Νίκος Μανάβης
Συγκέντρωση και κέρδη
Μια χούφτα εταιρείες παραγωγής αγροτικών εφοδίων, λιπασμάτων, κτηνιατρικών φαρμάκων, ζωοτροφών και εμπορίας αγροτικών προϊόντων ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή αγροτικών τροφίμων με ασφυκτικό τρόπο. Η συγκέντρωση του ελέγχου στην παραγωγή, διακίνηση και εμπορία των τροφίμων σε παγκόσμια επίπεδο έχει φτάσει σε απίστευτα υψηλά επίπεδα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτά τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια διψούν για όλο και μεγαλύτερα κέρδη. Έτσι διαμορφώνουν νόμους, πολιτικές σε εθνικό και διεθνική επίπεδο που να υπηρετούν την κερδοφορία τους. Ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τα Στρατηγικά Σχέδια εφαρμογής της ΚΑΠ σε κάθε χώρα μέλος της ΕΕ.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην παραγωγική διαδικασία από την κλιματική κρίση, όπως συμβαίνει την τελευταία τριετία, στον τομέα της ελαιοκομίας, αξιοποιούνται από τα προαναφερόμενα μονοπώλια για να αυξάνουν ακόμη περισσότερο τα κέρδη τους και για να επεκτείνουν ακόμη περισσότερο τον έλεγχο στην παραγωγή. Στην ίδια κατεύθυνση αξιοποιήθηκαν και θα συνεχίσουν να αξιοποιούνται οι συνέπειες των πολέμων, όπως της Ουκρανίας, και φυσικά η υγειονομική κρίση του κορονοϊού. Με λίγα λόγια, άγρια κερδοσκοπία υπάρχει σε όλους τους τομείς των τροφίμων κι αυτό πλέον γίνεται αισθητό σε όλους τους κατοίκους της Ευρώπης. Φυσικά, το πρόβλημα της κερδοσκοπίας είναι πιο έντονο στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπου το διαθέσιμο εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων είναι μικρότερο.
Στον τομέα του ελαιολάδου είναι πολύ πιο εύκολο να αναπτυχθούν κερδοσκοπικές πρακτικές, καθώς πρόκειται για μικρή αγορά (σε παγκόσμιο επίπεδο), η οποία καλύπτει περίπου το 3% της παγκόσμιας κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. Λιγότερες από 10 επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία ελέγχουν το παγκόσμιο εμπόριο του ελαιολάδου. Κοντά σε αυτές, κερδοσκοπούν και οι αλυσίδες των σούπερ μάρκετ, αξιοποιώντας τη φήμη του ελαιολάδου ως ενός προϊόντος πολύ σημαντικού για την υγεία των ανθρώπων.
Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου κυμαινόταν περίπου στα 3,278 εκατομμύρια τόνους σε ετήσια βάση από την παραγωγική περίοδο 2017-2018 έως την περίοδο 2021-2022. Την περίοδο 2022-2023 η παγκόσμια παραγωγή υποχώρησε στους 2,729 εκατομμύρια τόνους (κατ’ εκτίμηση). Δηλαδή καταγράφηκε μια απότομη κάμψη στην παραγωγή κατά 549.000 τόνους. Κύρια αιτία είναι η πτώση της παραγωγής ελαιολάδου στην Ισπανία, που την περίοδο 2022-2023 μειώθηκε στους 660.000 τόνους. Κι αυτό όταν η δυναμικότητα των ελαιώνων της ανέρχεται στους 1,8 εκατομμύρια τόνους για τις καλές χρονιές, ενώ τις χρονιές με μειωμένη παραγωγή η δυναμικότητα υποχωρεί στα 1,2 εκατομμύρια τόνους. Επιπλέον, την ελαιοκομική περίοδο 2023-2024 η παραγωγή ελαιολάδου της Ισπανίας αναμένεται να κυμανθεί κοντά στους 770.000 τόνους. Αποτέλεσμα της μεγάλης κάμψης της ισπανικής παραγωγής ελαιολάδου ήταν να μειωθούν δραστικά τα παγκόσμια αποθέματα. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις αναφέρουν πως από την παγκόσμια αγορά λείπουν ένα εκατομμύριο τόνοι ελαιολάδου για την κάλυψη της παγκόσμιας ζήτησης. Η παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου από την περίοδο 2017-2018 και μετά είναι σταθερά ανώτερη των τριών εκατομμυρίων τόνων. Την περίοδο 2021-2022 ανήλθε σε 3,239 εκατομμύρια τόνους, ενώ για την περίοδο 2022-2023 ανήλθε στα 3,055 εκατομμύρια τόνους (κατ’ εκτίμηση).
