Κώστας Μαγκλάρας*
▸Η νομοθετική εξουσία τα τελευταία χρόνια, λειτουργεί προοδευτικά όλο και περισσότερο, καθαρά με όρους «πολέμου κορεσμού».
Μέσα στον ορυμαγδό νομοθετικών εξελίξεων και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στην πολιτική, κοινωνική και υλική ζωή του λαού, έρχονται και οι επικείμενες νέες αλλαγές στην ποινική νομοθεσία, που πρόκειται να αποτελέσουν μια ιστορική, εφ’ όλης της ύλης, σκληρά ταξική και αντιεπιστημονική οπισθοδρόμηση.
Εκ προοιμίου, η ποινική νομοθεσία έχει ένα ιδιαίτερο κοινωνικοπολιτικό εκτόπισμα, καθώς συμπυκνώνει ένα σύνολο αξιακών κρίσεων για όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής –πάντοτε στη δοσμένη ταξική βάση: από την φύση του εγκλήματος ως έννοια, μέχρι την μεταχείριση του παραβάτη, γενικά και ειδικά. Χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων για να επικρατήσει στην Ελλάδα ένα «φιλελεύθερο» μοντέλο του ποινικού δικαίου, το οποίο να αντιμετωπίζει –έστω τυπικά– το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο απότοκο ευρύτερων κοινωνικών παθογενειών, τον δράστη ως υποκείμενο προς επανένταξη και όχι ως «καμένο χαρτί», την στέρηση της ελευθερίας ως μέθοδο σωφρονισμού και όχι απομόνωσης, με κεντρικό πυλώνα του το τεκμήριο αθωότητας. Το μοντέλο αυτό έρχονται να συντρίψουν οι επερχόμενες αλλαγές, σε συνέχεια των πέντε προηγούμενων παρεμβάσεων που έχει καταφέρει η ΝΔ από το 2019, αξιοποιώντας την σχετική παρακαταθήκη που είχε αφήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι επικείμενες αλλαγές αποτελούν μια καταφανώς άχαρη προσπάθεια μετατροπής της ποινικής δικαιοσύνης σε επικοινωνιακό εργαλείο που δήθεν αφουγκράζεται την κοινωνική επιθυμία για περισσότερες, μεγαλύτερες και σκληρότερες ποινές, ασχέτως του ότι στις πιο μεγαλειώδεις εκφράσεις του το συγκεκριμένο αντανακλαστικό «στοχεύει» στις συστημικές ευθύνες, όπως στην δολοφονία Ζακ Κωστόπουλου, τις εκατοντάδες περιπτώσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας και κυρίως, το έγκλημα στα Τέμπη. Έτσι, οι συγκεκριμένες περιπτώσεις ατιμωρησίας, έρχονται να αποτελέσουν την αφορμή για την οριζόντια επιβολή σκληρότερων ποινών, αντικαθιστώντας την θεμελιώδη στο ποινικό δίκαιο αρχής της ατομικής ευθύνης του δράστη, με την συλλογική ευθύνη της κοινωνίας για την εγκληματικότητα, γενικά. Στην πράξη αυτό σημαίνει: περισσότερες και χαμηλότερης ποιότητας ποινικές δίκες, περισσότερη φυλακή για περισσότερους, πιο ταξική ποινική δικαιοσύνη, γεμάτη αοριστίες.
Περισσότερες και χαμηλότερης ποιότητας ποινικές δίκες
Το κεντρικό δόγμα των επικείμενων αλλαγών περί μαζικότερων και αυστηρότερων ποινών, απαιτεί πρωτίστως περισσότερες ποινικές δίκες, οι οποίες παρουσιάζονται ως «αναγκαίο κακό», στην δήθεν επίλυση του πάγιου προβλήματος της καθυστέρησης της απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
Μία από τις βασικές αλλαγές που εισάγονται με το νέο νομοσχέδιο είναι η αντικατάσταση, πλέον σχεδόν καθολικά, της ενδιάμεσης διαδικασίας των Δικαστικών Συμβουλίων με την απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Επιλέγεται κατά αυτό τον τρόπο η «fast track» παραπομπή σε δίκη με πρόταση του Εισαγγελέα, αντί της προϋφιστάμενης διαδικασίας, κατά την οποία ελεγχόταν, μεταξύ άλλων, η προσφορότητα της παραπομπής σε δίκη, αλλά και η πληρότητα του αποδεικτικού υλικού στην σχηματισθείσα δικογραφία, γεγονός που ως επί το πλείστον λειτουργούσε καταλυτικά στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Για την διαφορά μεταξύ Συμβουλίου και απευθείας κλήσης, ενδεικτικά αναφέρεται ότι με βάση στοιχεία των ετών 2019-2020 για το Πρωτοδικείο Αθηνών, λιγότερο από το 50% των βουλευμάτων του Συμβουλίου Πρωτοδικών παρέπεμπε σε δίκη, ενώ ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Εφετών διαφώνησε μονάχα τρεις φορές καθένα από τα δύο αυτά έτη, με την εισαγγελική πρόταση για απευθείας κλήση στο ακροατήριο, σε ποσοστό 0,19% και 0,18%, αντίστοιχα.
