Γιάννης Ντινιακός [1]
Ο πρόσφατα ψηφισθείς Νόμος 5089/2024 (ΦΕΚ Α’/27/16.02.2024) «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις», με τον οποίο αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της σύναψης γάμου μεταξύ δύο ατόμων ανεξάρτητα από το φύλο τους και το σεξουαλικό προσανατολισμό τους, περιλαμβάνει και διατάξεις σχετικές με την παρένθετη κυοφορία. Ίσως επειδή οι ζωές των γυναικών, τις οποίες αφορούν οι διατάξεις αυτές, «έχουν λιγότερη σημασία», οι τροποποιήσεις του νομικού πλαισίου[2] της παρενθεσίας[3] δεν συζητήθηκαν ευρέως, μολονότι, κατά τη γνώμη μου, συνδέονται με έννοιες κομβικής σημασίας όπως η μητρότητα, η γονεϊκότητα και η οικογένεια.
Μητρότητα, βιολογία και αποφυσικοποίηση
Είναι ευρέως παραδεκτό ότι ο βιολογικός δεσμός της εγκύου γυναίκας με το έμβρυο συνεπάγεται αυτομάτως τη συναισθηματική και ψυχολογική σύνδεσή της με αυτό. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην αντίληψη πως η βιολογία καθορίζει τα πάντα, ενώ, όπως έχει αποδείξει η κοινωνική ανθρωπολογία, οι σημασίες που αποδίδονται, μέσα στην ιστορική πορεία και σε διαφορετικές κοινωνίες, στη «μητέρα», το «μωρό-παιδί» και τους «γονείς» είναι πολλαπλές και διαρκώς μεταβαλλόμενες.
Η βάσιμη αμφισβήτηση της «φυσικότητας» των παραπάνω αποφυσικοποιεί έννοιες όπως είναι ο ψυχολογικός και συναισθηματικός δεσμός όλων των γυναικών με το κυοφορούμενο έμβρυο, το μητρικό ένστικτο, θέτοντας υπό συζήτηση την καθολικότητα της επιθυμίας των γυναικών να γίνουν μητέρες. Αν «βιολογικοποιήσουμε», δε, τη «μητρική αγάπη» και το περίφημο «μητρικό ένστικτο», θα είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την επιθυμία μιας γυναίκας να διακόψει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Οι παραπάνω σκέψεις ούτε απαξιώνουν τη μητρότητα ούτε απαλείφουν τη σημασία που έχει για πολλές γυναίκες. Σχετικοποιεί και αποφυσικοποεί αυτό που κοινωνικά αλλά και από ένα συντηρητικό τμήμα του φεμινιστικού κινήματος θεωρείται αυτονόητο και υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής διερεύνησης[4]. Με άλλα λόγια, πολλές γυναίκες δεν θέλουν να γίνουν μητέρες, δεν υπάρχει κανένα μητρικό ένστικτο ούτε κατ` ανάγκη η γυναίκα που κυοφορεί και γεννάει έχει, οπωσδήποτε, έναν έντονο δεσμό συναισθηματικό και ψυχολογικό με το μωρό. Η αποφυσικοποίηση των παραπάνω δίνει, κατά τη γνώμη, μου, την ελευθερία στις γυναίκες να διαθέτουν το σώμα τους όπως επιθυμούν, χωρίς να νιώθουν κατώτερες λόγω της έλλειψης επιθυμίας τεκνοποιίας.
Γονεϊκότητα και βιολογία
Αν αποδομηθεί ο βασιζόμενος στη βιολογία λόγος για τη μητρότητα, τότε ανοίγεται μπροστά μας ένα πεδίο «αποφυσικοποίησης» και της έννοιας της «γονεϊκότητας». Αν η επιθυμία της μητρότητας δεν υφίσταται λόγω της «ουσίας της γυναικείας φύσης» και, ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες, τότε γιατί και η «γονεϊκότητα» να μην προσδιορίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά; Δεδομένου, κατά τη γνώμη μου, πως η επιθυμία της «γονεϊκότητας» δεν είναι κάτι που κληροδοτείται από τη φύση ή τη «βιολογία» του γυναικείου και του ανδρικού σώματος, αλλά πλάθεται και δημιουργείται, γιατί να μην μπορεί να δημιουργηθεί μια γονεϊκή σχέση μεταξύ παιδιού και ομόφυλων γονέων;
Επίσης, αν η γονεϊκότητα δεν είναι μια απλή λειτουργία της βιολογίας των σωμάτων μας, δεν είναι καθόλου παράλογο ένας άνθρωπος να μην επιθυμεί να γίνει γονέας. Κάνω τούτη την επισήμανση, γιατί, με αφορμή την ψήφιση του παραπάνω νόμου, αρθρώνεται ένας συντηρητικός λόγος, τόσο από ετεροφυλόφιλα όσο και από ομοφυλόφιλα άτομα εστιάζοντας αποκλειστικά στο «δικαίωμα της γονεϊκότητας». Όμως, η θεσμική και νομική αναγνώριση του «ιερού δικαιώματος της μητρότητας ή της πατρότητας» προϋποθέτει τη δυνατότητα χρήσης του σώματος της γυναίκας ως ενός απλού εργαλείου που χρησιμοποιείται για να ικανοποιήσει το περίφημο ιερό «δικαίωμα στη γονεϊκότητα».
