Γιώτα Ιωαννίδου
▸ Κυβερνητισμός, κοινοβουλευτική διαμαρτυρία, κινηματική μονοστοχία ή εργατική πολιτική;
Στο 5ο Συνέδριο μας (1-3 Μάρτη) επιχειρούμε να ψηλαφίσουμε απαντήσεις και να τις καταθέσουμε προς συζήτηση, στο ερώτημα μιας συνολικής, στρατηγικής απάντησης απέναντι σε έναν καπιταλισμό που προελαύνει παράγοντας βαρβαρότητα σε όλα τα πεδία, σε έναν καπιταλισμό που συνιστά αναχρονισμό για την ανθρωπότητα. Θεωρούμε ότι είναι επείγουσα, αναγκαία αλλά και δυνατή μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική, εργατική απάντηση με κομμουνιστική προοπτική. Κι όχι απλά σε επίπεδο θεωρίας. Αλλά ανιχνεύοντας στόχους, δρόμους και υποκείμενα στο σήμερα, αποφεύγοντας την ευκολία της συνήθειας σε μια πραγματικότητα που –κατά την κυρίαρχη λογική– δεν αλλάζει.
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου μαίνεται ένας κοινωνικός πόλεμος, με χαρακτηριστικά λεηλασίας της εργατικής δύναμης, της φύσης, του ανθρώπου και της ζωής, απροκάλυπτα επιθετικός από τον κόσμο του κεφαλαίου, πολεμικός, με προληπτικό πραξικόπημα διαρκείας ενάντια σε κάθε αντίσταση ή απειλή αντίστασης, από ένα βαθύ ολοκληρωτικό αστικό κράτος ή τις διεθνείς τους συγκροτήσεις.
Από την άλλη, δεν υπάρχει απλά ένα στρατόπεδο ηττημένων που προσπαθούν να επιβιώσουν. Ναι, η γενική υποχώρηση δεν έχει ανατραπεί, η φορά του βέλους της ιστορίας δεν έχει αλλάξει, αλλά υπάρχουν σημάδια αντίστασης, ζώνες αμφισβήτησης με εξάρσεις και υφέσεις και με ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό: Ενώ στην καρδιά τους έχουν το κοινωνικό ζήτημα και την ανάγκη να νικήσουν το καπιταλιστικό τέρας, αδυνατούν να στοχεύσουν στην καρδιά της πολιτικής που το γεννά, το ισχυροποιεί και το αναπαράγει.
Στο βιβλίο World Protests: A Study of Key Protest Issues in the 21st Century (Springer, 2021), αναλύονται 2.809 εκδηλώσεις μαζικής διαμαρτυρίας τη 15ετία 2006-2020 σε 101 χώρες, μεσαίου ή υψηλού εισοδήματος, όπου ζει το 93% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι κινητοποιήσεις αμφισβήτησαν το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, λέγοντας πως δουλεύει για τον μεγάλο πλούτο. Στο ερώτημα «Πόσο σοβαρά είναι άραγε τα πράγματα;» πολλοί από τους συντάκτες των αναλύσεων θυμίζουν ότι στην ιστορία υπήρξαν περίοδοι όπου μεγάλες μάζες ανθρώπων επαναστάτησαν απαιτώντας αλλαγή, όπως το 1848, το 1917, το 1968. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Δεν συμφωνούμε με τη λογική της καταστροφολογίας, της ήττας συνολικά του εργατικού κινήματος, που δεν αφήνει δήθεν περιθώριο για μεγάλα λόγια και μεγάλες πράξεις. Ούτε και με ψευδοαριστερές λογικές που βλέπουν το κίνημα πάντα σε ανοδική πορεία. Τελικά και οι δύο αυτές αντιλήψεις καταλήγουν στο ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα διαφορετικό απ’ ότι κάνουμε μέχρι τώρα. Για να απαντήσουμε ξεχωρίζουμε κάποια κρίσιμα ζητήματα που ταλαιπωρούν την Αριστερά.
Πρώτο, ο «αριστερός κυβερνητισμός» και η αποθέωση του κοινοβουλευτισμού ως δρόμου κοινωνικής καλυτέρευσης. Της λογικής δηλαδή –και της συνακόλουθης πρακτικής– περί δυνατότητας φιλολαϊκής κυβερνητικής διαχείρισης του αστικού κράτους εντός ΕΕ, ΟΟΣΑ, κ.λπ. καπιταλιστικών πυλώνων ως απάντησης στο βάθεμα της κοινωνικής ανισότητας και της πληγωμένης αστικής δημοκρατίας. Οι εξελίξεις με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αλλά και με όσους έθεσαν εαυτόν εκτός ΣΥΡΙΖΑ αλλά παρέμειναν εντός αυτής της λογικής, οι αντίστοιχες κυβερνήσεις σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική, δείχνουν ότι ακόμη και η όποια φιλολαϊκή διακήρυξη γρήγορα τσακίζεται από την καπιταλιστική επίθεση, συντηρητικοποιώντας τον κόσμο ή βυθίζοντάς τον στην ενσωμάτωση και την απογοήτευση. Ανοίγοντας τον δρόμο στην ακροδεξιά και το φασισμό. Όποιος στην εποχή μας «ζητά τα λίγα χάνει τα ελάχιστα».