Επίσης κομβική αλλαγή, αποτελεί η κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και η ευρύτερη τάση προς συρρίκνωση των δικαστικών συνθέσεων με διαρκή ενίσχυση των Μονομελών Δικαστηρίων. Κατ’ αυτό τον τρόπο καταργείται, πέρα από την προφανή «ποιότητα» που συνεπάγεται η εκδίκαση της υπόθεσης από πολυπληθέστερο όργανο, και η αρχή της εκδίκασης της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό από δικαστήριο ανώτερο ιεραρχικά και –τουλάχιστον–ισομελούς σύνθεσης, αφού πλέον οι εφέσεις κατά αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου θα εκδικάζονται επίσης από Τριμελές Εφετείο. Εισάγεται όμως και το απίστευτο, να εκδικάζονται εφέσεις από ολιγομελέστερο όργανο σε σχέση με τον πρώτο βαθμό, καθώς πλέον το Μονομελές Εφετείο θα εκδικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Σημειώνεται, δε, ότι σε αντίθεση με την κεντρική αρχή της προφορικότητας στην ποινική δίκη, εισάγεται η απαλλαγή των αστυνομικών να παρίστανται στο ακροατήριο για να καταθέσουν –και να ελεγχθούν- ως μάρτυρες, παρέχοντας πλέον την δυνατότητα να διαβάζονται μόνο οι (τυποποιημένες και παγίως με τεράστιες αντιφάσεις) καταθέσεις τους. Είναι πασιφανής ο κίνδυνος για τον κατηγορούμενο, ο οποίος καταλείπεται έκθετος στην κρίση –και αυθαιρεσία–, προοδευτικά μικρότερων συνθέσεων ή ακόμη και ενός μόνο δικαστή.
Περισσότερη φυλακή, για περισσότερους
Κυρίαρχος πυλώνας των επερχόμενων αλλαγών είναι η φυλακή, με κάθε τρόπο. Η έκδηλη έκθεση σε αυθαιρεσία ξεκινά ήδη πριν από το δικαστήριο, όπου ο εισαγγελέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γραπτής αιτιολόγησης για την προφυλάκιση του κατηγορουμένου, ενώ επίσης απαλλάσσεται από την υποχρέωση γραπτής γνώμης για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησής του.
Σε ό,τι αφορά τις επαπειλούμενες ποινές και, κυρίως, το κομβικό ζήτημα της πραγματικής έκτισης της ποινής, το νέο νομοσχέδιο είναι πραγματικά, οδοστρωτήρας. Σε ό,τι αφορά την πραγματική έκτιση της ποινής, η αναστολή μετατρέπεται από κανόνα σε εξαίρεση, αφού πλέον θα χορηγείται μόνο για ποινές φυλάκισης έως ένα έτος (αντί 3), όταν οι αμετάκλητες προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν το ένα έτος, ενώ θα ανακαλείται για καταδίκη μεγαλύτερη του ενός έτους (επίσης, αντί 3). Οι φυλακές, κατ’ αυτό τον τρόπο ανοίγουν διάπλατα, καθώς για επιβληθείσες ποινές έως δύο έτη θα προβλέπεται, πέρα από την έκτιση με εναλλακτικούς τρόπους κοινωφελούς εργασίας ή την μετατροπή σε χρήμα, και δυνατότητα επιβολής έκτισης μέρους της ποινής, αντί της μετατροπής. Για καταδίκη σε ποινή 2-3 ετών, προβλέπεται πραγματική έκτιση μέρους της ποινής, έως έξι μήνες, ενώ σε κάθε περίπτωση, για ποινές άνω των τριών ετών, θα προβλέπεται υποχρεωτικά έκτιση της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα.
