Κώστας Τριχιάς
Φάκελος 100 χρόνια από τον θάνατο του Λένιν
Τα πρώτα βήματα
Στις 10 Απριλίου 1870 γεννιέται μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του κομμουνιστικού κινήματος και ηγέτης της πιο επιδραστικής εργατικής επανάστασης, ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, στο Σιμπίρσκ (νυν Ουλιάνοφσκ), μία πόλη 893 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Η εκτέλεση του μεγαλύτερου αδερφού του από το τσαρικό καθεστώς λόγω της συμμετοχής του στους Ναρόντνικους (συνωμοτική οργάνωση της εποχής) σημάδεψε την ενηλικίωση του. Το φθινόπωρο του 1887 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Καζάν όπου προσχώρησε σ’ ένα μαρξιστικό κύκλο, αλλά σύντομα αποβλήθηκε λόγω συμμετοχής του στο φοιτητικό κίνημα. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του άρχισε να δικηγορεί στην Πετρούπολη, όπου συμμετείχε στη συνένωση όλων των μαρξιστικών εργατικών κύκλων της Πετρούπολης, σε επαναστατική πολιτική οργάνωση, την «Ένωση Αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης» το 1895, που για πρώτη φορά στη Ρωσία, επιχείρησε τη συνένωση των σοσιαλιστικών ιδεών με το εργατικό κίνημα.
Με έκδοση προπαγανδιστικού υλικού επιχειρούσε να αποκαλύψει αμιγώς εργατικά θέματα, ευρύτερα δημοκρατικά ζητήματα και κυρίως να στοχεύσει στην υπαιτιότητα του καπιταλισμού. Παράλληλα ολοκλήρωσε το πρώτο του σημαντικό έργο: Τι είναι οι «φίλοι του λαού» και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες, όπου ανέδειξε τις αντιφάσεις του ρεύματος των ναρόντνικων, δηλαδή την εξιδανίκευση της ρωσικής αγροτικής κοινότητας (obshchina ή mir) και την επιμονή στην ατομική τρομοκρατία. Σύντομα, εξορίστηκε στη Σιβηρία όπου το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε με μελέτη αλλά και πρακτική βοήθεια προς την Ένωση Αγώνα γράφοντας μπροσούρες και προκηρύξεις. Τότε πήρε και το ψευδώνυμο «Λένιν» πιθανόν από τον ποταμό Λένα. Καρπός της εποχής εκείνης είναι το έργο του Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, όπου αναλύει την ταξική διάρθρωση της ρωσικής κοινωνίας και αναδεικνύει τη δυνατότητα της μικρής, αλλά συγκεντρωμένης εργατικής τάξης, να ηγηθεί της επανάστασης παρασύροντας μαζί της και τους αγρότες.
Τον Μάρτη του 1898, συνήλθε στο Μινσκ το ιδρυτικό Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Ο Λένιν βρίσκεται στην εξορία, αλλά συμμετέχει ενεργά ακόμη και απ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Το 1900 μεταβαίνει στην Ελβετία για να συναντήσει την εξόριστη ομάδα «Απελευθέρωση της εργασίας» (Πλεχάνοφ, Ζασούλιτς, Αξελρόντ κ.α.) και στο τέλος του ίδιου έτους εμφανίζεται το πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ίσκρα (Σπίθα). Η έννοια της εφημερίδας ως οργάνου της κομματικής ηγεσίας ήταν κεντρική στην σκέψη του Λένιν, επιδιώκοντας την ανάπτυξη της επαναστατικής προπαγάνδας, την μαρξιστική ερμηνεία της εποχής και κυρίως την ενοποίηση της πολιτικής συζήτησης και της δράσης του σοσιαλδημοκρατικού (κομμουνιστικού) κινήματος σε ένα ενιαίο πανεθνικό πολιτικό σχέδιο.
Το 1903 διεξάγεται το δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, το οποίο σημαδεύτηκε από την αντιπαράθεση μπολσεβίκων (υπό την ηγεσία του Λένιν) και μενσεβίκων (υπό την ηγεσία του Μαρτόφ) κυρίως γύρω από το ζήτημα της υποχρέωσης του μέλους του κόμματος να ανήκει σε μία από τις οργανώσεις του. Το συνέδριο ολοκληρώθηκε με την διάσπαση ανάμεσα στα δύο ρεύματα, και εγκαινίασε μια μεγάλη περίοδο σφοδρής αντιπαράθεσης γύρω από τα μεγάλα ζητήματα του μαρξιστικού κινήματος (σχέση οικονομικού-πολιτικού αγώνα, χαρακτήρας του πολέμου, ρόλος του κόμματος κ.α.) παρά τις επιμέρους συγκλίσεις ή την συχνά ρευστή οργανωτική σχέση (π.χ. Ο Πλεχάνοφ αν και αρχικά ήταν με τους μπολσεβίκους στην συνέχεια εντάχθηκε στους μενσεβίκους και μάλιστα ήταν σφοδρός πολέμιος της Οκτωβριανής Επανάστασης ενώ ο Τρότσκι είχε την αντίθετη πορεία).
