Γιώργος Παυλόπουλος
Όλες οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν ότι η αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου, στην οποία οι Αμερικανοί εκλέγουν πρόεδρο, βουλευτές και το ένα τρίτο των γερουσιαστών, θα είναι ένα αμφίρροπο ντέρμπι. Την έκβασή του δεν αποκλείεται να καθορίσει, για μια ακόμη φορά, ένας συσχετισμός στο σώμα των εκλεκτόρων ο οποίος δεν θα ανταποκρίνεται στη λαϊκή ψήφο.
Μπάιντεν vs Τραμπ, μέρος δεύτερο
Εάν δεν μεσολαβήσει κάποια έκπληξη πρώτου μεγέθους, πρέπει να θεωρείται πλέον δεδομένο: Στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου – στις οποίες οι Αμερικανοί θα επιλέξουν επίσης τα 435 μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και τους 34 από τους 100 γερουσιαστές – θα βρεθούν για δεύτερη συνεχόμενη φορά αντίπαλοι ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ. Κι αυτό διότι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι αποφάσισαν να αναθέσουν τις τύχες τους σε δύο πολιτικούς ηλικίας 81 και 77 ετών αντιστοίχως, κάνοντας, έτσι, πολλούς να αναρωτιούνται πώς ένα πολιτικό σύστημα το οποίο έχει αρκετές φορές στο παρελθόν καταφέρει να δημιουργήσει την αίσθηση ανανέωσης στον Λευκό Οίκο – όπως συνέβη πιο πρόσφατα τόσο με τον Μπιλ Κλίντον όσο και, κυρίως, με τον Μπαράκ Ομπάμα (αμφότερους Δημοκρατικούς) – σήμερα μοιάζει να είναι εγκλωβισμένο και αμήχανο.
Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι η ανανέωση στις ιδέες δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκη με την ηλικία των προσώπων που τις εκφράζουν και τις υλοποιούν. Εξάλλου, ο καμβάς της πολιτικής των ΗΠΑ όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, εντός και εκτός συνόρων, ήταν ουσιαστικά ο ίδιος, καθώς καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο το σύστημα και τους πολύπλοκους μηχανισμούς του, παρά από τα πρόσωπα που κάθονταν στο Οβάλ Γραφείο. Ακόμη και σε επίπεδο σημειολογίας, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη σημασία που είχαν και έχουν οι επιλογές των προσώπων, ειδικά σε συγκεκριμένες περιόδους της ιστορίας. Αυτή δε η διαπίστωση, με τη σειρά της, μοιάζει να ενισχύει την εκτίμηση ότι η κρίση που βιώνει η υπερδύναμη είναι πιο βαθιά από ό,τι δείχνει.
Προβάδισμα Τραμπ στις κρίσιμες πολιτείες
Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων διχάζονται αναφορικά με το ποιος έχει το προβάδισμα σε πανεθνικό επίπεδο, καθώς οι διαφορές που διαπιστώνουν ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Ντόναλντ Τραμπ σπανίως υπερβαίνουν τη μία ποσοστιαία μονάδα, σε κάποιες υπέρ του ενός και σε κάποιες υπέρ του άλλου. Κι αυτό σημαίνει, πολύ απλά, ότι κινούνται στα όρια του στατιστικού σφάλματος και όλα μπορούν να ανατραπούν στη διάρκεια των επτάμιση περίπου μηνών που απομένουν μέχρις ότου ανοίξουν οι κάλπες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ορισμένα σημαντικά ποιοτικά χαρακτηριστικά στα οποία συμφωνούν όλες σχεδόν οι έρευνες, από όπου μπορούν να εξαχθούν ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι ότι ο Τραμπ παραμένει όχι απλώς ανταγωνιστικός, αλλά καταφέρνει να διεκδικεί με αξιώσεις τη ρεβάνς, κάτι που συμβαίνει ουσιαστικά για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν διστάζουν να του δώσουν τον τίτλο του φαβορί, επικαλούμενοι το γεγονός ότι στις περισσότερες από τις έξι ή επτά πολιτείες που θεωρούνται «κλειδιά» (όπως Αριζόνα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Πενσιλβάνια, Ουισκόνσιν),καθώς αλλάζουν συχνά «χέρια» περνώντας από τους Δημοκρατικούς στους Ρεπουμπλικάνους και τανάπαλιν, ο τέως πρόεδρος μοιάζει να διατηρεί σημαντικό προβάδισμα, που ειδικά σε κάποιες θεωρείται απίθανο να ανατραπεί.
