Κεντρική θέση έχει πλέον το μεταναστευτικό στις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων της ΕΕ, αναδεικνύοντας ξεκάθαρα τον προσανατολισμό τους. Μπορεί να μην υπάρχει πλήρης συμφωνία των «27» για τις διάφορες «λεπτομέρειες», όπως τη διαδικασία και τις ποσοστώσεις για τις μετεγκαταστάσεις, αυτό όμως δεν εμποδίζει τις εθνικές κυβερνήσεις να επιταχύνουν την προώθηση αντιδραστικών και απάνθρωπων πολιτικών, από τις οποίες η ακροδεξιά –παρά τη στάση που τελικώς κρατά– δεν έχει ουσιαστικά να ζηλέψει τίποτε.
Σε αυτό το φόντο, στη Γαλλία, η κυβέρνηση Μακρόν επιχείρησε να περάσει έναν νέο νόμο, ο οποίος υιοθετούσε τις περισσότερες προτάσεις της Λεπέν. Ωστόσο, ηττήθηκε στη σχετική ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή, καθώς βρήκε εναντίον της το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης: Από το κόμμα της Λεπέν, που θεώρησε ότι το νομοσχέδιο παραμένει «άτολμο», μέχρι τους δεξιούς Ρεπουμπλικάνους που θέλησαν να στείλουν ένα μήνυμα στον Μακρόν ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς αυτούς — και, φυσικά, την Ανυπότακτη Γαλλία και το ΚΚ, που κατήγγειλαν την ακροδεξιά στροφή.
Την ίδια στιγμή, στη Βρετανία, δοκιμασία περνά και η κυβέρνηση του Σούνακ, με αφορμή τον αναθεωρημένο νόμο που αφορά τη βάρβαρη συμφωνία με τη Ρουάντα για τη μεταφορά χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στο έδαφός της. Και σε αυτή την περίπτωση, τα αποτελέσματα των σχετικών ψηφοφοριών είχαν να κάνουν όχι μόνο με το περιεχόμενο του νόμου, αλλά με τον γενικότερο πολιτικό συσχετισμό, που έχει φέρει τους Τόρις σε θέση αδυναμίας.
Όσο για την Ιταλία της Μελόνι και του Σαλβίνι, είναι γνωστό ότι πρόσφατα υπέγραψε συμφωνία με την Αλβανία για την κατασκευή στο έδαφός της στρατοπέδων-
φυλακών, στα οποία θα μεταφερθούν χιλιάδες άνθρωποι από τη Λαμπεντούζα. Το παζάρι των Τιράνων με την ΕΕ, όμως, οδήγησε σε προσωρινό «πάγωμά» της, καθώς ο Ράμα επιδιώκει ανταλλάγματα για να την εφαρμόσει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (16.12.23)