Η συνεισφορά του Λένιν σε αυτή την αντιπαράθεση ήταν κορυφαία. Μέσα απ’ αυτή και κυρίως μέσα από την πρακτική του συμβολή στα καθήκοντα της επανάστασης στη Ρωσία συνέβαλλε καθοριστικά στη δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού και στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Το έργο του ήταν ιδιαίτερα πλούσιο και πολύμορφο και μπορούσε να εκτείνεται από τα πεδία της φιλοσοφίας όπως για παράδειγμα το έργο Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός (1908) που γράφτηκε για να υπερασπιστεί την επικαιρότητα του διαλεκτικού υλισμού απέναντι στο ανερχόμενο ρεύμα του εμπειριοκριτικισμού (Μπογκντάνοφ κ.α.), μέχρι τα πεδία της πολιτικής οικονομίας με το εμβληματικό του έργο για τον ιμπεριαλισμό το 1916 (νεότατο και όχι ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού κατά τον ίδιο) που αποτελεί μέχρι και σήμερα κορυφαία συνεισφορά για την ανάγκη επιστημονικής μελέτης του καπιταλισμού, και φυσικά στα πιο αμιγώς πολιτικά του έργα (Τι να κάνουμε, Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας… κ.α.) όπου έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής.
Ο Λένιν άλλαζε και προσάρμοζε συνεχώς τη σκέψη του, μένοντας όμως πάντα σταθερός στο επαναστατικό πολιτικό σχέδιο που είχε στο μυαλό του. Για παράδειγμα ο Λένιν του 1902 και 1903 ήταν αποφασισμένος οπαδός της «κλειστής» οργάνωσης. Ο Λένιν μετά την εξέγερση του 1905 απαιτούσε να ανοίξει διάπλατα η οργάνωση στους νέους αγωνιστές, στον κόσμο που είχε συγχυσμένες ιδέες, αλλά έψαχνε τρόπο να γίνει χρήσιμος στην επανάσταση. Το κοινό νήμα στην σκέψη του και στις δύο περιπτώσεις ήταν η αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος, δηλαδή του καθοδηγητικού-υποβοηθητικού μοχλού της σχέσης μάζες-επανάσταση· αυτό που άλλαζε ήταν η μορφή του.
Ο Λένιν όμως πάνω από όλα ήταν ένα «πολιτικό ον», και γι’ αυτό εξέταζε όλα τα ζητήματα υπό το πρίσμα του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης. Η επικαιρότητα, η δυνατότητα και η ανάγκη της επανάστασης ήταν το κεντρικό καθοδηγητικό νήμα της σκέψης και της πράξης του. Σύμφωνα με τον Κ. Ράντεκ, «[…] ο Λένιν μπήκε στο κίνημα ως η ενσάρκωση της θέλησης για επανάσταση […]». Στη μέχρι τότε λογική της Β΄ Διεθνούς η επανάσταση έπαιρνε όλο και περισσότερο την έννοια ενός τελικού σκοπού, του οποίου η λύση μπορεί να εναποτεθεί στο μέλλον (ή και να παρακαμφθεί σύμφωνα με τον Μπερνστάιν). Αντίθετα για τον Λένιν η επανάσταση και το ζήτημα της εξουσίας γίνεται η Λυδία λίθος της σκέψης του.
Η επικαιρότητα, η δυνατότητα και η ανάγκη της επανάστασης ήταν το κεντρικό καθοδηγητικό νήμα της σκέψης και της πράξης του
Οι εξελίξεις επιταχύνονται με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ο εμποτισμός των σοσιαλδημοκρατών από τον μεταρρυθμιστικό δρόμο ήταν τόσο βαθύς, όπου οδήγησε στην ταύτιση τους με το αστικό κράτος, στην ψήφιση των πολεμικών προετοιμασιών και στην τήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Η στάση αυτή της Β’ Διεθνούς στην ουσία διασπούσε την εργατική τάξη οριζόντια. Ωθούσε την εργατική τάξη της μιας χώρας να πολεμήσει ενάντια στις εργατικές τάξεις άλλων χωρών. Η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς με καθοριστικό τον ρόλο του Λένιν μετέτρεψε το οριζόντιο αυτό σχίσμα σε κάθετο, τέμνοντας την εργατική τάξη όχι κατά χώρα πλέον, αλλά σε επαναστατική και ρεφορμιστική. Η ενότητα σε οπορτουνιστική βάση καταστράφηκε, για να κατακτηθεί η προλεταριακή ενότητα «σε ένα ανώτερο επίπεδο». Η τακτική αυτή εξέφραζε την ανάγκη αυτοτελούς έκφρασης των στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, σε ρήξη με τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό με τον οποίο παραδοσιακά συνυπήρχε, αξιοποιώντας έναν πλούτο εργαλείων (π.χ. προσωρινή συμμαχία με το ταλαντευόμενο καουτσκικό κέντρο στη διεθνή του Τσίμερβαλντ.)