Στις τιμές του ελαιολάδου υπάρχει μεγάλο ποσοστό κερδοσκοπίας
Είναι αλήθεια πως η κλιματική κρίση δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Δεν έχει μειωθεί μόνο η παραγωγή ελαιολάδου. Το καλοκαίρι 2023 στα καταστήματα της ισπανικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ Mercadona κυκλοφόρησε ανακοίνωση που έλεγε πως στα καταστήματα δεν προσφέρονται καρπούζια, γιατί η παρατεταμένη ξηρασία κατέστρεψε την παραγωγή τους. Η διετής ξηρασία που αντιμετωπίζει η Ιβηρική χερσόνησος είναι η αιτία της μεγάλης κάμψης και της Ισπανικής παραγωγής ελαιολάδου. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν τη φετινή χρονιά, η Πορτογαλία, η νότια Γαλλία, ο Ιταλικός νότος και η Ελλάδα. Δηλαδή οι κύριες ελαιοπαραγωγές χώρες του πλανήτη και της ΕΕ.
Αλλά αυτή η ανάγνωση των πραγμάτων λέει τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αλήθεια είναι αυτή που λέει ότι σε όλη τη Μεσόγειο, από τις Πορτογαλικές ακτές έως τη Συρία, εγκαταλείπονται και καταστρέφονται οι παραδοσιακοί ξερικοί ελαιώνες και η παραγωγή ελαιολάδου μεταφέρεται σε υπερεντατικούς ελαιώνες πυκνής φύτευσης. Χάρη στην ανάπτυξη ελαιώνων πυκνής και υπέρπυκνης φύτευσης γιγαντώθηκε η παραγωγή ελαιολάδου της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, του Μαρόκου αλλά και της Τυνησίας. Αυτή η μορφή ελαιοκομίας αναπτύσσεται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου και οδηγεί στη συγκέντρωση της παραγωγής σε όλο και λιγότερες εκτάσεις.
Την ίδια ώρα, τεράστιες εκτάσεις παραδοσιακών ελαιώνων, ιδιαίτερα αυτοί που βρίσκονται σε ορεινές, ημιορεινές, μειονεκτικές και νησιωτικές περιοχές, εγκαταλείπονται μαζικά, καθώς η καλλιέργειά τους έχει γίνει ασύμφορη. Παρότι επιστημονικά έχει αποδειχθεί πως οι παραδοσιακοί ελαιώνες παίζουν κρίσιμο ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος, καθώς οι εισροές σε αυτούς (λιπάσματα, νερό, ενέργεια, φυτοπροστατευτικά προϊόντα) είναι περιορισμένες. Αντίθετα, οι υπερεντατικοί ελαιώνες για να αποδώσουν απαιτούν μεγάλες εισροές σε λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα και νερό. Επίσης, η καλλιέργεια των δέντρων και η συγκομιδή του καρπού στηρίζεται σε ενεργοβόρα μηχανήματα. Η Κοινή Αγροτική Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ και το μοντέλο εφαρμογής της νέας ΚΑΠ που επέλεξε η ελληνική κυβέρνηση βάζει τις δύο μεθόδους καλλιέργειας των ελαιώνων στο ίδιο τσουβάλι και εντείνει ακόμη περισσότερο την τάση εγκατάλειψης των παραδοσιακών ελαιώνων. Δηλαδή εντείνει τις αιτίες που δημιουργούν τα μεγάλα σκαμπανεβάσματα στην παραγωγή του ελαιολάδου. Το εντυπωσιακό είναι πως η νέα ΚΑΠ λανσάρεται από την ΕΕ και τα κράτη μέλη ως φιλική προς το περιβάλλον.
