Από την Τρίτη 26 Μάρτη κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Τόπος το θεατρικό έργο του Βασίλη Τσιράκη Πτέρυγα Α΄ – κελί 71. Γραμμένο σε δύο πράξεις, αναφέρεται στην σχέση ενός γιάπη και ενός μετανάστη στο κελί μιας φυλακής.
Όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο της έκδοσης:
«Ενώ η οικονομική κρίση οξύνεται και τα σύννεφα του πολέμου πλησιάζουν απειλητικά τη χώρα, ένας γιάπης καταδικάζεται μετά από δικαστική πλάνη σε ισόβια. Για να επιβιώσει στη φυλακή αφοσιώνεται στη ζωγραφική την οποία είχε εγκαταλείψει από καιρό.
Στο ίδιο κελί θα βρεθεί σύντομα ένας μετανάστης που έχει επίσης καταδικαστεί σε ισόβια, έχοντας ομολογήσει ένα φόνο που δεν έκανε, ώστε να αθωωθεί ένα προσφυγόπουλο, αλλά και να επιβιώσει ο ίδιος στην ασφάλεια της φυλακής.
Πολύ γρήγορα οι δύο συγκάτοικοι θα πρέπει να πάρουν θέση στο γεγονός της εξέγερσης των κρατούμενων μεταναστών.
Μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν είσαι ασφαλής και μπορείς να είσαι ασφαλής όταν είσαι ελεύθερος;
Υπάρχει ελευθερία χωρίς ρίσκο; Υπάρχει ασφάλεια χωρίς ρουτίνα;
Μπορεί μια φυλακή να γίνει καταφύγιο ελευθερίας;
Και η τέχνη; Πότε απογειώνεται; Σε συνθήκες ασφάλειας ή ελευθερίας;
Και ο έρωτας; Μπορεί να υπάρξει χωρίς ελευθερία;
Μπορεί να υπάρξει έρωτας στην ασφάλεια ενός κελιού φυλακής;»
Ακολουθεί απόσπασμα από το έργο:
Μετανάστης:
Δεν σκότωσα εγώ το αφεντικό μου.
Μεσήλικας:
(ειρωνικά, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει)
Μη μου πεις! Κι εσύ δικαστική πλάνη! Ξέρω… σου φόρτωσαν το φόνο επειδή είσαι σκούρος και αλλόθρησκος. Τι λες βρε παιδί μου….
Μετανάστης:
Τον φόνο τον έκανε ένα προσφυγάκι από την πατρίδα μου. Δούλευε εκεί πριν από μένα και το αφεντικό του χρωστούσε μεροκάματα. Πολλά. Σου λέει, τι θα κάνει το νιάνιαρο. Ώσπου το νιάνιαρο πάνω στον καυγά τον κάρφωσε με το κουζινομάχαιρο.
Ο Μετανάστης σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να περπατά ανήσυχος σαν να ξαναζεί την σκηνή.
Μετανάστης:
Εκείνη τη στιγμή μπήκα εγώ στο μαγαζί. Το προσφυγάκι με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ και το βαλε στα πόδια. Εγώ παραδόξως έμεινα ατάραχος. Που την βρήκα τέτοια ψυχραιμία! Ψυχραιμία ή παραλυσία δεν ξέρω. Πάντως το αφεντικό είχε τελειώσει μια κι έξω. Το μαχαίρι τον είχε βρει στην καρδιά. Πήρα μια καρέκλα και κάθισα απέναντί του. Από το μυαλό μου περνούσαν διάφορα.
Ώσπου μου καρφώθηκε η σκέψη να πάρω τον φόνο πάνω μου. Να σώσω το προσφυγάκι, αλλά και να σωθώ κι εγώ. Έτσι κι αλλιώς βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Χωρίς δουλειά δεν υπήρχε δρόμος μπροστά μου. Ο μόνος δρόμος ήταν βρεθώ στο δρόμο. Σαν το σκυλί. Ζητιάνος. Και μόνο που το σκέφτηκα τρόμαξα. Τότε σηκώθηκα, πήρα το μαχαίρι, το καθάρισα από τα δαχτυλικά αποτυπώματα και έσφιξα τη λαβή του στην παλάμη μου. Μετά κάλεσα την αστυνομία.
Ο Μεσήλικας που στο μεταξύ είχε σταματήσει να ζωγραφίζει, τον κοιτάζει αποσβολωμένος.
Μεσήλικας:
Και μετά.
Μετανάστης:
Τι και μετά. Τα ξέρεις. Δίκη, καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά και να ’μαι στο κελί σου. Στη σύλληψη και στην ανάκριση ήμουν αποχαυνωμένος. Σαν μαστουρωμένος. Αλλά μόλις με προφυλάκισαν -μέχρι να γίνει η δίκη- συνήλθα. Βρήκα τον εαυτό μου. Είχα στέγη, φαγητό, ζέστη και ασφάλεια. Ό,τι μου έλειπε δηλαδή. Αυτές είναι οι ανάγκες μου τώρα. Ούτε άγχος αν θα βρω δουλειά, ούτε βρίσιμο και προσβολές από το αφεντικό, ούτε φόβος μη με καρφώσει κάποιος στην πλάτη επειδή είμαι σκούρος και αλλόθρησκος. Και τώρα είμαι μια χαρά. Τι να την κάνεις την ελευθερία όταν δεν μπορείς να την χαρείς.
Ο Μεσήλικας πάει στον νιπτήρα και του φέρνει ένα ποτήρι νερό.
Μετανάστης:
(χαμογελώντας)
Και τώρα έχω και κάποιον να μου φέρει ένα ποτήρι νερό. Θες να το πιστέψεις θες όχι, πρώτη φορά από τότε που ήρθα στη χώρα σας κάποιος μου φέρνει ένα ποτήρι νερό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (23.3.24)