Παρενθεσία: ένα ακόμα έμφυλο και ταξικό έγκλημα στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας
Αν αποδεχτούμε την πολιτισμική κατασκευή της γονεϊκότητας μέσα σε μια καπιταλιστική πατριαρχική κοινωνία και αποφυσικοποιήσουμε την έννοιά της, γιατί θα πρέπει να αποδεχτούμε πως είναι «φυσική» η ναρκισσιστική, επί της ουσίας, επιθυμία ενός, κατά βάση, δυτικού μεσοαστικού ετερόφυλου ή ομόφυλου ζευγαριού, με αναπαραγωγικές δυσκολίες, για απογόνους; Με αυτή τη λογική το «δικαίωμα στη γονεϊκότητα» δεν ερείδεται σε κάτι που να το καθιστά υπέρτερο σε σχέση με το δικαίωμα στη ζωή της γυναίκας που «δέχεται» να υποστεί τη βία της παρενθεσίας, μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικών, έμφυλων και φυλετικών καταναγκασμών.
Γιατί θα πρέπει να δεχτούμε την επιθυμία για απογόνους όταν προκειμένου αυτή η επιθυμία να ικανοποιηθεί, πρέπει να ασκηθεί στη γυναίκα η βία της εμφύτευσης ενός γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα της, ενώ, ταυτόχρονα, θα πρέπει η γυναίκα αυτή να υποστεί τη βία ιατρικών «θεραπειών» και της υποβολής της σε διαρκείς ορμονοθεραπείες που είναι υπεύθυνες για τον κλονισμό της υγείας της και το υψηλό ποσοστό εμφάνισης καρκίνου;
Η παρενθεσία είναι μια βίαιη πρακτική που ασκείται στα σώματα φτωχών γυναικών, συνήθως μη δυτικής καταγωγής[5]. Κι είναι βίαιη για έναν ακόμα άλλο λόγο: αποκλείει την ανάπτυξη συναισθηματικών και ψυχικών δεσμών ανάμεσα στη γυναίκα και το έμβρυο που «φιλοξενεί» μέσα στο σώμα της ολόκληρους εννέα μήνες. H παραδοχή ότι η μητρότητα, όπως είπαμε παραπάνω, δεν είναι ο φυσικός και αναγκαστικός δρόμος για την ολοκλήρωση της γυναίκας, δεν σημαίνει πως πάρα πολλές γυναίκες που υφίστανται την πρακτική της παρενθεσίας δεν αναπτύσσουν, κατά τη διάρκεια της κύησης, συναισθήματα τρυφερότητας· γι`αυτό πολλές γυναίκες μετά τον τοκετό αρνούνται να παραδώσουν το μωρό που έθρεψαν και το βοήθησαν να αναπτυχθεί μέσα στο σώμα τους. Η αποκοπή αυτή είναι μια ακόμα πλευρά της άσκησης βίας στη γυναίκα που χρησιμοποιήθηκε για να ικανοποιηθεί το ναρκισσιστικό «δικαίωμα στη μητρότητα ή στην πατρότητα» δυτικών μεσοαστών.
Άλλωστε, όπως αναφέρει η Σύλβια Φεντερίτσι: «στο “Surrogates and Outcast Mothers: Racism and Reproductive Politics in the Nineties“, η Άντζελα Ντέηβις έχει υποστηρίξει ότι η παρένθετη μητρότητα εγγράφεται στις συνεχιζόμενες πρακτικές αναπαραγωγής που επιβλήθηκαν στις αμερικανικές φυτείες σκλάβων, καθώς και σε αυτή την περίπτωση φτωχές γυναίκες έχαναν τα παιδιά τους μόλις γεννιόντουσαν προς όφελος των πλουσίων.».[6] Σε ένα τέτοιο συνεχές πρακτικών χρησιμοποίησης των γυναικών αποκλειστικά για την τεκνοποιία,[7] θα μπορούσε να τοποθετηθεί και η περίπτωση του εθίμου της «σύγκριας» στη Μάνη: αν κάποιος εύπορος Μανιάτης, μέλος ισχυρής οικογένειας, δεν αποκτούσε παιδιά ή αποκτούσε μόνο κορίτσια, είχε το δικαίωμα να εγκαταστήσει στη κατοικία του άλλη γυναίκα προκειμένου να αποκτήσει γιο, ώστε να μη διαταραχθεί η συνέχεια της οικογένειας.