Πρόκειται για στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό, για δύο τουλάχιστον λόγους: Ο ένας είναι ότι ο Μπάιντεν τις είχε κερδίσει όλες το 2020, έστω και με οριακές διαφορές, διασφαλίζοντας έτσι το σύνολο των εκλεκτόρων τους, ήτοι 77 (σε σύνολο 538). Ο άλλος είναι ότι με βάση το Σύνταγμα και το εκλογικό σύστημα, είναι οι εκλέκτορες αυτοί που αποφασίζουν ποιος ή ποια θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο και όχι η λαϊκή πλειοψηφία–κάτι που συνειδητοποίησαν οι πάντες το 2016, όταν ο Τραμπ έγινε πρόεδρος έχοντας λάβει περίπου 2,5 εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από την τότε αντίπαλό του, Χίλαρι Κλίντον.
Η σημασία των παραπάνω πολλαπλασιάζεται εάν λάβει κανείς υπόψη του τον επεισοδιακό τρόπο με τον οποίο αποχώρησε ο Τραμπ από την προεδρία, με αποκορύφωμα την εισβολή των μαινόμενων οπαδών του στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021, δύο εβδομάδες πριν την ορκωμοσία του Μπάιντεν. Κι αυτό διότι το μεγαλύτερο μέρος της βάσης των Ρεπουμπλικάνων εξακολουθεί να πιστεύει πως η επικράτηση Μπάιντεν ήταν αποτέλεσμα νοθείας και συνωμοσίας, ενώ παραμένει πιστό στον Τραμπ παρά τις αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις σε βάρος του, ακόμη και με την κατηγορία της προδοσίας. Με συνέπεια, ανάμεσα στα άλλα, η ηγεσία του κόμματος να «συνθηκολογήσει» και να δηλώσει υποταγή άνευ όρων στον τέως πρόεδρο.
Το ερώτημα που τίθεται εύλογα, λοιπόν, είναι πού οφείλονται η αντοχή και η επιρροή του Τραμπ.
Το «κλειδί» στην οικονομία
Η γοητεία την οποία ασκούν σε ένα, κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο, τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας οι σκοταδιστικές ιδέες και οι θεωρίες συνωμοσίας (η οποία ασφαλώς έχει εξήγηση), σε συνδυασμό με την επιτυχή μέχρι στιγμής στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ να εμφανίζεται διαρκώς διωκόμενος από το σύστημα και το «βαθύ κράτος», αποτελούν αναμφίβολα μία εξήγηση για την αξιοσημείωτη αντοχή και επιρροή του. Το «μυστικό», ωστόσο, του τέως προέδρου βρίσκεται αλλού: στην οικονομία. Αυτή είναι, εξάλλου, που πρωτίστως καθορίζει και την έκβαση όλων των εκλογικών αναμετρήσεων, μιας και η εικόνα της – περισσότερο από ό,τι η γεωπολιτική παντοδυναμία ή η ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών – είναι άμεσα συνδεδεμένη με το αφήγημα του «αμερικανικού ονείρου».
Η πολιτική των δύο αντιπάλων σε αυτό το μέτωπο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την εξωτερική πολιτική
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η δημοτικότητα του Μπάιντεν παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, με τη βασική αιτία να εντοπίζεται στην οικονομία. Για του λόγου το αληθές, το ποσοστό εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάστασή της ως καλή ή πολύ καλή είναι μικρότερο του 30%, ενώ όσοι εκφράζουν αρνητική άποψη αντιπροσωπεύουν περίπου το 45%. Ταυτόχρονα, ο Τραμπ φέρεται να προηγείται με σημαντικό, ως και διψήφιο ποσοστό του αντιπάλου του στο ερώτημα ποιος θεωρείται καταλληλότερος για να διαχειριστεί την οικονομία.
Σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, βεβαίως, η παραπάνω εικόνα είναι παράδοξη και παραπλανητική καθώς, όπως ισχυρίζονται, οι περισσότεροι δείκτες έχουν επιστρέψει στα προ Covidεπίπεδα, η ανοδική δυναμική μοιάζει να ενισχύεται διαρκώς, ενώ η ανεργία είναι εξίσου χαμηλή. Γι’ αυτό και εκτιμούν πως όσο πλησιάζουν οι εκλογές και τα πράγματα θα πηγαίνουν καλύτερα, είναι πολύ πιθανό να αντιστραφεί και το πολιτικό κλίμα, φυσικά υπέρ του Μπάιντεν. Μόνο που η αλήθεια την οποία επικαλούνται βασίζεται σε κάποιους επιλεκτικούς αριθμούς και όχι στη ζωή. Διότι εκεί, τα δεδομένα είναι αρκετά διαφορετικά.
Καθοριστικός παράγοντας είναι αυτός που έχει να κάνει με τους πραγματικούς μισθούς (την ονομαστική τιμή, μείον τον πληθωρισμό) και το κόστος διαβίωσης για την κοινωνική πλειοψηφία. Μέχρι το τέλος του 2023, τα επίσημα στοιχεία έδειχναν ότι ο μέσος όρος των αποδοχών βρισκόταν σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 2-3% σε σύγκριση με το τέλος της θητείας του Τραμπ, κάπου στα μέσα του 2020, ενώ σήμερα αποτυπώνουν μια οριακή άνοδο, που πλησιάζει το 1%. Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να ικανοποιήσει ή, έστω, να καθησυχάσει τους Αμερικανούς που ανήκουν στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα. Αφενός, επειδή ο πληθωρισμός στα βασικά είδη, που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους, είναι υψηλότερος από τον γενικό και, αφετέρου, διότι τα υψηλά επιτόκια δανεισμού των τραπεζών – που αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά την πανδημία και δεν πρόκειται να έχουν μειωθεί σημαντικά ως τις εκλογές– καθιστούν πολύ ακριβότερη την εξυπηρέτηση των δανείων μιας κοινωνίας (και ενός κράτους) που ζει κατά βάση με δανεικά.
Δεν είναι λίγοι, λοιπόν, εκείνοι που θεωρούν τον Μπάιντεν αποτυχημένο ειδικά γι’ αυτόν τον λόγο. Φτάνουν δε – χωρίς να έχουν άδικο – να αποτιμούν και την εξωτερική του πολιτική, είτε πρόκειται για την Ουκρανία και τη Ρωσία είτε για την Κίνα, υπό το πρίσμα της οικονομίας, με αποτέλεσμα να δίνουν το προβάδισμα στον Τραμπ.
Ας το διατυπώσουμε απλά, όπως ακριβώς το καταλαβαίνουν οι «κανονικοί» άνθρωποι: Στην πρώτη περίπτωση, συνειδητοποιούν πως ο Πούτιν δεν συνιστά σοβαρή οικονομική απειλή για τους ίδιους και τη χώρα τους και ότι το βιοτικό τους επίπεδο μπορεί να πληγεί μόνο εάν συνεχιστεί η οικονομική βοήθεια προς το Κίεβο, που απορροφά κονδύλια τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλους τομείς ή και για αύξηση των μισθών. Έτσι, δεν ερμηνεύουν ως παράλογη τη στάση των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο, οι οποίοι συνεχίζουν να μπλοκάρουν το νέο «πακέτο», ύψους περίπου 60-65 δισ. δολαρίων.
