Βασίλης Μηνακάκης
Τάσεις ανατροπής
Τελικά ποια γραμμή δικαιώθηκε στο Πολυτεχνείο; Σε ποιο τμήμα της Αριστεράς πιστώνεται ο Νοέμβρης (αν πιστώνεται στην Αριστερά); Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν ήδη πέντε δεκαετίες κι ίσως συνεχίσουν να συζητιούνται αρκετές ακόμη. Θα άξιζε η συζήτηση να γίνει βάσει κριτηρίων και πάντως όχι σε απόσπαση από τις συνθήκες της εποχής, με αυτάρεσκη υπερανάδειξη του ρόλου που πραγματικά διαδραμάτισε τούτο ή το άλλο σύνθημα, τούτη ή η άλλη επιλογή, τούτη ή η άλλη οργάνωση και παραβλέποντας ότι κάθε πραγματικό κίνημα είναι πολύ πλούσιο για να χωρέσει σε σχήματα και προκάτ συμπεράσματα.
Ένα πρώτο κριτήριο είναι ακριβώς ότι το Πολυτεχνείο υπερέβη κάθε σχεδιασμό, όποιας οργάνωσης. Το υπογραμμίζει αυτό, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι ακόμη κι εκείνες οι δυνάμεις που ισχυρίζονται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο παράλληλα αναδεικνύουν τον αυθόρμητο χαρακτήρα του. Έπειτα, είναι καταφανές λάθος να υποστηρίζει κανείς ότι στις συνθήκες εκείνες οι γραμμές εκφράζονταν καθαρά από τούτη ή την άλλη οργάνωση. Ο διχασμός ανάμεσα στη ριζοσπαστική και μη τάση εκδηλωνόταν μέσα στο κίνημα αλλά και στις οργανώσεις ιδίως τις πλέον μαζικές όπως η αντι-ΕΦΕΕ και ο Ρήγας, αυτή είναι η πραγματικότητα κι όχι το δίπολο ρεφορμιστών-επαναστατών. Επιπλέον, η συνεισφορά κάθε πολιτικής γραμμής πρέπει να κριθεί σε ό,τι προηγήθηκε, ό,τι έγινε στο τριήμερο της κατάληψης και σε ό,τι ακολούθησε — κι όλα αυτά στην ενότητα και την αλληλοδιαπλοκή τους. Ύστερα, η συνεισφορά κάθε γραμμής πρέπει να κριθεί όχι τόσο από την εκφορά της σε μια ανακοίνωση όσο από την έμπρακτη δοκιμασία στην πράξη και με μαζικούς όρους. Τέλος, η έννοια της πολιτικής γραμμής περικλείει άμεσες διεκδικήσεις, πολιτικούς στόχους, στοιχεία προοπτικής, καθώς και τους φορείς και τους δρόμους μέσα από τους οποίους θα προωθηθεί. Αν η συζήτηση τα συνυπολογίσει όλα αυτά, μπορεί να είναι ωφέλιμη.
Ο κρίκος που πυροδότησε τη μετάβαση από την περίοδο των σποραδικών αντιδικτατορικών δράσεων στην περίοδο της μαζικής δράσης με όρους κινήματος το 1972 ήταν το ζήτημα των συνδικαλιστικών ελευθεριών (διορισμένα ΔΣ, εκλογές συλλόγων). Σε αυτό συμπυκνωνόταν η αντίθεση τόσο προς τον ελεγχόμενο από τη χούντα φοιτητικό συνδικαλισμό (μέσω νομικού πλαισίου, σπουδαστικού ασφάλειας, διώξεων, ρόλου καθηγητών κ.λπ.) και το ασφυκτικό-καταπιεστικό πλαίσιο των πανεπιστημίων όσο και η αντίθεση προς το στρατοκρατικό καθεστώς. Μάλιστα, όσο κλιμακωνόταν η αντιπαράθεση τόσο πιο πολύ βάραινε η δεύτερη πλευρά, δυνάμωνε το «κάτω η χούντα». Αυτό ερμηνεύει και γιατί, όταν η χούντα προχώρησε σε κάποιες «υλικές» παραχωρήσεις (δάνεια, πρόσθετη εξεταστική κ.ά.), αυτό δεν οδήγησε σε κάμψη του κινήματος, αντίθετα τροφοδότησε την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητά του.
