Χρίστος Κρανάκης
▸Με αστυνομικές επιχειρήσεις σε Ζωγράφου και ΑΠΘ επέλεξε η κυβέρνηση να συνεχίσει την επίθεσή της στα πανεπιστήμια και να συντηρήσει το αφήγημα της «ανομίας».
Αρχικά, ΟΠΚΕ και ΜΑΤ «μπούκαραν» το Σάββατο 16/3 στο χώρο των φοιτητικών εστιών του ΕΚΠΑ, με το πρόσχημα των «τυφλών» επιθέσεων που είχαν πραγματοποιηθεί τις προηγούμενες ημέρες έξω από την πύλη της Πανεπιστημιούπολης. Κατά την επιχείρηση, στο στόχαστρο βρέθηκαν χώροι συλλογικοτήτων και οικότροφοι οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν κατά της αστυνομικής παρουσίας.
Λίγες ώρες μετά, άνδρες των ΜΑΤ εισέβαλαν στο κτήριο της Σχολής Θετικών Επιστημών (ΣΘΕ) στο ΑΠΘ σπάζοντας τζαμαρίες, προπηλακίζοντας δημοσιογράφους και φοιτητές, ενώ τελικά προχώρησαν σε 49 (!) συλλήψεις. Μάλιστα, σε μία κίνηση ξεκάθαρης τρομοκράτησης, κλιμάκιο της αστυνομίας προχώρησε στη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων από μία σχολή που τελεί υπό κατάληψη εδώ και δύο μήνες. Ως πρόσχημα της εισβολής, αυτή τη φορά χρησιμοποιήθηκε η –αποφασισμένη από γενική συνέλευση– δράση επανοικειοποίησης προαύλιου χώρου και το ξήλωμα λαμαρινών. Πλαισιώνοντας επικοινωνιακά τις παραπάνω επιχειρήσεις, τα αστικά ΜΜΕ αλίευσαν το περιβόητο «λαβράκι» περί απόπειρας παραβίασης πυρηνικού αντιδραστήρα εντός του Αριστοτελείου… Μέχρι και η Πρυτανεία του ιδρύματος ξεκαθάρισε πως δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση ατυχήματος.
Πρόκληση Μητσοτάκη με απαίτηση για διαγραφές των «ανυπάκουων» φοιτητών
Το πολιτικό επιστέγασμα του νέου κύκλου επίθεσης κατά του φοιτητικού κινήματος έθεσε ο ίδιος ο Μητσοτάκης σε συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εκεί, παρότι δεν βρήκε να πει κουβέντα για τα πραγματικά προβλήματα του λαού, ανήγαγε τις διαγραφές φοιτητών σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα προκρίνοντας –σαν άλλος Παπαδόπουλος– την παύση της φοιτητικής ιδιότητας σε όσους «προβαίνουν σε παράνομες πράξεις».
Κάποιος μπορεί να προβληματιστεί αναφορικά με το «γιατί» επιλέγει η κυβέρνηση να «τσιγκλήσει» με τέτοιο τρόπο το φοιτητικό κίνημα, λίγες μόλις ημέρες μετά τη ψήφιση του νομοσχεδίου; Αν, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, το «ρήγμα» στην εκπαίδευση κλείνει, τότε γιατί ρισκάρει να το ανοίξει εκ νέου; Οι λόγοι ποικίλλουν και έχουν να κάνουν τόσο με τη δυναμική των πρόσφατων κινητοποιήσεων, όσο και με την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση.