Ο Τραμπ πιστώνεται την πολιτική του «Πρώτα η Αμερική», καθώς και την ιεράρχηση που κάνει απέναντι στις απειλές Ρωσίας και Κίνας
Όσον αφορά στην Κίνα, αντιθέτως, κατανοούν πως ο ανταγωνισμός από εκείνη την πλευρά μπορεί να πλήξει σημαντικά την εγχώρια παραγωγή και την παγκόσμια θέση των ΗΠΑ, άρα τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματά τους και γι’ αυτό στηρίζουν τη σκληρή στάση που τηρεί και ο νυν πρόεδρος απέναντι στο Πεκίνο. Όμως, πιστώνουν στον Τραμπ το γεγονός ότι ήταν αυτός ο οποίος λάνσαρε και έκανε πράξη το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», επιβάλλοντας δασμούς ύψους πολλών δισ. στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα και θέτοντας στο στόχαστρό του πολλές κινεζικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, του αναγνωρίζουν πως υπόσχεται ότι σε περίπτωση που επανεκλεγεί, θα τελειώσει τάχιστα τον πόλεμο στην Ουκρανία για να επικεντρώσει την προσοχή και τις δυνάμεις του στο μέτωπο που θεωρεί πιο σημαντικό και καθοριστικό – αυτό με την Κίνα.
Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι, όπως σημειώνει ανάλυση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στους Financial Times, ότι «οι Αμερικανοί αισθάνονται μεν καλύτερα για την οικονομία, όμως δεν είναι κάτι που πιστώνουν στον Μπάιντεν». «Οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να θεωρήσουν πως η οικονομία αποδίδει καλά εκτός και αν δουν τις επιταγές της μισθοδοσίας τους να αυξάνουν με ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με τους λογαριασμούς τους», σημειώνει άλλη εκτίμηση στην Washington Post.
Το σίγουρο είναι πως αυτό το τελευταίο δεν συμβαίνει για την ώρα. Μπορεί, άραγε, να αλλάξει η εικόνα ως τις εκλογές του Νοεμβρίου;
Η σφαγή στη Γάζα και οι Δημοκρατικοί
Η συνεχιζόμενη σφαγή στη Γάζα ασκεί μια ιδιαίτερη επίδραση στους πολιτικούς συσχετισμούς στις ΗΠΑ, κατά συνέπεια και στις επερχόμενες εκλογές. Η αιτία είναι ότι και σε αυτό το θέμα, ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν μια πιο ξεκάθαρη πολιτική: Στηρίζουν σχεδόν άνευ όρων το Ισραήλ, έχοντας μάλιστα αποδείξει στην πράξη, με τις αποκαλούμενες «Συμφωνίες του Αβραάμ», ότι διαθέτουν τον τρόπο να το κάνουν αποδεκτό, παρά τα όποια εμπόδια, από τα αραβικά καθεστώτα της περιοχής.
Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί είναι διχασμένοι στη βάση τους, καθώς ένα σημαντικό τμήμα της – ειδικά οι νεότεροι – επικρίνουν έντονα τη μέχρι σήμερα στήριξη που παρέχει ο Μπάιντεν στον Νετανιάχου, σε στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Μάλιστα, με την παθητική τους στάση και την αποχή τους από τα προκριματικά, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι του κόμματος έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην πάνε καν στις κάλπες τον Νοέμβριο.
Εδώ βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα που ενδέχεται να θέσουν κάποιοι αναφορικά με την σκλήρυνση της στάσης της Ουάσιγκτον απέναντι στην κυβέρνηση του Ισραήλ, ακόμη και για το φραστικό «άδειασμα» του πρωθυπουργού του εδώ και μερικές εβδομάδες. Διότι είναι η απειλή μιας επώδυνης ήττας τον Νοέμβριο που τους αναγκάζει να δείχνουν ότι «τρίζουν τα δόντια» στο Ισραήλ, ότι αγωνίζονται για να μην γίνει χερσαία εισβολή στη Ράφα, για να συναφθεί μια νέα εκεχειρία και για να μην πεθάνουν από λιμό εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, κυρίως παιδιά, στην πολιορκημένη Λωρίδα της Γάζας, όπου φτάνουν να στήνουν ένα πρόχειρο λιμάνι για να φτάνει η βοήθεια προς εκείνους που πεθαίνουν, τραυματίζονται και μένουν χωρίς στέγη και φαΐ από τις αμερικανικές βόμβες που ρίχνει το Ισραήλ…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (23.03.24)