Από αυτή την άποψη, γίνεται φανερό ότι η γραμμή που εστίαζε στα «φοιτητικά προβλήματα» και προσπαθούσε να περιορίσει των αγώνα σε αυτά (εκφραζόταν κυρίως από τον Ρήγα αλλά και από την αντι-ΕΦΕΕ) ήταν πολλαπλά λαθεμένη: δεν αντιλαμβανόταν ότι τα «καθαρά ακαδημαϊκά αιτήματα» ήταν η αιχμή μέσω της οποίας εκδηλωνόταν η γενικότερη διαμαρτυρία του φοιτητικού κόσμου απέναντι στην κατάστασή του και στο δικτατορικό καθεστώς· καθήλωνε αντί να αναπτύσσει την τάση ριζοσπαστικοποίησης· και, τέλος, απονεύρωνε πολιτικά το κίνημα, στο όνομα της άποψης που θέλει την πολιτική να είναι υπόθεση μόνο των κομμάτων, σε μια στιγμή μάλιστα που η λειτουργία κομμάτων που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την ανερχόμενη πολιτικοποίηση ήταν απαγορευμένη.
Δεν διχάστηκε, όμως, μόνο εκεί το φοιτητικό κίνημα. Επόμενο ερώτημα ήταν πώς θα διεκδικηθεί ένας φοιτητικός συνδικαλισμός απαλλαγμένος από τον χουντικό έλεγχο. Αξιοποιώντας τα ελαχιστότατα και πρακτικώς ανύπαρκτα «παράθυρα» του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου ή κόντρα σε αυτό με όρους κινήματος; Και μπορεί στην αρχή οι προσφυγές στα πρωτοδικεία να αποτελούσαν μονόδρομο, τα πράγματα όμως περιπλέχθηκαν όταν ορίστηκαν οι εκλογές των συλλόγων. Ποια στάση έπρεπε να κρατηθεί; Δυναμική αποχή, όπως υποστήριζαν ορισμένοι, θεωρώντας βέβαιο ότι το όργιο βίας και νοθείας που θα εξαπέλυαν η χούντα και τα καθηγητικά φερέφωνά της απέκλειε κάθε ενδεχόμενο αδιάβλητων εκλογών, ή δυναμική συμμετοχή και αξιο-
ποίηση των όποιων περιθωρίων υπήρχαν (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της επιλογής Μαρκεζίνη και της προσπάθειας της χούντας να μην «καεί» αυτό το σχέδιο με ένα ανοιχτό κατασταλτικό χτύπημα στο φοιτητικό κίνημα), ώστε είτε να εξασφαλιστεί το αδιάβλητο είτε να ξεφτίσει η εικόνα «φιλελευθεροποίησης» που προσπαθούσε να φιλοτεχνήσει η χούντα; Οι κύριες οργανωμένες δυνάμεις (αντι-ΕΦΕΕ, Ρήγας) επέλεξαν τη δεύτερη στάση, όταν όμως διαπίστωσαν στην πράξη ότι τα περιθώρια ήταν ανύπαρκτα, απέσυραν τους υποψηφίους τους (πλην δύο σχολών του Πολυτεχνείου, όπου οι χουντικοί ηττήθηκαν).
Είχε άραγε σχέση αυτή η στάση με τη γενικότερη στάση απέναντι στο «πείραμα Μαρκεζίνη»; Ασφαλώς. Του Ρήγα ξεκάθαρα, μιας και το ΚΚΕ εσ. είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ του. Είχε, όμως, και της αντι-ΕΦΕΕ. Γιατί μπορεί το ΚΚΕ σε γενικό επίπεδο να είχε καταγγείλει το μαρκεζινικό μασκάρεμα της χούντας, όμως σε ουκ ολίγες περιπτώσεις η αντι-ΕΦΕΕ κινήθηκε στο πλαίσιο της «αξιοποίησης των νόμιμων δυνατοτήτων» και της διατύπωσης προτάσεων προς το καθεστώς (π.χ. Καταστατικός Χάρτης). Επιπλέον, το ΚΚΕ υποστήριζε ως δρόμο για την ανατροπή της χούντας την ενότητα όλων των αντιδικτατορικών και δημοκρατικών δυνάμεων, ακόμη και της Δεξιάς (απέκλειε μόνο τα μονοπώλια που συνδέονταν με το ξένο κεφάλαιο), «δήλωνε διατεθειμένο να συζητήσει και με βάση τα δικά τους προγράμματα για την ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας» [από κείμενο του τμήματος Ιστορίας του ΚΚΕ] και μιλούσε για «εθνική δημοκρατική αλλαγή».