Τι συμβαίνει με τις τιμές του ελαιολάδου
Η αύξηση των τιμών του ελαιολάδου στη χονδρική αγορά ξεκίνησε από τον Δεκέμβριο του 2022. Ανοδικά κινήθηκαν και οι τιμές παραγωγού, γι’ αυτό και η μεγάλη πλειοψηφία των ελαιοπαραγωγών πούλησαν τα ελαιόλαδα που παρήγαγαν ως τα τέλη του Απριλίου του 2023, σε τιμές που κυμαίνονταν από τα 3,5 ευρώ ως τα 5 ευρώ (το έξτρα παρθένο). Αυτές οι ποσότητες ελαιολάδου τυποποιήθηκαν την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού και είναι αυτές που βρίσκονται στις συσκευασίες στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Το τελευταίο κύμα ανόδου των τιμών του ελαιολάδου που ξεκίνησε τον Ιούλιο και ολοκληρώθηκε στα τέλη του Αυγούστου ελάχιστα άγγιξε τους παραγωγούς. Διότι πάνω από το 90% της παραγωγής ελαιολάδου είχε περάσει στον έλεγχο των 6-7 μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο χονδρεμπόριο. Οι τυποποιητές φρόντισαν να πουλήσουν τα ελαιόλαδα που είχαν στη διάθεσή τους με βάση τις πιο πρόσφατες αυξήσεις τιμών. Δηλαδή, ακόμη κι αν είχαν αγοράσει στα 3,5 ευρώ, πούλησαν στα 6, 7 και 8 ευρώ το λίτρο. Τα σούπερ μάρκετ, από την πλευρά τους, φρόντισαν να διατηρούν αμετάβλητο το περιθώριο κέρδους τους και σε αρκετές περιπτώσεις να βάλουν ακόμη ένα καπέλο στις τιμές. Κάπως έτσι φτάσαμε να πωλούνται στην αγορά συσκευασμένα ελαιόλαδα προς 15 και 16 ευρώ ανά λίτρο, ενώ είναι άγνωστο πόσο ψηλά θα φτάσει η τιμή τους.
Από τα μέσα του Σεπτέμβρη και μετά ξεκίνησε ένα κύμα δημοσιογραφικής αρλουμπολογίας, που συνεχίζει να ανεβάζει τις τιμές του ελαιολάδου χωρίς να πατάει σε καμία πραγματικότητα. Έτσι, μια ανακοίνωση συνεταιρισμού στην Ελλάδα για πώληση 27 τόνων έξτρα παρθένου ελαιολάδου, προς 9,25 ευρώ ανά κιλό (τιμή χονδρικής), γίνεται πρώτο θέμα σε «ειδησεογραφικά» και ειδησεογραφικά site. Από κοντά και η είδηση… πως ένας τενεκές ελαιόλαδου κάπου στην Ελλάδα πουλήθηκε προς 180 ευρώ. Την ίδια ώρα, όλοι αυτοί οι βαθυστόχαστοι αναλυτές «ξέχασαν» να αναφέρουν πως η μέση τιμή χονδρικής του έξτρα παρθένου ελαιολάδου είχε πτωτική πορεία όλο τον Οκτώβριο στην Ισπανία και προσγειώθηκε στα 8,00 ευρώ στα τέλη του μήνα, από τα 8,5 ευρώ που είχε βρεθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη των κερδοσκοπικών παιχνιδιών παίζει η φήμη που έχει αποκτήσει το ελαιόλαδο ως ένα προϊόν που κάνει καλό στην υγεία του ανθρώπου. Επί δεκαετίες, η παγκόσμια βιομηχανία του ελαιολάδου επένδυσε στη μετεξέλιξή του από προϊόν μαζικής λαϊκής κατανάλωσης στις χώρες παραγωγής σε προϊόν πολυτελείας. Την τελευταία δεκαετία επιδιώκεται να αναδειχθεί το ελαιόλαδο σε «φάρμακο». Αν και όλες οι σοβαρές επιστημονικές έρευνες τονίζουν πως οι θετικές επιδράσεις του ελαιολάδου στον ανθρώπινο οργανισμό συνδέονται με την καθημερινή κατανάλωσή του, δηλαδή με το να παραμείνει προϊόν μαζικής λαϊκής κατανάλωσης.
