Γιώργος Τσαντίκος
Η ακρίβεια δεν είναι πια μια μικροαστική παρατήρηση στο σούπερ μάρκετ, τύπου «στον θεό έφτασαν τα γιαούρτια», είναι πλέον βία. Βία να βλέπεις το λαμπάκι του καλοριφέρ να ανάβει και να μην ξέρεις για πόσο ακόμα θα φτάσει το πετρέλαιο.
Πριν από λίγες μέρες, ο πρωθυπουργός του ενταύθα γεωγραφικού κομματιού του πλανήτη, πήγε σε ένα σούπερ μάρκετ για να διαπιστώσει από κοντά, σε ένα τετ α τετ με τα ζυμαρικά, τα γάλατα και το λάδι, ότι είναι ακριβά, πολύ πάνω από τις δυνατότητες του μέσου καταναλωτή. «No shit, Sherlock», ακούστηκε από κάπου στο επικοινωνιακό βάθος, εκεί που άρχισαν για άλλη μια φορά να εξυφαίνονται τα κείμενα και οι αφηγήσεις για το πόσο μονόδρομος είναι όλη αυτή η φάση που ζούμε, για το πόσο πανακριβότατα είναι όλα στην Ευρώπη και εδώ είναι φθηνότερα, για το πόσο ακριβαίνουν μεν τα σπίτια αλλά παραμένουν πιο φτηνά από το τάδε σημείο του κέντρου των Βρυξελλών κ.λπ. κ.λπ.
Οι «κόσμιοι» αναλαμβάνουν να εξηγήσουν στους αδαείς ότι δεν είναι ακρίβεια αυτό που ζείτε, είναι μια φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων που δεν είναι τόσο τρομακτική στο κάτω-κάτω, αφού πήρατε και αυξήσεις, και εξηγούν τα οικονομικά σαν τον Αλέφαντο, το 4-4-2, με κεφτέδες και μπύρες. Οι «έξαλλοι» αναλαμβάνουν να κάνουν το κρέας ψάρι ή πιο σωστά, τον αέρα λάδι: Δεν είναι πολύ ακριβό το ελαιόλαδο, λέει, απλά ήταν πολύ φτηνό μέχρι τώρα και γι’ αυτό τώρα που έφτασε σε φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα, σας φαίνεται ακριβό.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι «λέμε ανυπέρβλητες ανοησίες, ανακρίβειες και λογιστικές ακροβασίες’ για να πειστείτε ότι είμαστε η μόνη σας επιλογή, γιατί εδώ που τα λέμε, οι απέναντι είναι κάτι απίθανοι που δεν λένε μια σοβαρή κουβέντα για αυτά τα θέματα και αν τελικά την αρθρώσει κανείς, θα τον πούμε λαϊκιστή». Κάπως έτσι, η ακρίβεια του αυτονόητου μετατρέπεται σε αυτονόητη ακρίβεια. Το δικαίωμα, δηλαδή, στα στοιχειώδη και πάνω από αυτά γίνεται μια μόνιμη αναγκαστική συνθήκη έκτακτης ανάγκης. Όχι για όλο τον κόσμο φυσικά, αλλά για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του.
Από το «έχουμε ακρίβεια, τι να κάνουμε τώρα» μέχρι το «δεν είναι ακριβά τα πράγματα, μην γκρινιάζετε» και την κλίση της «τοξικότητας» από ανθρώπους με θέσεις εξουσίας, οι οποίοι πριν από μερικά χρόνια κυκλοφορούσαν με ψευδώνυμα ή και τα κανονικά τους ονόματα σε διασκεδαστικά ιντερνετικά τρολογκρούπ και φόρα και δικαιολογούσαν ό,τι μπορεί να σας κατέβει στο κεφάλι, η απόσταση είναι ελάχιστη. Ανάμεσά τους, δεν υπάρχει ούτε καν το στοιχειώδες ανάχωμα, ούτε καν οι επιδοματικές ασπιρίνες που εξασφάλιζαν εκλογικά αποτελέσματα και μια ψευδαίσθηση ασφάλειας στον γενικό πληθυσμό.
Στον αντίποδα, το κράτος (που όσο το επικαλείσαι ως λύση, τόσο πιο επιθετικό γίνεται…) κοιτάει την ακρίβεια σαν ακινητοποιημένος τερματοφύλακας σε αριστοτεχνική εκτέλεση φάουλ, που βλέπει τη μπάλα να κατευθύνεται στις αράχνες (στο «παραθυράκι» των διχτύων ντε). Όχι όμως λόγω αδυναμίας, αλλά γιατί είναι «πιασμένος». Εν προκειμένω, το κράτος δεν είναι πιασμένο σωματικά, αλλά το έχουν πιάσει οι αντίπαλοι για να στήσουν το ματς προς όφελός τους.
Η κατάσταση πλέον καθορίζεται αποκλειστικά από το κέρδος των εταιρειών, το οποίο αποθεώνεται ως βασική προϋπόθεση για να δουλεύεις
σαν είλωτας
Η κατάσταση έχει ξεπεράσει πλέον τις τετριμμένες συζητήσεις των 80s και των 90s για ακρίβεια, ΑΤΑ και πληθωρισμό. Καθορίζεται πλέον αποκλειστικά και μόνο από το κέρδος των εταιρειών, το οποίο αποθεώνεται ως βασική –έως και αποκλειστική–προϋπόθεση για να δουλεύεις σαν είλωτας, να παίρνεις τα βασικά, που πλέον περνάνε κάτω από τον πήχη των βασικών σε οποιοδήποτε αγώνισμα, και να μετράς αν βγάζεις τον μήνα. Η ακρίβεια πλέον δεν είναι μια μικροαστική παρατήρηση στο σούπερ μάρκετ, τύπου «στον θεό έφτασαν τα γιαούρτια», είναι πλέον βία. Βία να βλέπεις το λαμπάκι του καλοριφέρ να ανάβει και να μην ξέρεις για πόσο ακόμα θα φτάσει το πετρέλαιο. Βία των Αδώνιδων και λοιπών «επιτελικών» που κάθονται πάνω στην ασφαλή θαλπωρή της εξουσίας και κουνάνε το δάχτυλο όταν οι επιδοματίες αγανακτούν. Βία του αυτονόητου, που περιμένει στη γωνία κάθε πρωί για να σου καταστρέψει τη μέρα…