Έκτωρ Ξαβιέ Δελαστίκ
Ο πολιτισμός ως έμπνευση και νήμα συσπείρωσης των αγωνιστών κατά της χούντας
Σάββατο 11 Νοέμβρη, 7 το απόγευμα. Μετά τον ιστορικό περίπατο για το Πολυτεχνείο, που ακολούθησε πλήθος κόσμου. Η Λέσχη των Αναιρέσεων στη Φερών 3 ήταν κατάμεστη από κόσμο που θέλησε να γνωρίσει το κλίμα της εποχής της χούντας μέσω της τριμερούς σχέσης επταετίας, τέχνης και καθημερινής ζωής. Με την Άννα Γαϊτανίδου να συντονίζει τη συζήτηση, η εκδήλωση μοιράστηκε σχεδόν ισόποσα μεταξύ των τριών ομιλιών και των τοποθετήσεων του κοινού, οι οποίες προσέφεραν ακόμα περισσότερες πλευρές της αντιδικτατορικής αναζήτησης και προσπάθειας.
Ξεκινώντας από την ομιλία της Μαριάννας Τζιαντζή, δημοσιογράφου και συγγραφέως, τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα του μετασχηματισμού των ανθρώπων μέσω της εποχής. Ο τρόπος με τον οποίο μια γενιά καθημερινών, φτωχών νέων βρήκε συγκολλητικό παράγοντα την αναζήτηση του τέλους της χούντας. Τον τρόπο με τον οποίο ο τρόπος κοινωνικοποίησης, μουσικής, ντυσίματος, ο τρόπος ύπαρξής τους μετατράπηκε σε κοινή ταυτότητα που προσέφερε την εγγύτητα και την ενότητα που είχαν ανάγκη να αντιτάξουν στην «εθνική» ενότητα του καθεστώτος.
Υπογράμμισε πως «χουντική τέχνη καθ’ εαυτή δεν υπήρξε, υπήρξαν όμως καλλιτέχνες που φλέρταραν» με το καθεστώς. Πως το κοινωνικό κλίμα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, διαχωρίζοντας τον Μπιθικώτση που επέλεξε να τραγουδήσει τον ύμνο της χούντας από τη Βέμπο που επέλεξε να περιθάλψει τραυματισμένους φοιτητές ξημερώματα 17 Νοέμβρη. Έκλεισε την ομιλία της με τη φράση «καζάνι που βράζει» ως περιγραφή τόσο εκείνης της εποχής όσο και της σημερινής, και με την πεποίθηση πως «η νέα πολιτικοποίηση θα βρει την έκφρασή της μέσα από τη νέα τέχνη της αντίστασης».
Δεύτερη ομιλία, Θανάσης Σκαμνάκης, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το πρώτο μέρος ήταν μια ομιλία για τη σιωπή. Από τη «βαριά χούντα, βαριά σιωπή, βαριά λήθη» της επταετίας στην ομιλία του Σαμαράκη στο γαλλικό ινστιτούτο το 1968: δέκα λεπτά απόλυτης σιωπής, ακολουθεί τρεις φορές με ενδιάμεσες παρατεταμένες παύσεις η ερώτηση «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» και λίγη ώρα αργότερα, «Κανείς δε φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», μέσα σε χειροκροτήματα. Η σημασία αυτής της σπουδής στη σιωπή βρίσκεται στην κοινή αγωνία και τους κοινούς κώδικες επικοινωνίας που ένωναν άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους στους κινηματογράφους, τα θέατρα και τις μπουάτ, όπου είχαν την ευκαιρία συνάντησης, πολιτικοποίησης και στρατολόγησης. Προχώρησε στις ποιοτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της επταετίας, με τον Σαμαράκη του 1968 να στέκεται στον αντίποδα του Σαββόπουλου του 1972, όταν οι φρεσκοδαρμένοι από την αστυνομία φοιτητές ζητούσαν να παίξει «Το Δένδρο», με κοινό κώδικα επικοινωνίας το ότι αναφερόταν στον Λαμπράκη και αντιμετωπίστηκαν με ιταμό τρόπο. Περιέγραψε μια εποχή ανθρώπων που ένιωθαν πως για λίγο δε μπορούσαν να βγάλουν την πολιτική ανάσα τους, ψάχνοντας τους τόπους και τους τρόπους έκφρασης. Πράγμα που συμβάδιζε με τον αστερισμό κινηματογράφων που αναζητούσαν την αιχμή της τρέχουσας τέχνης, συμμετέχοντας και πασχίζοντας να δώσουν εκφραστική διέξοδο.
Τέλος, η ομιλία της Αιμιλίας Καραλή, Δρ φιλοσοφίας, εκπαιδευτικού και συγγραφέως παρουσίασε την επαφή μεταξύ τέχνης και καθημερινότητας από την οπτική γωνία ενός ανθρώπου που έζησε τη χούντα στο Δημοτικό και το Πολυτεχνείο στο Γυμνάσιο. «Πρώτο μάθημα, ο φόβος της τιμωρίας», όταν οι χωροφύλακες συνέλαβαν τον γιο του περιπτερά επειδή είχε σκίσει τη χλαίνη ενός χωροφύλακα στην Αθήνα. «Δεύτερο μάθημα, ο θαυμασμός του φόβου», μέσα σε μια εποχή όπου το εβδομαδιαίο κοινωνικό πρόγραμμα είχε ξύλο, εξομολόγηση και κατηχητικό. «Τρίτο μάθημα, η συνήθεια της τιμωρίας», μεγαλώνοντας με τον πέλεκυ ως δεδομένο. «Τέταρτο μάθημα, πως δεν είμαστε όλοι ίσα κι όμοια» ή, με άλλα λόγια, το ότι δεν γίνεται όλο να παίρνει επαίνους μια κόρη μπακάλη, συμπύκνωνε τον φετιχισμό της κοινωνικής ιεραρχίας. «Πέμπτο μάθημα, για το Έθνος αλλάζεις και τις ιδέες σου», με τα χουντικά σίριαλ να συνυπάρχουν με τις τουρκικές ταινίες και τον προοδευτικό ξένο κινηματογράφο, που δεν αφορούσε τη χουντική λογοκρισία όσο μιλούσε για πράγματα που συμβαίνουν «αλλού».
Οι ιστορίες του κοινού φώτισαν πολλές ακόμα πλευρές της τριπλέτας αυτής, περνώντας από την πάλη για πολιτιστικούς συλλόγους στα χωριά στην άνθηση των περφόρμανς την εποχή εκείνη. Πέρασαν από ιστορίες για εξόριστους που μπορούσαν να βρουν ελπίδα φροντίζοντας αργά και καθημερινά ένα χαμομήλι και έφτασαν στη σημερινή δικτατορία της εικόνας και την επέλαση της ταχύτητας. Στην επί της ουσίας ποίηση των μικρών πραγμάτων και της καθημερινότητας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.11.23)