Παναγιώτης Ξοπλίδης
Οι Χιλιάνοι απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία και το δεύτερο σχέδιο για την αναθεώρηση του χουντικού συντάγματος, που είχε προταθεί από τη Δεξιά και ακροδεξιά της χώρας. «Λευκή σημαία» από τον Μπόριτς
Το φάντασμα του Αουγκούστο Πινοτσέτ θα συνεχίσει να ρίχνει τη σκιά του στη Χιλή. Μετά από μια λαϊκή εξέγερση και αλλεπάλληλους γύρους δημοψηφισμάτων και εκλογών για Συντακτική Συνέλευση, το Σύνταγμα του αιμοσταγούς δικτάτορα θα παραμείνει σε ισχύ! Κι αυτό διότι στις 17 Δεκέμβρη οι πολίτες της Χιλής απέρριψαν σε ένα ακόμη δημοψήφισμα το δεύτερο σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος. Αυτή τη φορά ήταν μια πρόταση που καταρτίστηκε από ένα σώμα στο οποίο κυριαρχούσε η ακροδεξιά, η οποία απορρίφθηκε από το 56% των ψηφοφόρων. Μπήκε έτσι οριστική ταφόπλακα στη διαδικασία της συνταγματικής αλλαγής, καθώς ο πρόεδρος Γκαμπριέλ Μπόριτς δήλωσε ότι δεν πρόκειται να διεξαχθεί νέο δημοψήφισμα.
Η διαδικασία είχε ξεκινήσει το 2020 από τον προηγούμενο πρόεδρο, Σεμπαστιάν Πινέρα, με στόχο να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση που προκάλεσε η λαϊκή εξέγερση του Οκτώβρη του 2019. Εκατομμύρια λαού είχαν τότε διεκδικήσει να μπει τέλος σε 30 χρόνια νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος στη Χιλή είναι κατοχυρωμένος μέσα από το πινοτσετικό Σύνταγμα. Ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβρη του 2020, στο αρχικό δημοψήφισμα, το 78% των ψηφοφόρων αποφάσισαν ότι θέλουν ένα νέο Σύνταγμα και ότι το σχέδιο αυτού θα έπρεπε να καταρτιστεί από συντακτική συνέλευση, εκλεγμένη από τους πολίτες. Τον Μάη του 2021, στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση, η Αριστερά και ανεξάρτητοι υποψήφιοι των «κινημάτων» κέρδισαν την απόλυτη πλειοψηφία, ενώ τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, στις προεδρικές εκλογές επικράτησε ο Γκάμπριελ Μπόριτς, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο στο φοιτητικό κίνημα της προηγούμενης δεκαετίας.
Η ήττα του ριζοσπαστικού ρεύματος που αποτυπώθηκε στην εξέγερση του 2019 τείνει να γίνει στρατηγική
Το σχέδιο Συντάγματος που προτάθηκε από εκείνη τη συντακτική συνέλευση προβλήθηκε ως το «πιο προοδευτικό του πλανήτη». Τον Σεπτέμβρη του 2022, όμως, οι Χιλιάνοι το απέρριψαν με ποσοστό 61,86%. Μετά από αυτή την εξέλιξη, τον Δεκέμβρη του 2022 τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο καλούνται να υπογράψουν την «πολιτική συμφωνία για τη Χιλή», που προέβλεπε μια νέα διαδικασία με 51μελή συντακτική συνέλευση. Αυτή εξελέγη τον Μάη του 2023, αλλά την απόλυτη πλειοψηφία πλέον κέρδισαν το ακροδεξιό κόμμα μαζί με τον παραδοσιακό δεξιό συνασπισμό. Μάλιστα, το νέο σχέδιο σε πολλά σημεία ήταν ακόμη πιο συντηρητικό από το χουντικό. Περιόριζε ακόμα περισσότερο κοινωνικά δικαιώματα όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι συντάξεις και πρόσθετε διατάξεις περί «κατοχύρωσης του δικαιώματος στη ζωή από τη στιγμή της σύλληψης», κάτι που θα αμφισβητούσε πλήρως το δικαίωμα στην άμβλωση. Επέτρεπε, επίσης, την απέλαση στον «συντομότερο δυνατό χρόνο» των μεταναστών χωρίς έγγραφα, ενώ διευκολύνονταν η αποφυλάκιση καταδικασθέντων που διέπραξαν εγκλήματα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοτσέτ.
Οι Χιλιανοί είχαν εξεγερθεί το 2019 απαιτώντας καθολική υγειονομική περίθαλψη, συντάξεις, δωρεάν και ποιοτική εκπαίδευση, προστασία της εργασίας και δημόσια αγαθά. Τίποτα από όλα αυτά δεν συζητήθηκε στα 3 χρόνια που κράτησε η διαδικασία της συνταγματικής αλλαγής. Ο διάλογος αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά ταυτοτικά δικαιώματα, αποκομμένα από κάθε αναφορά στις συλλογικές διεκδικήσεις. Τα πλατιά αιτήματα πίσω από την εξέγερση αγνοήθηκαν, καθώς τόσο η ακροδεξιά όσο και οι εκπρόσωποι των κινημάτων (στην πλειοψηφία τους ακαδημαϊκοί και μέλη ΜΚΟ) εμφάνισαν τα κοινωνικά δικαιώματα ως ένα συνονθύλευμα «προνομίων για τους καταπιεσμένους και περιθωριοποιημένους».
Η ήττα του ριζοσπαστισμού που γέννησε η εξέγερση είναι στρατηγική, καθώς απουσιάζει οποιαδήποτε προοπτική για κοινωνική απελευθέρωση. Η άνοδος των κοινωνικών κινημάτων στη Χιλή προέκυψε κατά τη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών νεοφιλελευθερισμού, που αποσύνδεσε τους εργαζόμενους και τους φτωχούς Χιλιανούς από τη συλλογική πολιτική, σκορπίζοντας τη δράση τους σε κατακερματισμένες διεκδικήσεις. Ο χιλιανός ιστορικός Γκάμπριελ Σαλασάρ, παλιός αγωνιστής του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς (MIR), σε συνέντευξη στο γαλλικό περιοδικό Mediapart είχε πει: «Από τη δεκαετία του 2000 οι άνθρωποι αισθάνονται επαναστατικοί ως άτομα: είμαι επαναστατικός και το εκφράζω με τη στάση μου με τον τρόπο ντυσίματος μου, με τη διατροφή μου κ.λπ. Η επανάσταση γίνεται προσωπικό ζήτημα, δεν οργανώνεται πλέον συλλογικά».
Όμως, στον σύγχρονο καπιταλισμό, η κοινωνική πλειοψηφία τείνει να αντιμετωπίσει και την οικονομική ανασφάλεια μέσω της ατομικής δράσης, ενισχύοντας την καχυποψία για συλλογικές υπηρεσίες και δημόσια αγαθά. Ο κοινωνικός κανιβαλισμός που πρεσβεύει ο Μιλέι στη γειτονική Αργεντινή γίνεται έτσι το «πρότυπο» για να διοχετευθεί η συσσωρευμένη αλλά και εξατομικευμένη οργή και απογοήτευση.