Υπήρχαν, όμως, και δυνάμεις (οργανώσεις ή ανένταχτοι αριστεροί) που, αντιλαμβανόμενες (σωστά) τον ψευδεπίγραφο «εκδημοκρατισμό» Μαρκεζίνη, έθεταν ως στόχο την ακύρωση του ελιγμού αυτού τόσο στα πανεπιστήμια –που ήταν το πρώτο πεδίο δοκιμασίας του– όσο και γενικότερα. Θα μπορούσε να είναι μια συζητήσιμη πολιτική λογική αυτό. Όμως τη στιγμή που προβαλλόταν ως κύριος πολιτικός στόχος, ήδη η σύγκρουση είχε ανέβει σε άλλο επίπεδο, η ριζοσπαστικοποίηση είχε προχωρήσει και απαιτούνταν κλιμάκωση και σε επίπεδο συνολικού πολιτικού στόχου (όχι μόνο μορφών πάλης). Να το πούμε αλλιώς. Τη στιγμή εκείνη στην ημερήσια διάταξη έμπαινε όχι απλώς η ανατροπή της λύσης Μαρκεζίνη, αλλά η ανατροπή της δικτατορίας συνολικά. Την υστέρηση αυτή στο πολιτικό επίδικο της στιγμής δεν μπορούσε να την αναπληρώσει η διαμάχη των δυνάμεων αυτών με την αντι-
ΕΦΕΕ ή έστω τον Ρήγα γύρω από το ποιος ήθελε την κατάληψη και ποιος όχι, ποιος ήθελε την απαγκίστρωση και ποιος όχι την Παρασκευή.
Η εν λόγω πολιτική έλλειψη, όχι μόνο αυτών, όλων όσων είχαν αριστερό πρόσημο, στην πραγματικότητα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Γιατί μαζί με το «κάτω η χούντα» ερχόταν το «μετά τι;» Μπορεί να μην εκφραζόταν ανοιχτά, αλλά είναι αφέλεια να θεωρήσει κανείς ότι δεν απασχολούσε τους μαχόμενους φοιτητές. Μπορούσε η απάντηση να δοθεί από το κίνημα γενικώς; Αμφίβολο. Από τους ανένταχτους αριστερούς; Ίσως. Σίγουρα πάντως οι απαιτήσεις ήταν αυξημένες από τις συγκροτημένες πολιτικά δυνάμεις. Και εδώ η έλλειψη ήταν τεράστια. Το ΚΚΕ εσ. την Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου, ανακάλυπτε τη «δημοκρατική ομαλότητα». Το ΚΚΕ διατύπωνε τις θέσεις που προαναφέρθηκαν, σε μια ακόμη πιο δεξιά εκδοχή της λογικής των σταδίων, αν και εντός της ΚΝΕ και της αντι-ΕΦΕΕ (όπως σε μικρότερο βαθμό και στον Ρήγα) υπήρχαν ριζοσπαστικές τάσεις και αντιφάσεις, που εκφράζονταν κυρίως στην πράξη. Όσο για μια σειρά δυνάμεις της άκρας Αριστεράς, υπήρχαν ή σιωπή ή προτάσεις περί «λαϊκής εξουσίας» (με διάφορες παραλλαγές), δηλαδή μιας εξουσίας που αντίπαλός της ήταν το μονοπωλιακό κεφάλαιο και η εξάρτηση — προτάσεις, δηλαδή, που απέρρεαν από την ίδια μήτρα ανάλυσης την οποία είχε τότε τόσο το ΚΚΕ όσο και το σοβιετικό ιερατείο και αναπαρήγαγαν στην πράξη τη λογική των σταδίων.