Γιώργος Παυλόπουλος
Από τις πολιτικές αναμετρήσεις του 2024 –τουλάχιστον αυτές που είναι από τώρα γνωστές– αναμφίβολα ξεχωρίζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν προγραμματιστεί για τις 5 Νοεμβρίου. Κι αυτό όχι διότι οι εκλογές για την Ευρωβουλή, τον ερχόμενο Ιούνιο, δεν αποτελούν μια σημαντική μάχη –το ακριβώς αντίθετο– αλλά επειδή οι εξουσίες που έχει στα χέρια του ο εκάστοτε ένοικος του Λευκού Οίκου υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνες των ευρωβουλευτών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι έως και σχετικά πρόσφατα οι πρόεδροι των ΗΠΑ χαρακτηρίζονταν «πλανητάρχες», καθώς η ύπαρξη μιας και μόνο υπερδύναμης τους έδινε τη δυνατότητα να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις τύχες όλου του πλανήτη.
Τα δεδομένα και οι ισορροπίες, φυσικά, έχουν αλλάξει με την όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα παραδοσιακά και πιο σύγχρονα καπιταλιστικά κέντρα, κυρίως δε την Κίνα. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία των εκλογών στην άλλη άκρη του Ατλαντικού δεν παύει να είναι μεγάλη, για όλους. Όχι επειδή δήθεν θα συγκρουστούν για δεύτερη φορά οι δυνάμεις του «σκότους» και του «φωτός», του «ακροδεξιού λαϊκισμού» και της «δημοκρατίας» –που σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν αυτή την ανιστόρητη θεωρία εκφράζονται στα πρόσωπα του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν αντιστοίχως– αλλά εξαιτίας της σύγκρουσης δύο διακριτών γραμμών για την κατεύθυνση που θα πάρει η πάλαι ποτέ μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη τις επόμενες δεκαετίες — και μαζί της όλο το στρατόπεδο της Δύσης και των συμμάχων της.
Εάν κατανοήσουμε έτσι την επικείμενη αναμέτρηση, τότε θα διαπιστώσουμε πως η αστική τάξη των ΗΠΑ δεν έχει κάνει ακόμη την οριστική της επιλογή. Δεν έχει αποφασίσει, με άλλα λόγια, εάν θα συναινέσει σε μια αναδιανομή των εξουσιών σε παγκόσμιο επίπεδο, εκχωρώντας μερίδιο αυτών που διαθέτει ή, αντιθέτως, εάν θα επιλέξει να μετατρέψει τον κόσμο σε «Κούγκι», ξεκινώντας από τα έτσι κι αλλιώς πιο εύφλεκτα σημεία του: την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή, την Ταϊβάν και την Χερσόνησο της Κορέας.
Η αλήθεια είναι πως σε επίπεδο κορυφών, ο Μπάιντεν μοιάζει να έχει σαφές προβάδισμα, εκπροσωπώντας την πιο επιθετική γραμμή, έστω κι αν αυτή προκαλεί ρήγματα στη βάση του (όπως με το Παλαιστινιακό). Στην κοινωνία, αντιθέτως, η οποία συνειδητοποιεί (συχνά με στρεβλό και αντιδραστικό τρόπο) τους κινδύνους που κρύβει μια τέτοια γραμμή –και για την οικονομία– ο Τραμπ τείνει να αποκτήσει τον πρώτο λόγο, όντας πιο ξεκάθαρος και στέλνοντας το μήνυμα ότι «εχθρός είναι μόνο η Κίνα». Το αποτέλεσμα των εκλογών θα ξεδιαλύνει κάπως το τοπίο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (5.1.24)