περιόδου – που πυροδοτήθηκε σαν πληθωρισμός κερδών («απληστίας») με κυβερνητική συνενοχή – έχει πλήξει καίρια το εργατικό εισόδημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο μέσος ετήσιος μισθός (σε σταθερές τιμές 2022) μειώθηκε από τα 17.220 ευρώ το 2021 σε 16.174 ευρώ το 2022. Δηλαδή χάθηκε περίπου ένας μήνας. Συνολικά, παρά τα κυβερνητικά ψίχουλα της τελευταίας περιόδου, το 2022 η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο μέσο ετήσιο μισθό στην ΕΕ (Statista).
Η ανεργία παραμένει υψηλή ιδιαίτερα στους νέους. Από την προ-μνημονίων εποχή έχουν χαθεί περίπου 300.000 θέσεις εργασίας («brain drain», αλλά και κλασική μετανάστευση). Οι πρόσφατοι κυβερνητικοί διθύραμβοι για μείωσή της είναι εντελώς μυθοπλαστικοί, καθώς αυτή δεν οφείλεται στο ότι αυξήθηκαν οι θέσεις εργασίας αλλά στο ότι μειώθηκε το ενεργό εργατικό δυναμικό (που υπολογίζονται ως όσοι αναζητούν εργασία μέσα σε μία χρονική περίοδο αναφοράς). Η εξαίρεση από το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάποιος δεν θέλει να δουλέψει αλλά, ολοένα περισσότερο, ότι οι εργασίες που βρίσκει «δεν αξίζουν τα λεφτά τους».