Γιώργος Τσαντίκος
Ο έλεγχος είναι πλέον διαφορετικός. Οι μισές αλήθειες ή τα ακαταμάχητα ψεύδη είναι πιο ισχυρά από την επιβολή. Η επιβολή μπορεί να γίνει άλλωστε με διαφορετικούς και πιο έξυπνους τρόπους, τους οποίους η εξουσία διαθέτει όλους, ετοιμοπόλεμους.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα. Αν βέβαια έχεις τους πάντες με το μέρος σου, έχεις χρήματα ή είσαι διατεθειμένος να ασκήσεις πρακτικές 50 Cent για να τα κερδίσεις και, γενικώς, είσαι γεννημένος/η στο σωστό σημείο, από τους σωστούς γονείς και κατά προτίμηση, τη σωστή περίοδο. Πριν από την προαγωγή μου σε συνταγματάρχη Προφανή, να εξηγήσω το εξής: μπορεί τα παραπάνω να είναι μια αρκετά απλουστευτική περιγραφή του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά όμως στην Ελλάδα υπάρχει αυτό το κάτι παραπάνω που θα αρμυρίσει σωστά το τελικό πιάτο.
Για παράδειγμα, εδώ και δύο χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις της ελευθερίας του Τύπου. Οι επιτελικοί της ΝΔ απορούν και εξανίστανται από τις ζεστές καρέκλες των ίδιων εκπομπών (ούτε καν μέσων, ένα μέσο έχει θεωρητικά εργαζόμενους/ες και κάτι μπορεί όντως να ξεφύγει), τις οποίες περιγράφουν οι περιώνυμες λίστες, σαν τον Παττακό: «Νο ουάν λεφτ διζ θρι μπιγκ σιτιζ μπικόζ οφ δε μάρσαλ λο», όταν εξηγούσε σε ξένα ΜΜΕ γιατί στην Ελλάδα περνάμε ζάχαρη (#διπλης) και ακόμα και ο στρατιωτικός νόμος είναι ευλογία σε ετούτο τον τόπο που είμαστε ελληνορθόδοξοι από την εποχή των δεινοσαύρων κιόλας.
Μπείτε όμως ένα πρωί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, για παράδειγμα, και ρίξτε μια ματιά στα posts της πρώτης σελίδας. Όντως, υπάρχουν σχεδόν τα πάντα, αλλά πρωτοσέλιδο είναι πάντα (μα πάντα) το αφεντικό: Δεν υπάρχει μέρα χωρίς Κυριάκο Μητσοτάκη, ακόμα και αν πρόκειται για το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Που δηλαδή, σε καιρούς κανονικής αρχισυνταξίας, ακόμα και το πρόγραμμα της άλλης μέρας του ίδιου του Θεού, που λέει ο λόγος, δεν αποτελούσε είδηση πριν καν παράγει ειδήσεις.
Ή, επίσης, το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο της χώρας δεν χάνει ανάρτηση του Άκη Σκέρτσου, ακόμα και αν ο προεξάρχων των πρώην σημιτικών, νυν μητσοτακικών επιτελών, επιχειρεί να εξηγήσει ξανά την ύπαρξη του κόσμου. Λένε τα στοιχεία της «Εργάνης» ότι ένας στους τρεις εργαζόμενους παίρνει κάτω από 800 ευρώ; Θα βγει ο Άκης στο ΑΠΕ και θα εξηγήσει ότι αυτό σημαίνει πως «περισσότεροι παίρνουν περισσότερα».
H αλήθεια σε μικρότερο νούμερο από αυτό που φοράει η πραγματικότητα δεν είναι όμως κρατικό προνόμιο. Εδώ και 20 περίπου μέρες, ενώ η ακρίβεια είναι πάλι στα πάνω της, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό, η επωδός είναι μόνιμη: «Πάμε για την τέταρτη αύξηση κατώτατου μισθού» από το 2019, ενώ ο υπουργός-υπεργολάβος Κωστής Χατζηδάκης ισχυρίζεται ότι μέσα στον Μάρτιο ο κατώτατος μισθός θα είναι πάνω από 800 ευρώ. Στο μεταξύ, ο κατώτατος είναι 673 ευρώ στο χέρι. Ο υπουργός Οικονομίας απαγγέλλει δηλαδή νούμερα, όπως παλιά τα μαγαζιά αναγράφανε τις τιμές χωρίς ΦΠΑ, για να φαίνονται μικρότερες.
Αρκεί να κοιτάξεις συγκαταβατικά τον φακό και να πεις: «προσπαθούμε, αλλά οι Χούθι είναι αμείλικτοι με
την ελληνική φέτα»
Είναι τέτοια η κατάσταση που μέχρι και ο Άδωνης Γεωργιάδης έχει περιορίσει τα ancient statistics που χρησιμοποιεί συνήθως για να πείσει ότι το σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα δεν κοστίζει περισσότερο από αυτό στη Γερμανία. Τώρα, αρκεί να κοιτάξεις συγκαταβατικά τον φακό και να πεις «προσπαθούμε, αλλά οι Χούθι είναι αμείλικτοι με την ελληνική φέτα», και ενδέχεται σοβαρά να μην σου πει κάποιος από τους τηλεοπτικούς σου οικοδεσπότες «μήπως αισθάνεστε εμπύρετος; Να σας φέρουμε μια παρακεταμόλη και λίγο νερό;»
Ο έλεγχος είναι πλέον διαφορετικός. Οι μισές αλήθειες ή τα ακαταμάχητα ψεύδη είναι πιο ισχυρά από την επιβολή. Η επιβολή μπορεί να γίνει άλλωστε με
διαφορετικούς και πιο έξυπνους τρόπους, τους οποίους η εξουσία διαθέτει όλους, ετοιμοπόλεμους.
Αυτά, επιγραμματικά, είναι μια τρομερή διάσταση για το συμβαίνει σήμερα στην ενημέρωση, στην Ελλάδα. Ίσως όμως το πιο ανησυχητικό να μην είναι οι χαμηλές καταγραφές σε λίστες και τα ψηφίσματα, παρότι αποτυπώνουν μια πραγματικότητα, αλλά αυτό που μοιάζει να είναι ένας πιο μεσοπρόθεσμος στόχος: όλο και μικρότερο ενδιαφέρον γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, όλο και μεγαλύτερη απόσταση, όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη, όλο και μεγαλύτερη «αποστράτευση» από τα πάντα — από το ενδιαφέρον γι’ αυτό που γίνεται, μέχρι τη διάθεση να παρέμβεις και να το αλλάξεις.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.2.24)