Μουσικός, τραγουδοποιός, συγγραφέας
Η μουσική μας «συνάντηση» με τον Δημήτρη Μητσοτάκη ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια, από την εποχή του συγκροτήματος Ενδελέχεια – ένα όνομα που, όπως ο ίδιος λέει, δεν επελέγη τυχαία. Σήμερα συνεχίζει να δίνει το παρών με τις μουσικές και τους καυστικούς στίχους του – όχι μόνο στις «σκηνές», αλλά και δημοσίως, εκεί όπου ο ίδιος μπορεί να συμβάλλει ώστε η ελπίδα να μείνει ζωντανή.
Συνέντευξη στον Γιώργο Παυλόπουλο
Είσαι από εκείνους που ξεκίνησαν μέσα από σχήματα, αλλά τελικώς επέλεξες μια πιο μοναχική πορεία, όπως πολλοί. Μήπως η συλλογική δουλειά στη μουσική δημιουργία είναι δύσκολο πράγμα;
Να πούμε καταρχάς ότι η μουσική είναι δύσκολο πράγμα στη χώρα μας, που είναι το πιο σημαντικό. Εγώ ακόμη λειτουργώ συλλογικά με τους μουσικούς που έχω τώρα, όμως σε ένα επίπεδο καλλιτεχνικό και δημιουργικό. Τα συγκροτήματα ξεκινάνε και αντέχουνε 5-10 χρόνια – εκτός αν είσαι Rolling Stones, που εκεί δεν πρόκειται για συγκρότημα, αλλά για πολυεθνική επιχείρηση, αυτοί είναι μόνο το brand name. Έχω πει πολλές φορές πως όταν ξεκινάς 25 χρονών με πέντε ανθρώπους που έχετε κοινή πορεία, μετά μόλις περνάνε μερικά χρόνια, οι «ελαφρές αποκλίσεις» που έχουν οι ζωές έχουν στείλει τον ένα αριστερά και τον άλλο δεξιά, χωρίς να καταλάβεις πώς έγινε αυτό. Κάπως έτσι διαλύονται τα γκρουπ.
Πρόσφατα, στο Ilion Plus, μου φάνηκες για μια ακόμη φορά κάτι σαν μέλισσα: «Τρυγάς» από διάφορα μουσικά είδη και τελικά βγάζεις κάτι δικό σου. Είναι ταλέντο ή από ανάγκη το κάνεις και το καλλιεργείς;
Αυτό πάντα το έκανα, από μικρός. Έτσι ήμουν και στο σχολείο, που μου άρεσε να βουτάω σε όλα τα μαθήματα. Αργότερα, με τη μουσική, άρχισα να το έχω σαν ακροατής πρώτα, περνώντας από πάρα πολλά είδη. Το έκανα δε και με μια διάθεση σπουδής – έμπαινα στο ρεμπέτικο σπουδάζοντάς το και διαβάζοντας γι’ αυτό, μετά στη μπλουζ, στη τζαζ με τον ίδιο τρόπο, στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και άλλων χωρών, στην κλασική και προκλασική μουσική. Ήμουν γενικώς περίεργος. Αυτό κάποια στιγμή άρχισε να βγαίνει ως επιρροή στη δική μου δημιουργία.
Η Μονοκατοικία εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο; Ένας άλλος δρόμος καλλιτεχνικής αναζήτησης;
Έχω κάνει πέντε βιβλία. Η Μονοκατοικία, το δεύτερο, που γράφηκε το 2009, έτυχε να γίνει ταινία. Το πρότεινε ο φίλος μου ο Γιάννης Οικονομίδης σε έναν άλλο σκηνοθέτη, τον Ελληνοκύπριο Ιωακείμ Μυλωνά, συναντηθήκαμε, είδαμε το σενάριο και συμφώνησα, γιατί μου άρεσε η οπτική. Τα βιβλία προέκυψαν ως μια ανάγκη να εκφραστώ μέσα από εκτενέστερα κείμενα από αυτή τη μικρή μορφή του στίχου και της ποίησης. Το έκανα καταρχάς ως προσωπική μου ανάγκη και έτσι έγραψα το 2007 την Καυτή Σούπα, που εκδόθηκε από τα Ελληνικά Γράμματα, ένα οίκο που δεν υπάρχει πια – όπως ούτε και το βιβλίο. Έδειξε, όμως, να ενδιαφέρει και άλλους και έτσι συνέχισα να γράφω και βιβλία. Άλλωστε, άμα ξεκινήσω κάτι, θέλω να έχω και συνέχεια – εξ ου και το Ενδελέχεια.