Ο Αλέν Μπαντιού, σε μια συνέντευξή του στο Πριν, έλεγε πως όλα αυτά τα πολύμορφα κινήματα, «ελλείψει μιας κοινής πολιτικής πρότασης, σαφώς απαλλαγμένης από τους περιορισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού, καταλήγουν σε αρνητική ενότητα εναντίον ενός κυρίου ονόματος». Μουμπάρακ δίνε του, φασίστα Μπολσονάρο πάρε δρόμο, Μόντι φύγε, Τράμπ έξω… Τελικά καταλήγουν έτσι σε ενισχυμένη διατήρηση της εξουσίας, εύθραστες, επιφανειακές αλλαγές που πολλές φορές αποδεικνύονται χειρότερες από εκείνον εναντίον του οποίου εξεγείρονται. Δεν υπάρχει πιο τραγική απόδειξη από την άνοδο του Μιλέι στην Αργεντινή. Όσο δεν κατανοούνται τα παραπάνω και η συζήτηση εξακολουθεί να γίνεται με τον ίδιο τρόπο, οι ίδιες λύσεις θα επανέρχονται με άλλα ρούχα (π.χ. δημοκρατικό μέτωπο), καθιστώντας την αριστερά «εξημερωμένο κατοικίδιο» του συστήματος.
Δεύτερο, μήπως επειδή λοιπόν ο κυβερνητισμός οδηγεί εκεί, και οι προϋποθέσεις για επανάσταση δεν είναι ώριμες, αρκούν αγώνες διαμαρτυρίας ως ανακούφιση και ως μέσον κομματικής ενίσχυσης και αλλαγής των εκλογικών συσχετισμών μέχρι να… ή ως δρόμος συγκέντρωσης δυνάμεων για να… στο μέλλον; Πρόκειται για μια στατική ματιά, που ιστορικά μέχρι τώρα οδηγεί πάλι στην ενσωμάτωση της εργατικής δυσαρέσκειας στο αστικό πλαίσιο. Η δυναμική των ανθρώπων εξελίσσεται, καλλιεργείται, ξεδιπλώνεται στην αντιπαράθεση με τον αντίπαλο. Δεν υπάρχει συγκρότηση συλλογικοτήτων και ανάπτυξη αντίπαλου δέους προβλέψιμου και οριοθετημένου. Το σύστημα δέχεται ελάχιστη απειλή από μια τέτοια λογική. Κι ένας κομμουνισμός που δεν καθοδηγεί την καθημερινή πράξη για την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, παίρνει διαζύγιο απ’ ό,τι επαγγέλλεται.
Η χρεοκοπία των διαχειριστικών τάσεων στην Αριστερά δείχνει πως «όποιος ζητά τα λίγα, χάνει τα ελάχιστα»
Τρίτο: αφού απορρίπτετε τα δύο προηγούμενα και δεν μπορούν να γίνουν ριζικές αλλαγές εντός καπιταλισμού ας αφήσουμε την πολιτική και ας πάμε σε μάχη μέχρι εσχάτων σε συγκεκριμένα ζητήματα, χώρους ή θέματα. Όχι προσπάθεια συνολικοποίησης γιατί θα διαφωνήσουμε στην κατεύθυνση, όλες οι δυνάμεις μόνο για ένα στόχο ή άθροισμα στόχων σχετικά εφικτό. Υπάρχει αυτοθυσία στη στάση αγωνιστών και δυνάμεων αυτής της αντίληψης, αλλά παραμένουμε τυφλοί όσον αφορά τη στόχευση στην καρδιά του τέρατος. Και είναι εξαρχής σχετικά υπονομευμένη, αφού ο περιορισμός της την καθιστά ευάλωτη.
Οι παραπάνω πολιτικές τάσεις δεν διαχωρίζονται με σινικά τείχη. Έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ξεκινούν από τα όρια που βάζει ο αντίπαλος και ο συσχετισμός που χτίζει, θεωρώντας το ως ρεαλισμό. Τελικά εγκλωβίζονται στο παρόν που αδυνατούν να αλλάξουν. Στις Θέσεις επεξεργαζόμαστε και θέτουμε σε συζήτηση μια τέταρτη τάση, που θεωρούμε ότι το ρεύμα μας αποτελεί μέρος της. Την εμφάνιση μιας μαζικής εργατικής πολιτικής, ανεξάρτητης από την αστική πολιτική, επαναστατικής, ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού ρεύματος κομμουνιστικής προοπτικής.
Υπογραμμίζουμε δύο καθοριστικά χαρακτηριστικά της πρότασής μας που είναι σε διαλεκτική σύνδεση. Επιδιώκουμε να χτίσουμε ρεύμα με θετικό κομμουνιστικό πρόταγμα, στα λόγια και στην πράξη, για την επαναστατική κοινωνική αλλαγή και την αποτελεσματική αναμέτρηση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Αυτό καθορίζει όλη μας τη σκέψη και τη δράση για το πρόγραμμα, το κόμμα, το μέτωπο, το νέο εργατικό κίνημα και γι’ αυτό υποστηρίζουμε και αναπτύσσουμε την πλήρη ανεξαρτησία από την αστική πολιτική. Αλλά και επειδή επιδιώκουμε την ανεξαρτησία μας από την αστική πολιτική μπορούμε να υπηρετήσουμε την επαναστατική στρατηγική και τακτική.