Αιμιλία Καραλή
Οι ανήλικοι σύγχρονοι μπήτνικς του διαδικτύου δεν γράφουν κάποιο μυθιστόρημα ή ποίημα που θα τους εξιλεώσει από τα πάθη και το πάθος τους. Προσφέρουν την ίδια τους τη ζωή σαν «γυμνό γεύμα» σε δόσεις, μέσα από τα «ποσταρίσματά» τους με διάφορες φάσεις της εξάρτησής τους.
Πολύχρωμος ο κόσμος του διαδικτύου όπως είναι και ο κόσμος που ζούμε. Μέσα από κείμενα, εικόνες και ήχους συνυπάρχουν τα σοβαρά και τα ασήμαντα, οι αγωνίες και οι αγώνες, στιγμές όμορφες και σκηνές φρίκης. Η σεμνότητα και η υπερβολή, η εργατικότητα και η ματαιοπονία, η φιλαυτία και η φιλαλληλία, το χιούμορ και ο κυνισμός, η ειλικρίνεια και η ψευτιά συνθέτουν έναν πολυπρισματικό καθρέφτη. Κι όσο μας αφήνουν οι αλγόριθμοι των ιδιοκτητών των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης νομίζουμε πως φτιάχνουμε μια πολιτεία που «όλους μας αντέχει στη ράχη της/ με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,/ με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας…». Μια πολιτεία που εμπεριέχει πολλές μικρότερες πόλεις· ένας κόσμος που αποτελείται από μικρότερους αλλά πολλαπλά εφαπτόμενους «υπο-κόσμους».
Ένας από αυτούς ολοένα και μεγαλώνει αναζητώντας την προσοχή, χωρίς να πολυδίνει σημασία στα όποια σχόλια: εικόνες, φωτογραφίες, ιστορίες, βίντεο ανεβασμένες κυρίως στο Ίνσταγκραμ και στο Τικ-τοκ, που έχουν θλιβερά και σκληρά θέματα αντλημένα από τον χώρο της τοξικοεξάρτησης. Ιστορίες ενός προσωπικού εμφύλιου πολέμου, όπου ταυτίζεται ο επιτιθέμενος με τον αμυνόμενο. Δεν είναι δύσκολο να τις δει κάποιος. Δεν βρίσκονται στο «σκοτεινό»
διαδίκτυο και δεν χρειάζονται ειδικοί κωδικοί για να έχεις πρόσβαση σε αυτές.
Αγόρια και κορίτσια 13-17 χρονών ανεβάζουν φωτογραφίες τους ενώ κάνουν χρήση διαφόρων ειδών ναρκωτικών, «μοιράζονται» εικόνες με τα σύνεργα, τους χώρους και ό,τι μπορεί να τα συνοδεύει. Φωνές και λέξεις ικανοποίησης, βλαστήμιες και κατάρες, τραπ μουσικές και θόρυβοι αποτελούν συνήθως το ηχητικό «χαλί» που τα συνοδεύει. Δεν είναι σκηνές από το Trainspotting, το Ρέκβιεμ για ένα όνειρο ή την Πόλη του Θεού. Δεν είναι ντοκουμέντα από τόπους εγκλήματος που δίνει στη δημοσιότητα η Υπηρεσία της Δίωξης ναρκωτικών μετά από σχετικές συλλήψεις. Είναι η πραγματικότητα σε πάρκα, σκοτεινές γωνιές ή υπόγειες τουαλέτες και διαβάσεις δρόμων που δημιουργούν, βιώνουν και προβάλλουν παιδιά (ναι, παιδιά) και έφηβοι. Σαν να ζωντανεύουν οι σελίδες από το Γυμνό γεύμα του Μπάροουζ και να ακούγεται το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ.
Με τις αναρτήσεις τους όμως «ουρλιάζουν», ακόμη κι αν δεν βγάζουν καμιά φωνή, για βοήθεια, για προσοχή
Μόνο που οι ανήλικοι σύγχρονοι μπήτνικς του διαδικτύου δεν γράφουν κάποιο μυθιστόρημα ή ποίημα που θα τους εξιλεώσει από τα πάθη και το πάθος τους. Προσφέρουν την ίδια τους τη ζωή σαν «γυμνό γεύμα» σε δόσεις, μέσα από τα «ποσταρίσματά» τους με διάφορες φάσεις της εξάρτησής τους. Τα όποια μικρά κείμενα υπάρχουν μοιάζουν με δηλώσεις που έχουν συνείδηση της αυτοκαταστροφής αλλά εκφράζουν και μια ελπίδα ότι μπορεί να την γλιτώσουν ακόμη μια μέρα. Γίνονται σελίδες ενός ημερολογίου όπου καταγράφεται το αδιέξοδο σαν μοναδική διέξοδος, μια «παράδοξη στρατηγική επιβίωσης, αφού οδηγεί πιο κοντά στον θάνατο», όπως έγραφε η Κατερίνα Μάτσα, αλλά και ένας τρόπος να συνεχιστεί η ζωή σε μια κοινωνία που δεν αντέχεται, είναι εχθρική και ανήλεη. Οι ουσίες γίνονται δύναμη για να γίνει υποφερτή μια μοναχική και ανασφαλής ζωή, ένα μέσο φυγής από μια βάρβαρη πραγματικότητα.
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα, υστερικά γυμνά και λιμασμένα, / να σέρνονται στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια αναγκαία δόση…» έγραφε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ στο ποίημά του «Ουρλιαχτό» το 1955. Το ποίημα τότε έθραυε το πρόσωπο του «αμερικάνικου ονείρου», αποτυπώνοντας τα «τοξικά απόβλητα» μιας κοινωνίας δηλητηριώδους και δηλητηριασμένης ήδη από τον καταναλωτισμό, τον ρατσισμό, τον αντικομμουνισμό, τη φιλοπόλεμη κερδοσκοπία. 68 χρόνια μετά «τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά». Κι όπως έχουν γίνει τα πράγματα ίσως δεν μπορέσουν μερικά παιδιά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν τα «καλύτερα μυαλά». Με τις αναρτήσεις τους όμως «ουρλιάζουν», ακόμη κι αν δεν βγάζουν καμιά φωνή, για βοήθεια, για προσοχή.
Σαν αυτή που συνιστούσε ο Όντεν καθώς παρατηρούσε τον πίνακα του Μπρέγκελ «Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου», σαν μια σπουδή του πώς οι παλιοί τεχνίτες αντιμετώπιζαν την θέση του πόνου των άλλων στην ανθρώπινη καθημερινότητα: « […] Στον Ίκαρο του Μπρέγκελ λόγου χάρη: πώς καθετί γυρνά τη ράχη/ Πολύ νωθρά στον όλεθρο· μπορεί ο ζευγάς/ Ν’ άκουσε την πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη κραυγή,/ Όμως γι’ αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα· κι ο ήλιος τη δουλειά του/ Έλαμπε στα πόδια τ’ άσπρα που βουλιάζαν στο πράσινο/Νερό· και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι που είδε ασφαλώς/ Κάτι εκπληχτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό, /Έπρεπε κάπου να φτάσει κι αμέριμνο τράβηξε ανοιχτά» (Γ. Χ. Όντεν, «Musée des beaux arts», μετ. Γ. Σεφέρης).
Ο Ίκαρος στον πίνακα πνίγηκε ενώ οι γύρω του συνέχιζαν τη ζωή τους. Ο πόνος είναι όμως εκεί. Κι αν προσέξουμε, διακρίνεται. Αν προσέξουμε…