Ζωτική ανάγκη η ανατροπή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ
Στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει για να παραμείνει το ελαιόλαδο προϊόν μαζικής λαϊκής κατανάλωσης η απάντηση είναι απλή: Να ανατραπεί η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ)! Γιατί αυτή οδηγεί σε καταστροφή τους μικρούς ελαιοπαραγωγούς (στην Ελλάδα υπάρχουν 800.000), γιατί αυτή ευθύνεται για την εγκατάλειψη των παραδοσιακών ελαιώνων. Παράλληλα, αναγκαία είναι η συνεργατική οργάνωση των μικρών ελαιοπαραγωγών σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, που θα συγκεντρώνουν την παραγωγή ελαιολάδου και θα την εμπορεύονται για λογαριασμό των μελών τους. Για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά αυτοί οι συνεταιρισμοί πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα Αγροτική Τράπεζα που θα εξασφαλίζει πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις τόσο στους συνεταιρισμούς όσο και στους ελαιοπαραγωγούς. Να δοθούν κρατικές επιδοτήσεις στους μικρούς ελαιοπαραγωγούς που θα αντικαταστήσουν τις επιδοτήσεις της ΚΑΠ. Να δοθούν αυξημένες επιδοτήσεις στους μικρούς ελαιοπαραγωγούς που καλλιεργούν παραδοσιακούς ελαιώνες σε ορεινές, ημιορεινές, νησιωτικές και μειονεκτικές περιοχές. Άτοκη χρηματοδότηση να δοθεί στους ελαιοπαραγωγούς που θα αναλάβουν να καλλιεργήσουν ελαιώνες που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους. Να καλύπτει από εδώ και πέρα ο ΕΛΓΑ, με πλήρη αποζημίωση, τους ελαιοπαραγωγούς που θα χάνουν τη σοδειά τους από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Να θεσπιστούν ελάχιστες εγγυημένες τιμές αγοράς του ελαιολάδου και να ξεκινήσει ξανά η κρατική συγκέντρωση του ελαιολάδου, όποτε αυτό είναι αναγκαίο, ώστε κανένας ελαιοπαραγωγός να μην έχει λόγο να εγκαταλείψει το ελαιόκτημά του. Να εξασφαλίζονται καλά μεροκάματα και συνθήκες εργασίας-διαμονής για τους εργάτες γης.
Άμεσα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν είναι:
- Κατάργηση της απαγόρευσης χύμα διακίνησης του ελαιολάδου. Η νομιμοποίηση του παραδοσιακού τρόπου διακίνησης του ελαιολάδου σε όλες τις ελαιοπαραγωγές χώρες της Μεσογείου θα εξασφαλίσει μείωση της τιμής για τον καταναλωτή κατά 50%.
- Να καταργηθεί ο ΦΠΑ για το ελαιόλαδο και για άλλα βασικά καταναλωτικά αγαθά (φέτα, ψωμί, άλευρα, κρέας, ψάρια, φρούτα, λαχανικά κ.λπ.).
- Να επιβληθεί υποχρεωτική μείωση των περιθωρίων κέρδους σε όλα τα στάδια εμπορίας του ελαιόλαδου, ώστε να μειωθεί η τιμή καταναλωτή.
- Να παταχθεί η αισχροκέρδεια στις τιμές των λιπασμάτων, των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, των αγροτικών εφοδίων και των ενεργειακών προϊόντων. Με άμεση κρατικοποίηση όλων των μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο.
- Με πρωτοβουλία των εργατικών σωματείων, να δημιουργηθούν καταναλωτικοί συνεταιρισμοί που θα αγοράζουν απευθείας από τους παραγωγούς ελαιόλαδο και άλλα βασικά τρόφιμα για την κάλυψη των αναγκών των μελών τους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (4.11.23)