Γονεϊκότητα και μητρότητα/πατρότητα πέραν της παρενθεσίας…
Το να δούμε τη γονεϊκότητα και τη μητρότητα/πατρότητα πέραν της παρενθεσίας είναι καθήκον για τα κινήματα που αντιμάχονται τις ποικίλες καταπιέσεις που σχετίζονται με το φύλο, την τάξη και τη φυλετική καταγωγή. Κατά τη γνώμη μου, είναι λανθασμένο το αίτημα που προβάλλεται, από διάφορες πλευρές, να ποινικοποιηθεί η παρενθεσία. Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας το γεγονός πώς σε όποια περίπτωση ποινικοποιήθηκε η πορνεία, η θέση των σεξεργατριών[8] έγινε πολύ πιο ευάλωτη κι επικίνδυνη και αυξήθηκαν οι δολοφονίες τους. Με παρόμοιο τρόπο, θεωρώ πως τυχόν ποινικοποίηση της παρενθεσίας θα κάνει τη διαδικασία αυτή πιο επικίνδυνη για τη γυναίκα που δέχεται να ενοικιαστεί η μήτρα της.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει συλλογικά να σκεφτούμε τρόπους, οι οποίοι στο σήμερα και όχι σε ένα μακρινό και αόριστο ως προς αυτά τα ζητήματα σοσιαλιστικό αύριο θα συμβάλουν στη μείωση τόσο της «ζήτησης», όσο και της «προσφοράς». Το αίτημα για την κατάργηση της παρενθεσίας όταν προβάλλεται θα πρέπει, οπωσδήποτε, να συνδέεται με την καταπολέμηση της φτώχειας και ειδικότερα της φτώχειας των γυναικών οι οποίες πλήττονται περισσότερο από το φαινόμενο αυτό.
Επίσης, θα πρέπει να προβάλλεται το αίτημα της τεκνοθεσίας και της απλούστευσης του θεσμικού της πλαισίου ώστε να μην είναι μια εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία, που αποτρέπει πολλά ζευγάρια ή άτομα από τη λύση αυτή. Άλλωστε, η τεκνοθεσία είναι ως επιλογή πολύ πιο ριζοσπαστική πρακτική σε σχέση με όλες τις μορφές της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς όλες οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής εξυπηρετούν το ναρκισσισμό των δυτικών, κατά βάση, ζευγαριών, ενισχύοντας ένα ρατσιστικό πρότυπο αναπαραγωγής[9], Σε αυτήν την κατεύθυνση θα συμβάλει ο αποστιγματισμός των ατόμων που δεν έχουν τεκνοποιήσει είτε λόγω επιλογής είτε λόγω αναπαραγωγικών δυσκολιών.
Μια πιο σύντομη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 23-24/3/2024
[1] Τις σκέψεις που διατυπώνω σε αυτό το άρθρο τις διαμόρφωσα, σε μεγάλο βαθμό, διαβάζοντας έργα των ριζοσπαστριών φεμινιστριών Σίλβια Φεντερίτσι και Άντζελα Ντέηβις.
[2] Βλ. Πανάγος Κωνσταντίνος, Παρένθετη μητρότητα. Ελληνικό νομικό καθεστώς και εγκληματολογικές προεκτάσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, β΄ έκδοση, 2023.
Κοτζάμπαση Αθηνά, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.
[3] Δεν χρησιμοποιώ για την παρενθεσία τον όρο «σεξουαλική εργασία», γιατί στην περίπτωση της σεξουαλικής εργασίας παρέχονται σεξουαλικές υπηρεσίες στον/στην πελάτη/πελάτισσα, ενώ στην περίπτωση της παρενθεσίας χρησιμοποιείται η μήτρα της γυναίκας χωρίς να υπάρχει καμία σεξουαλική επαφή.
[4] Για μια εμβριθή κριτική προσέγγιση της πρακτικής της παρενθεσίας βλ. Federici Silvia, «Παρένθετη μητρότητα: δώρο ζωής ή άρνηση μητρότητας;» στο Federici Silvia, Πέρα από τα όρια του σώματος, μτφ. Παπαζήση Στέλλα, πότλατς, 2023, σσ. 89-100.
[5] Το έργο της Άντζελα Ντέηβις, Γυναίκες, Φυλή και Τάξη, (μτφ. Διαμαντοπούλου Πιερέτα) Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1984 (τίτλος πρωτοτύπου: Angela Y. Davis, Women, Race and Class, New York, Random House, 1981) παραμένει ως τις μέρες μας ένα εκπληκτικό έργο στο οποίο η ανάλυση διαπλέκει τις καταπιέσεις που ασκούνται λόγω φύλου, φυλής και τάξης. Σήμερα, με την ορολογία που χρησιμοποιείται, θα θεωρείτο ένα έργο διαθεματικής προσέγγισης.
[6] Federici Silvia, ό. π., σ. 95.
[7] Δασκαλάκης Απόστολος, Ο Θεσμός της Συγκρίας εις την Μάνην, Αθήνα 1974.
[8] Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θέματος της πορνείας, βλ. Paola Tabet, «Τα δόντια της πόρνης. Ανταλλαγή, διαπραγμάτευση, επιλογή στις οικονομικο-σεξουαλικές σχέσεις» στο Γιαννακόπουλος Κώστας (επιμέλεια) Σεξουαλικότητα. Θεωρίες και Πολιτικές της Ανθρωπολογίας, Αλεξάνδρεια, 2006, σσ. 375-400.
[9] Federici Silvia, ό. π., σ. 95.