Πρώτον, ο αγώνας διαρκείας φοιτητών και εργαζομένων στην εκπαίδευση έχει μπει για τα καλά στο «μάτι» της κυβέρνησης. Το εκπαιδευτικό κίνημα, το οποίο – παρότι ατόνησε– συνεχίζει τις καταλήψεις για δέκατη εβδομάδα, έχει πλήξει σημαντικά, ίσως για πρώτη φορά, το μεταρρυθμιστικό έργο Μητσοτάκη. Το νομοσχέδιο μπορεί να έχει περάσει τυπικά, αλλά ως «αντίτιμο» η δημόσια εικόνα της κυβέρνησης επλήγη σοβαρά. Οι μεγαλοστομίες περί ψήφισης του νόμου εντός Γενάρη με ευρεία κοινωνική αποδοχή, εν τέλει κατέληξαν σε καθυστερημένη ψήφιση με την πλειονότητα της κοινωνίας να αμφισβητεί την ορθότητα του νόμου. Το κίνημα στην εκπαίδευση άνοιξε την πρώτη σημαντική ρωγμή στην κυβέρνηση και ως εκ τούτου πρέπει να τιμωρηθεί!
Πιστή στο δόγμα ρεβανσισμού, η Νέα Δημοκρατία θέλει να εκδικηθεί εκείνους/ες που έδειξαν πως το 41% δεν μετουσιώνεται γραμμικά σε μία «ήσυχη» κυβερνητική θητεία. Εάν η συνθήκη –μερικής– πολιτικής ανωμαλίας που δημιούργησε το πανεκπαιδευτικό κίνημα δεν ανατραπεί δια της βίας, τότε αφήνεται χώρος σε νέα κοινωνικά κινήματα να αναπτυχθούν. Η κυβέρνηση γνωρίζει πως η «ασυλία» που απολαμβάνει είναι πλαστή και εύθραυστη. Ένα κοινωνικό ξέσπασμα αρκεί για να συμπαρασύρει και να συνενώσει ευρύτερες κοινωνικές ομάδες σε αγωνιστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό κάθε σκίρτημα πρέπει να κατασταλεί σκληρά πριν προλάβει να αποκτήσει μαζικά και συνολικά χαρακτηριστικά.
Οι επεμβάσεις της ΕΛΑΣ δείχνουν πως το κίνημα αποτελεί «βραχνά» για την κυβέρνηση
Δεύτερον, οι επιθετικές κινήσεις στις φοιτητικές καταλήψεις εντάσσονται σε μία ευρύτερη στροφή αυταρχικής θωράκισης του πολιτικού συστήματος. Η τάση προς τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό είναι αναπόσπαστο στοιχείο του σημερινού καπιταλισμού, αλλά αποκτά βαρύνουσα σημασία στις σημερινές συνθήκες. Το κράτος απειλήθηκε από το πανεκπαιδευτικό κίνημα και ο κόσμος από τα «δεξιά» της Νέας Δημοκρατίας είδε την κυβέρνηση να μην μπορεί να αντιδράσει απέναντι στις εκατοντάδες καταλήψεις. Προκειμένου το κράτος να δείξει, προκαταβολικά, ισχύ απέναντι σε κάθε επερχόμενο κίνημα και προκειμένου να «μαζευτούν» οι όποιες απώλειες προς τα δεξιά, η Νέα Δημοκρατία έχει πολιτικό όφελος από την όξυνση της καταστολής (και) στα πανεπιστήμια. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται να σταλεί ένα διττό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση: Οι αγώνες τιμωρούνται – Η Νέα Δημοκρατία θα διασφαλίσει με κάθε τρόπο την κοινωνική ομαλότητα.
Βέβαια, το έργο της ΝΔ δεν προμηνύεται εύκολο. Εντός εορταστικού τριημέρου, εκατό άτομα βρέθηκαν έξω από τη ΣΘΕ για να διαμαρτυρηθούν την ώρα της αστυνομικής επιχείρησης. Ενώ την Καθαρά Δευτέρα 300 αλληλέγγυοι στήθηκαν έξω από τα δικαστήρια και στη συνέχεια –μαζί με τους συλληφθέντες που αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς η δίκη αναβλήθηκε για τις 29 Μαρτίου– προχώρησαν σε πορεία προς τη ΣΘΕ ώστε να συνεχιστεί η κατάληψη. Οι δέκα εβδομάδες αγώνα έχουν προσδώσει στο κίνημα ανώτερα αντικατασταλτικά χαρακτηριστικά.