Τέλος, τομή αποτελούν και οι αλλαγές που αφορούν την υφ’ όρον απόλυση (μετά την έκτιση μέρους της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα), η οποία από κανόνας υπό το ισχύον καθεστώς, μετατρέπεται σε εξαίρεση, απαιτώντας σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερο διάστημα πραγματικής έκτισης. Ωστόσο, η σημαντικότερη αλλαγή στην συγκεκριμένη θεματική, αφορά την σκόπιμη παρείσφρηση καθαρών ιδεολογικών κριτηρίων, αφού, ακόμα και αν έχει συμπληρωθεί ο ελάχιστος χρόνος κράτησης, η υφ’ όρον απόλυση θα χορηγείται από το δικαστικό συμβούλιο, όχι κατά κανόνα, αλλά «κατόπιν στάθμισης της επικινδυνότητας του εγκλήματος και των ατομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών του δράστη», με ό,τι αυτό προδήλως συνεπάγεται.
Πιο ταξική ποινική δικαιοσύνη, γεμάτη αοριστίες
Με ένα σύνολο διατάξεων αίρεται και ο φαινομενικά ουδέτερος ταξικά χαρακτήρας της ποινικής δικαιοσύνης, εισάγοντας ένα θεσμικό πλαίσιο, κυριολεκτικά ασφυκτικό για τον πληττόμενο λαό. Ενδεικτικά αναφέρονται η αύξηση των προβλεπόμενων παραβόλων (λ.χ. το παράβολο για την μήνυση ορίζεται στα 100 ευρώ, ενώ για την προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στα 350 ευρώ, από 250) και των δικαστικών εξόδων που ως επί το πλείστον υπερδιπλασιάζονται (λ.χ., για απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου τα έξοδα ανεβαίνουν από τα 600 στα 1.500 ευρώ). Σε αντίστοιχη λογική, η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική, καθίσταται καταφανώς ταξικό προνόμιο με την αύξηση του κατώτατου ημερήσιου ορίου από τα 5 στα 10 ευρώ.
Τέλος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αλλαγή που μάλιστα συσχετίζεται με τα προαναφερθέντα για την υφ’ όρον απόλυση, αποτελεί η επαναφορά του «έντιμου» αντί στη θέση του «σύννομου βίου», που είχε καθιερώσει ο νέος Π.Κ. (ν. 4619/2019), επαναφέροντας με αυτό τον τρόπο στο ποινικό σύστημα μια αόριστη ηθική έννοια, η οποία θα ερμηνεύεται ελεύθερα και αυθαίρετα από την –συχνά μονομελή– σύνθεση του δικαστηρίου.
Εν κατακλείδι
Αν κάτι αποκρυσταλλώνουν οι επικείμενες αλλαγές στην ποινική νομοθεσία, αυτό είναι το πάγιο φιλελεύθερο αφήγημα περί εγωιστικής, κακής, δυνάμει αντικοινωνικής «φύσης» του ανθρώπου. Σε αυτή τη βάση και με μια γραμμική μεθοδολογία που επιχειρεί να αποκρύψει την κοινωνική διάσταση, τόσο της γένεσης του εγκλήματος όσο και της αντιμετώπισης του, η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει τις νέες αλλαγές, εισάγοντας ένα νέο νομικοπολιτικό δόγμα που εν πολλοίς συμπυκνώνεται στη φράση «περισσότερες και πιο κακές ποινές, για τους κακούς ανθρώπους», που μάλλον αντιστοιχεί περισσότερο στην αντίληψη ενός μικρού παιδιού, παρά σε νομοπαρασκευαστική επιτροπή που φιλοδοξεί να αναμορφώσει την ποινική νομοθεσία. Ωστόσο, οι επικείμενες αλλαγές οικοδομούν μεθοδικά μια νέα πραγματικότητα σκληρών ταξικών – ιδεολογικών φραγμών, με διάχυτη θεσμοθετημένη αυθαιρεσία των δικαιοδοτικών μηχανισμών, η οποία θα πρέπει να βρει απέναντί της όλο τον μαχόμενο λαό και να ηττηθεί, ήδη από το σπάργανα της. Πριν να είναι αργά…
*Δικηγόρος, μέλος του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων