Γιώργος Παυλόπουλος
Μετά από σχεδόν 50 μέρες πολέμου, ανελέητων βομβαρδισμών και χερσαίας εισβολής, με ισοπεδωμένη τη μισή σχεδόν Γάζα, η ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ισχυριστεί πως έχει πετύχει τους στόχους που έθεσε, παρά τη συντριπτική της στρατιωτική υπεροχή και την αμέριστη στήριξη των Αμερικανών.
Συνεχίζεται η σφαγή, σε συνθήκες μπλακάουτ
Η Haaretz είναι μια κεντροαριστερή, αλλά καθ’ όλα συστημική εφημερίδα του Ισραήλ. Παρά δε το γεγονός ότι πριν την 7η Οκτωβρίου επέκρινε δριμύτατα τον Νετανιάχου και την κυβέρνησή του, στη συνέχεια δεν αμφισβήτησε το περιβόητο «δικαίωμα στην αυτοάμυνα», περιοριζόμενη στο να φιλοξενεί ερωτήματα και απόψεις που έτσι κι αλλιώς διατυπώνονται. Αυτό, όμως, θεωρήθηκε μη αποδεκτό και είχε ως συνέπεια ο υπουργός Επικοινωνιών να απαιτήσει τη διακοπή κάθε χρηματοδότησης προς αυτήν, όπως και της ροής κρατικών διαφημίσεων, έτσι ώστε να την απειλήσει με άμεσο οικονομικό στραγγαλισμό και να την αναγκάσει είτε να σιωπήσει είτε να πειθαρχήσει.
Βλέπετε, σε μια στιγμή που η σφαγή στη Γάζα συνεχίζεται και η κυβέρνηση του Ισραήλ έχει ολοένα λιγότερα και ελάχιστα πειστικά επιχειρήματα για να υποστηρίξει την εγκληματική δράση της, οτιδήποτε μπορεί να την αποδυναμώσει περαιτέρω διώκεται. Όπως ορισμένα από τα δημοσιεύματα της Haaretz, που χαρακτηρίστηκαν «ηττοπαθής και εσφαλμένη προπαγάνδα», η οποία δήθεν αποδεικνύει πως η εφημερίδα έχει υιοθετήσει «μια βλαπτική κατεύθυνση, που υπονομεύει τους στόχους του πολέμου, ενώ αποδυναμώνει τις στρατιωτικές προσπάθειες και τις αντοχές της κοινωνίας».
Για την ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου, λοιπόν, η ενημέρωση για τον πόλεμο δεν πρέπει να περιλαμβάνει τίποτα για τους 14.500 νεκρούς στη Γάζα, για την καταστροφή των μισών οικημάτων και τον ξεσπιτωμό της πλειοψηφίας των 2,3 εκατομμυρίων κατοίκων της, για τον βομβαρδισμό σχολείων και καταφυγίων του ΟΗΕ και νοσοκομείων, καθώς και τη σύλληψη διευθυντών τους και όσων υγειονομικών αρνούνται να συνεργαστούν, για την τρομακτική έλλειψη φαρμάκων, τροφίμων και καθαρού νερού και για όλες τις άλλες συνέπειες του πολέμου που η ίδια κήρυξε και συνεχίζει.
Η συμφωνία με τη Χαμάς απόδειξη της αποτυχίας του Ισραήλ
Η κυβέρνηση του Ισραήλ είχε θέσει δύο στόχους ξεκινώντας τον ανελέητο βομβαρδισμό και τη χερσαία εισβολή στη Γάζα. Ο ένας ήταν να εξαφανίσει από προσώπου γης τη Χαμάς (και τις υπόλοιπες παλαιστινιακές οργανώσεις που δρουν εκεί) και ο δεύτερος να απελευθερώσει όλους τους ομήρους. Όσον αφορά δε στην επόμενη μέρα, καλλιεργούσε – και συνεχίζει να καλλιεργεί – σκοπίμως σύγχυση, καθώς γνωρίζει εξαρχής πως όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία της στρατιωτικής επιχείρησης.
Σήμερα, σχεδόν 50 μέρες μετά, η πολεμική μηχανή του Ισραήλ μπορεί να έχει ισοπεδώσει το βόρειο τμήμα της Λωρίδας και να ετοιμάζεται να κάνει κάτι ανάλογο και στο νότιο, όμως οι επιτυχίες που έχει να επιδείξει κάθε άλλο παρά εντυπωσιακές είναι. Κι αυτό, για ένα στρατό ο οποίος αριθμητικά είναι δεκαπλάσιος των Παλαιστίνιων μαχητών, έχοντας στη διάθεσή του όλα τα σύγχρονα μέσα σε αέρα, ξηρά και θάλασσα, μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον ανεπαρκές, αν όχι απογοητευτικό.
Η σύναψη της συμφωνίας για την ανταλλαγή ομήρων με κρατούμενους στις φυλακές του, (Ενημέρωση: η οποία εισέρχεται σήμερα Τετάρτη στην έκτη και τελευταία -αν δεν υπάρξει νέα παράταση- ημέρα της), αποτελεί απόδειξη ότι το Ισραήλ δεν έχει επικρατήσει στρατιωτικά και, κατά συνέπεια, δεν είναι σε θέση να επιβάλει τους όρους του. Το ίδιο δείχνει και το γεγονός πως επιμένει να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του για ένα ακόμη δίμηνο ή και ακόμη περισσότερο, μιας και είναι φανερό ότι ο κύριος όγκος των ενόπλων τμημάτων των Παλαιστινίων, όπως επίσης και η πολιτική ηγεσία τους, δεν έχουν πληγεί.
Σε αυτό το φόντο, ο χρόνος κυλά σε βάρος της κυβέρνησης Νετανιάχου. Η αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ, το οποίο έχει και την ενεργό στήριξη των ΗΠΑ που παρέχουν όπλα και πυρομαχικά, πολύτιμες πληροφορίες και δύο αρμάδες αεροπλανοφόρων στην περιοχή, δεν μοιάζουν αρκετά για να κερδηθεί αυτός ο πόλεμος. Τουλάχιστον όχι χωρίς να αυξηθεί δραματικά το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, διακινδυνεύοντας ακόμη και αρκετοί από όσους εξακολουθούν να το στηρίζουν να του γυρίσουν την πλάτη.
Σοβαρό πρόβλημα, φυσικά, έχουν και οι ίδιες οι ΗΠΑ και προσωπικά ο Μπάιντεν. Οι δημοσκοπήσεις, άλλωστε, δείχνουν πως η κοινή γνώμη στη χώρα σταδιακά μεταστρέφεται, ειδικά στις τάξεις της νεολαίας αλλά και των Δημοκρατικών. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι καθημερινά μεγαλώνει η απειλή της ήττας στις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν τον Νοέμβριο του 2024. Την ίδια στιγμή, το ρήγμα ανάμεσα στα αραβικά καθεστώτα και το στρατόπεδο Αμερικανών και Ισραηλινών διευρύνεται και βαθαίνει, με συνέπεια η Μέση Ανατολή (παρά την εντυπωσιακή αυτοσυγκράτηση Τεχεράνης και Ριάντ…) να μετατρέπεται σε πεδίο δόξης λαμπρό για τους ανταγωνιστές, όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Λίγα είναι όλα αυτά;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (25.11.23)