Δημήτρης Σταμούλης
▸Η κυβέρνηση σπρώχνει στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και στο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, απαξιώνοντας συστηματικά τη δημόσια κάλυψη
Την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης επιδιώκει η κυβέρνηση με τη νέα νομοθετική της παρέμβαση στο ασφαλιστικό, με το «μίνι» νομοσχέδιο που θα προωθήσει στη Βουλή μέσα στον Νοέμβριο, έχοντας ως αιχμή την ενίσχυση και εξάπλωση των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ). Στόχος των νέων ρυθμίσεων, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, είναι η απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης των ΤΕΑ, η καθιέρωση ενός πρότυπου καταστατικού και η διευκόλυνση ίδρυσης ΤΕΑ από περισσότερους εργοδότες (πολυεργοδοτικά ΤΕΑ), χωρίς να απαιτείται κλαδική/επαγγελματική συνάφεια μεταξύ τους, όπως ισχύει σήμερα, αλλά και το πέρασμα της εποπτείας τους στην Τράπεζα της Ελλάδας, από ένα τριμερές σχήμα που ισχύει σήμερα (Υπουργείο Εργασίας, Εθνική Αναλογιστική Αρχή, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς). Η κυβερνητική παρέμβαση για την «αναζωογόνηση» του… κολλημένου «δεύτερου πυλώνα» ασφάλισης, που είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα και λειτουργεί με βάση το ρίσκο της επένδυσης, έρχεται σε μια περίοδο που στην Ελλάδα ο εν λόγω θεσμός παραμένει στην «ουρά» της Ευρώπης.
Τα ΤΕΑ είναι οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου, προαιρετικού χαρακτήρα, που ιδρύονται από εργοδότες ή επαγγελματικές οργανώσεις και παρέχουν συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές πέρα από αυτές που παρέχει η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Οι συνταξιοδοτικές παροχές μπορεί να καταβάλλονται είτε περιοδικά, όπως για παράδειγμα με τη μορφή μηνιαίων συντάξεων, είτε εφάπαξ, και υπόσχονται ένα επιπλέον εισόδημα όταν συνταξιοδοτηθεί ο ασφαλισμένος, ενώ υπόκεινται και σε φορολόγηση. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η αξία των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονται τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης ξεπερνά τα τρία τρισεκατομμύρια ευρώ και έχουν εκατομμύρια εργαζόμενους ως μέλη τους. Αντιθέτως, η χώρα μας βρίσκεται σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις της ΕΕ, όπως αναφέρει με… παράπονο το υπουργείο, έχοντας μόλις 50.000 ασφαλισμένους και 300 εκατ. ευρώ κεφάλαια διαχείρισης.
Σήμερα, δε, 20 χρόνια μετά την εισαγωγή του θεσμού, λειτουργούν 28 Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, που έχουν συσταθεί κατά κύριο λόγο από εργοδότες-μεγάλες επιχειρήσεις ή σε κάποιους κλάδους (φάρμακο, σώματα ασφαλείας, ιδιωτικές εταιρείες και δύο τράπεζες). Τα ταμεία αυτά επενδύουν σε χρεωστικούς τίτλους, σε μερίδια επενδυτικών οργανισμών και σε μετοχές, με στόχο –υποτίθεται– την αύξηση των αποδόσεων, οι οποίες ωστόσο ακολουθούν τα «πάνω- κάτω» των αγορών, όπως έγινε πέρσι στη Βρετανία όπου ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία βρέθηκαν σε επίπεδα χρεοκοπίας και αναγκάστηκε να παρέμβει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας.
Η κυβέρνηση, με το νέο σχέδιό της, εκτιμά ότι θα προωθηθεί ο θεσμός των ΤΕΑ, ώστε οι εργαζόμενοι, αφενός, να πειστούν για την αποδοτικότητα μιας τέτοιας επένδυσης, αφετέρου, να «επενδύουν» όσο περισσότερα χρήματα μπορούν για αυτό τον σκοπό, με «τυράκι» την απατηλή υπόσχεση για συμπληρωματική σύνταξη ή εφάπαξ μετά τη συνταξιοδότησή τους. Απώτερος στόχος να συσσωρευτούν τα απαραίτητα κεφάλαια για να «ριχτούν» στην… αρένα με τις διάφορες μπίζνες του μεγάλου κεφαλαίου. Να σημειωθεί ότι η παρέμβαση αυτή της κυβέρνησης έρχεται δύο μόλις χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, ειδικά για τους νέους εργαζόμενους, μέσω της ίδρυσης του ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης). Αλλά και μετά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες την περασμένη τετραετία, που απάλλαξε τους εργοδότες από ένα ακόμα μέρος του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους» και που περιέκοψε κι άλλο τα έσοδα του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος.