Η φρικιαστική πορεία του πολέμου υπέσκαπτε τις συνθήκες που είχαν επιτρέψει στο εργατικό κίνημα να λειτουργεί κάτω από την ομπρέλα της «δικής του αστικής τάξης». Η πείνα, η εξουθένωση, οι επιστρατεύσεις, το παράλογο του πολέμου γίνονται το υλικό πάνω στο οποίο μπόρεσε να ανθήσει η Οκτωβριανή επανάσταση, όπου το σύνθημα των μπολσεβίκων για ήττα της «δικιάς μας» ιμπεριαλιστικής πατρίδας αποτέλεσε το απαραίτητο νεύρο της επαναστατικής διαδικασίας. Με τις Θέσεις του Απρίλη (1917), ο Λένιν ξεπερνάει τον μέχρι πρότινος ενδιάμεσο στόχο της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αρνείται την συμμετοχή στην κυβέρνηση Κερένσκι που έφερε η επανάσταση του Φλεβάρη, και ρίχνει το σύνθημα: όλη η εξουσία στα σοβιέτ! Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση-αδυναμία της αστικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών, και έθεσε την επαναστατική εργατική εξουσία –και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία– ως τη δύναμη εκείνη που θα έλυνε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα. Ήταν αυτή η γραμμή που οδήγησε στην επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης.
Η θεωρία στη δοκιμασία των μετεπαναστατικών δυσκολιών
«Έχουμε τώρα μπροστά μας το πιο στοιχειώδες καθήκον όλης της ανθρώπινης κοινωνίας- να νικήσουμε την πείνα!» Αυτό το απόσπασμα του Λένιν στις 4 Ιούνη του 1918 αναδεικνύει με γλαφυρό τρόπο τα προβλήματα που αντιμετώπισε η νεαρή σοβιετική εξουσία μετά την ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης, καθώς η Σοβιετική Ρωσία βγαίνει από τον πόλεμο μαστιζόμενη από την πείνα, το κρύο, τον τύφο, τον εμφύλιο από τα στρατεύματα εισβολής (ανάμεσα τους και η Ελλάδα) και τους Λευκοφρουρούς, και κυρίως με την ψυχρολουσία που δημιουργεί το πάγωμα της διεθνούς επανάστασης (κυρίως στην Γερμανία), την οποία οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν αναπόσπαστο τμήμα του επαναστατικού τους σχεδίου. Η πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης σοσιαλισμού είναι αναγκασμένη να ξεκινήσει μόνη της, και πέρα από την πιεστική ανάγκη επιβίωσης, έχει να αντιμετωπίσει τον αναλφαβητισμό, την έλλειψη τεχνικού και επιστημονικού προσωπικού καθώς και φυσικά τα ελλείμματα του ίδιου του υποκειμενικού παράγοντα.
Μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια βίαιη διαδικασία αναμέτρησης των πολιτικών και θεωρητικών εργαλείων των μπολσεβίκων με την ίδια την πραγματικότητα που οδήγησε σε μια σειρά συμβιβασμών. Η ανάγκη διατήρησης της νεαρής σοβιετικής εξουσίας οδήγησε στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ με απώλεια εδαφών. Η ανάγκη επείγουσας ανόρθωσης της οικονομίας οδήγησε στη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ). Η ανάγκη να καλυφθεί η υστέρηση στην παραγωγικότητα οδήγησε στην χρήση του τεϊλορισμού κ.ο.κ. Ο Λένιν είχε επίγνωση ότι πρόκειται για αναγκαίους πρόσκαιρους συμβιβασμούς/υποχωρήσεις, που δεν θα μπορούσαν συλλήβδην να βαφτιστούν κανόνες οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Άλλοτε με διαύγεια όπως στο 10ο συνέδριο του κόμματος, όπου τόνιζε ότι η απροσδιόριστη συνέχιση της ΝΕΠ θα οδηγούσε στην επικράτηση του κεφαλαίου και στην πλήρη επαναφορά της κυριαρχίας του, άλλοτε με αντιφάσεις όπως π.χ. στην αποθέωση του τεϊλορισμού. Σίγουρα ο Λένιν δεν απέφυγε τα λάθη. Σε κάθε περίπτωση όμως κατέκτησε το δικαίωμα των λαθών του θέτοντας τις ιδέες του στην βάσανο της ταξικής πάλης και αυτό είναι πολυτιμότερο από οποιαδήποτε «καθαρή» θεωρητική επεξεργασία.
Εντέλει, η υγεία του Λένιν διαρκώς επιδεινώνεται μετά και την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του τον Αύγουστο του 1918. Την τελευταία περίοδο έδειξε ιδιαίτερη ανησυχία για τη ραγδαία ανάπτυξη της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας, αρθρογραφώντας σχετικά, και προειδοποίησε όσον αφορά την προσωπικότητα του Στάλιν. Στις 21 Γενάρη του 1924 η καρδιά του Λένιν παύει να χτυπά, όμως η κληρονομιά του θα μένει ζωντανή σε κάθε εργατικό αγώνα μέχρι την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.