Δεν φοβάσαι ότι αυτό που κάνεις εσύ μπορεί να το κάνει η τεχνητή νοημοσύνη στο μέλλον; Με «μελετήσει», θα «μάθει» και θα βγάλει κάτι πολύ ωραίο, σε μουσική, στίχο, βιβλίο κ.λπ.
Η τέχνη, εκτός από τον νου και τη λογική, έχει και το συναίσθημα και την καρδιά. Δεν ξέρω αν η τεχνητή νοημοσύνη καταφέρει να μιμηθεί το συναίσθημα. Μου φαίνεται αυτή τη στιγμή απίθανο. Μπορεί να είναι μια επιτυχημένη εγκεφαλική διαδικασία, δεν θα μπορούσε να φτάσει όμως στα ύψη που θα έφτανε ένας καλλιτέχνης πρώτης κλάσης – και δεν μιλάω για μένα…
… εκτός αν η θέση του συναισθήματος και της καρδιάς περιοριστεί δραστικά στις κοινωνίες του μέλλοντος.
Εντάξει, αυτό είναι κάτι πολύ σκληρό, το βλέπουμε να συμβαίνει, αλλά εγώ πάντα ελπίζω, είμαι λίγο ρομαντικός. Πάντα θα υπάρχουν οι νέοι άνθρωποι που θα απαιτούν αυτό που οι παλιότερες γενιές δεν προστάτεψαν με την παρακμή τους – για να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη σαπίλα, που είναι η πρώτη που μου έρχεται.
Διάβασα σε μια παλιά σου συνέντευξη ότι διατηρείς το δικαίωμα που λέει «τα σπάω και πληρώνω». Βεβαίως, αναφερόσουν στις μουσικές σου τομές. Αλλά εγώ, δημοσιογραφική αδεία, ρωτάω: Το αναγνωρίζεις και σε άλλους και για άλλα θέματα; Κι αν τα σπάνε και δεν έχουν ή δεν θέλουν να πληρώσουν;
Το είχα χρησιμοποιήσει ως έννοια σε μία ερώτηση που μου είχαν κάνει γιατί μεταπηδάω από στιλ σε στιλ και γιατί δεν με νοιάζει ο κόσμος και να διατηρώ του ακροατές που έχω. Είναι, για να το πω έτσι, το ακριβό μου κέφι αυτό, δεν μπορώ να πάω κόντρα στον παρορμητισμό μου, σκεπτόμενος ότι επειδή έκανα επιτυχία με ένα ροκ συγκρότημα πρέπει να συνεχίσω να κάνω μόνο ροκ για να διατηρήσω τον κόσμο. Κι αυτό ξεκινά μετά τον εμβληματικό δίσκο «Βουτιά από Ψηλά», που μας βάζει το 1998 στα σαλόνια της ελληνικής ροκ, αλλά ο ακριβώς επόμενος, οι «Χάρτινες Σαΐτες», είναι κάτι άλλο, που απογοήτευσε πάρα πολλούς.
Επιμένω: Και τι γίνεται με αυτούς που το κάνουν στην προσωπική τους ζωή, την πολιτική, την κοινωνία; Πώς το λέει ο Καζαντζίδης, «να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε»…
Μπορείς να δώσεις θετική ή αρνητική χροιά στη συγκεκριμένη φράση, γι’ αυτό μ’ αρέσει κιόλας. Πιστεύω πως όταν κάποιος αποφασίσει να τα σπάσει, πρέπει να είναι έτοιμος να πληρώσει τις συνέπειες, είτε για καλό είτε για κακό. Αν τα σπάσεις για καλό και πληρώσεις, μαγκιά σου, εάν είναι για κακό, δεν το θεωρώ μαγκιά.
Να σε πάω λίγα χρόνια πίσω. Στο δημοψήφισμα του 2015. Όταν οι περισσότεροι ψήφιζαν όχι, ήταν επιλογή να τα σπάσουν. Ήταν έτοιμοι να πληρώσουν;
Καταρχάς δεν μου είναι καθαρό πως ήταν έτοιμοι να τα σπάσουν. Νομίζω ότι αρκετοί ψήφισαν χωρίς να ξέρουν τι θα συνέβαινε μετά. Θεωρούσαν πως θα ψηφίσουν «όχι» σε αυτή τη μέγγενη των μέτρων και ότι αυτό θα σήμαινε πως θα σταματούσε. Δεν ξέρω, για παράδειγμα, εάν το δημοψήφισμα είχε μέσα το ενδεχόμενο της αποχώρησης από την ΕΕ, αν θα είχαμε αυτό το αποτέλεσμα.
Θα θυμάσαι, ωστόσο, ότι το δίλημμα που έβαζε τότε το σύστημα και τα κανάλια ήταν πως αν ψηφίσετε όχι βγαίνετε από το ευρώ και την ΕΕ.
Προσπαθούσαν να πιέσουν για ένα «ναι». Δεν πιστεύω όμως ότι ο κόσμος είχε πειστεί πολύ γι’ αυτό. Ούτε εγώ το πίστευα. Κι από τη δική μου την παρέα, δεν πίστευε κανείς ότι θα μας πετούσαν έξω, γιατί ήταν τεράστιο το κόστος.
Θεωρείς ότι αυτό που ζούμε, ο καθένας με τον τρόπο του και στον μικρόκοσμό του, βελτιώνεται; Δηλαδή να πούμε ότι εντάξει βρε αδερφέ, ζούμε μια μαύρη παρένθεση και κάπως, κάποτε, αυτό θα τελειώσει. Εσύ έχεις πει πως δεν είσαι εραστής της νοσταλγίας. Πολλοί άνθρωποι, όμως, ζουν με τις αναμνήσεις τους, λέγοντας κάθε πέρσι και καλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι το Μνημόνιο, κακά τα ψέματα, η δική μου η γενιά και οι νεότερες πιστεύαμε ότι η κατάστασή μας θα βελτιώνεται οικονομικά, εργασιακά κ.λπ. Δεν είχαμε ζήσει ποτέ τι σημαίνει να πηγαίνω προς τα πίσω, τι σημαίνει οικονομικός πόλεμος, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση. Όταν καταλάβαμε πως υπάρχει και το προς τα πίσω, που το βιώνουμε ακόμη σήμερα, ο κόσμος έγινε απαισιόδοξος. Σήμερα, υπάρχει πλέον ένας μεγάλος αριθμός που δεν έχει καμία ελπίδα, την έχει χάσει. Για μένα έπαιξε τεράστιο ρόλο σε αυτό και το δημοψήφισμα. Ήταν το τέλος της ελπίδας. Αν με ρωτάς αν μπορεί να αλλάξει κάτι στο μέλλον με αγώνες και διεκδικήσεις, θα σου πω αρχικά πως δεν πιστεύω πως πρέπει να πάψουν οι αγώνες και οι διεκδικήσεις. Όσο πιο μαζικά γίνονται αυτά τα πράγματα τόσο περισσότερα αποτελέσματα φέρνουν. Είμαι άνθρωπος μιας γενιάς που το έχω δει να συμβαίνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και συνεχίζω να συμμετέχω, από το δικό μου κομμάτι ως μουσικός. Είμαστε πάρα πολλά χρόνια σε αυτή την ιστορία, προσωπικά είμαι 40 χρόνια, από μικρό παιδί, που συμμετέχω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου αλλιώς, δεν μου επιτρέπω την παραίτηση. Όσο αντέχω θα κάνω πράγματα. Και το ίδιο προσπαθώ να περάσω στους νεότερους.
Θα συμφωνήσεις, πάντως, ότι το αφήγημα τούτης της κυβέρνησης και συνολικότερα του συστήματος, είναι πως είμαστε κολλημένοι με παλιά πράγματα και δεν θέλουμε την επιλογή. . Μας λένε, ας πούμε, για την ενέργεια ότι θα ψάχνουμε τα τιμολόγια να βρούμε το φτηνότερο, στο σούπερ μάρκετ την καλύτερη προσφορά. Και στους φοιτητές λένε γιατί θέλετε μόνο δημόσια πανεπιστήμια, θα έρθουν και τα ιδιωτικά και θα επιλέγετε ποιο είναι το καλύτερο και πιο ταιριαστό στον καθένα. Κάτι σαν χρηματιστήριο.
Για εμένα δεν είναι πολύ ισχυρό το επιχείρημα. Δεν έχουμε τις ίδιες επιλογές εγώ και συ, εγώ και ο γιος του Βαρδινογιάννη. Βάζουμε διαφορετικά πράγματα στο τσουβάλι, τα ανακατεύουμε και φτιάχνουμε ένα αφήγημα το οποίο δεν στέκει. Θα είχαμε τις ίδιες επιλογές αν είχαμε τις ίδιες τσέπες. Αυτή τη στιγμή πάει να γίνει ένα τεράστιο ξεπούλημα δημόσιων αγαθών, λες και δεν φτάνουν όλα αυτά που ήδη βγάζουν. Νομίζω ότι αυτό το αφήγημα πείθει μόνο κάποιους ανθρώπους που δεν έχουν την παραμικρή πολιτική σκέψη.
Πώς βλέπεις τη δημοσιογραφία;
Πιο καθοδηγούμενη από ποτέ. Δεν θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να κερδίζει η εξουσία 99-1. Είναι ένας αγώνας σικέ. Η γραμμή περνάει μέσα από 4-5 πολύ συγκεκριμένα κέντρα.