Μάλιστα, το περασμένο καλοκαίρι, το ΤΕΚΑ (που είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, όπως τα ΤΕΑ) ξεκίνησε τις επενδύσεις, περνώντας στη β’ φάση της λειτουργίας του, που σχετίζεται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου που έχει συσσωρεύσει στα αποθεματικά του. Μετά από 20 συμπληρωμένους μήνες λειτουργίας, το Ταμείο διαθέτει 50,15 εκατ. ευρώ (Ιούλιος 2023), που έχουν προκύψει από τις μηνιαίες καταβολές ασφαλιστικών εισφορών από τους 215.000 ασφαλισμένους του, που προέρχονται από 95.000 εργοδότες. Οι επενδύσεις θα αφορούν τυχόν υποδομές στο ενεργειακό πεδίο, στις κατασκευές, ακόμα και σε έργα παραχωρήσεων, ενώ ειδική κατηγορία αναμένεται να αποτελέσουν οι ΣΔΙΤ. Η κυβέρνηση προωθεί μεθοδικά, όλα αυτά τα χρόνια, την πλήρη απαξίωση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, ενισχύοντας πολύπλευρα τους πυλώνες με κεφαλαιοποιητικό χαρακτήρα και στοιχεία «τζογαρίσματος» των χρημάτων των ασφαλισμένων, με το όποιο κόστος στο αβέβαιο μέλλον και με τη λογική του «ατομικού κουμπαρά» και της… ατομικής ευθύνης για ό,τι προκύψει μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.
Διευκόλυνση της εργασίας στα… γεράματα, αντί αυξήσεις στις συντάξεις
Στον «αέρα» η ασφαλιστική κάλυψη χιλιάδων μεταναστών και φτωχών
Στο μίνι ασφαλιστικό, μέσα από άλλες διατάξεις, αντιμετωπίζονται μια σειρά ασφαλιστικά θέματα. Για το ζήτημα της απασχόλησης των συνταξιούχων, η κυβέρνηση καταργεί μεν την περικοπή του 30% στη σύνταξη όσων συνταξιούχων εργάζονται και την αντικαθιστά με εισφορά επί του εισοδήματός τους, χωρίς όμως να αυξάνει τις συντάξεις όσων αναγκάζονται να δουλεύουν σε μεγάλη ηλικία εξαιτίας των μίζερων συντάξεων που λαμβάνουν. Επί της ουσίας, επιδιώκει να ενισχύσει την τάση της εργασίας στους απόμαχους της δουλειάς, ως μόνη οδό αύξησης του πενιχρού εισοδήματός τους από τις συντάξεις.
Με την ίδια «λογική» αντιμετωπίζει και όσους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και γενικά μη μισθωτούς έχουν χρέη προς τον ΕΦΚΑ και αδυνατούν να λάβουν σύνταξη, αν και πληρούν όλες τις προϋποθέσεις. Η κυβέρνηση, αντί να τους απαλλάξει από τους τόκους και τις προσαυξήσεις εξαιτίας της αδυναμίας τους να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές, απλώς προχωρά στην αύξηση του πλαφόν σε ληξιπρόθεσμες εισφορές από 20.000 ευρώ σε 30.000 ευρώ (στους αγρότες από 6.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ), που οι εν δυνάμει συνταξιούχοι θα πρέπει να ρυθμίσουν προκειμένου να λάβουν σύνταξη. Ωστόσο, αναπόφευκτα, δεκάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες θα συνεχίσουν να στερούνται τη σύνταξη που δικαιούνται και το πρόβλημα που προέκυψε μαζικά μέσα στην κρίση θα διαιωνίζεται. Η κυβέρνηση επίσης κοροϊδεύει περίπου 750.000 συνταξιούχους με την προσωπική διαφορά, χορηγώντας τους κλιμακωτά ένα άπαξ ψωρο-επίδομα από 100 έως 200 ευρώ το πολύ.
Τέλος, με τη διάταξη που προωθεί για την «υγειονομική κάλυψη ανασφάλιστων με ενεργό ΑΜΚΑ», η κυβέρνηση ανοίγει παράθυρο για τη μη κάλυψη πολλών μεταναστών που εργάζονται, αφού η ενεργοποίηση του ΑΜΚΑ τους συνδέεται με τις τυπικές προϋποθέσεις για «νόμιμη παραμονή», δηλαδή με το «άνοιξε-κλείσε» της στρόφιγγας των μεταναστευτικών ροών ανάλογα με τις προτεραιότητες του κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό, η ιατροφαρμακευτική τους κάλυψη σε δημόσια νοσοκομεία και δομές θα γίνεται επί πληρωμή.