Δημήτρης Τζιαντζής
Σήμερα Τρίτη 3 Οκτωβρίου συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατο της «καταραμένης ποιήτριας» Κατερίνας Γώγου (1940-1993).
Δημήτρης Τζιαντζής
Aν κάποιος θέλει να συλλάβει κάτι από το πνεύμα, το κλίμα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, δεν έχει παρά να διαβάσει τις ποιητικές συλλογές της Κατερίνας Γώγου, ιδίως τα Τρία κλικ αριστερά και Ιδιώνυμο. Μικρής έκτασης ποιήματα, σε πολύ απλή γλώσσα γραμμένα. Εδώ είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσει κανείς το περιεχόμενο από τη μορφή. Δεν είναι παρατραβηγμένο να σκεφτούμε ότι τα ποιήματα της Γώγου θυμίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι: είναι ποιήματα από την απέναντι όχθη, από το περιθώριο, αλλά όχι ένα περιθώριο αποχαυνωμένο.
Το πάθος για την ελευθερία, η περιφρόνηση του βολέματος, η αμφισβήτηση της εξουσίας, η υπαρξιακή αγωνία, η μελαγχολία και η μοναξιά διαπερνούν τα περισσότερα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου — και ίσως αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και σήμερα πολλοί νέοι τα αναζητούν και τα διαβάζουν. Η Κατερίνα Γώγου δεν ανήκει τυπικά στην Αριστερά, δεν ήταν μέλος κάποιας αριστερής οργάνωσης, ανήκει στα «μαύρα πουλιά» για να θυμηθούμε κάποιους γνωστούς στίχους της:
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Τα «μαύρα πουλιά» δεν έχουν ιδιοκτησία αλλά ούτε και ιδιοκτήτες. Η Γώγου ήταν μπροστά από την εποχή της, στο πλευρό των φτωχών, των παράνομων και κατατρεγμένων, αγγίζοντας θέματα όπως η θέση της γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, η καταπίεση του «διαφορετικού».
Το πιο ανήσυχο, το πιο δυναμικό κομμάτι της νεολαίας αναγνώρισε στο βλέμμα της Γώγου τον εαυτό του.
Μπορούμε να μιλήσουμε για «φαινόμενο Κατερίνα Γώγου»: μια ηθοποιός, γνωστή κυρίως από δεύτερους ρόλους, εκτοξεύεται στο ποιητικό στερέωμα χωρίς τη στήριξη φιλολογικών κύκλων και ΜΜΕ. Αστρονομικές ήταν οι κυκλοφορίες των πρώτων συλλογών της, αδιανόητες για τα εκδοτικά χρονικά. Το πιο ανήσυχο, το πιο δυναμικό κομμάτι της νεολαίας αναγνώρισε στο βλέμμα της Γώγου τον εαυτό του. Και αυτή η αναγνώριση δεν είχε σχέση μόνο με το μεγάλο ταλέντο της, τη δύναμη του ποιητικού της λόγου, αλλά και με το κλίμα της εποχής. Η μνήμη του Πολυτεχνείου ήταν ακόμα πολύ νωπή, τα εξεγερσιακά συνθήματά δονούσαν ακόμα τις καρδιές. Παράλληλα, ωστόσο, το όνειρο είχε ήδη αρχίσει να ξεφτίζει και κάθε «απόλυτη αλήθεια» έμπαινε υπό αμφισβήτηση.
Αν τα πρώτα ποιήματα της Γώγου εκδίδονταν σήμερα, πιθανότατα δεν θα είχαν την ίδια τεράστια απήχηση — εκτός και αν δένονταν με σύγχρονα μουσικά ιδιώματα. Όπως έγραψε η ίδια: «γυρίζω ξυπόλυτη σ’ έναν κόσμο που θέλω ν’ αλλάξω, αφήνοντας ματωμένα χνάρια στο πέρασμα μου». Τα χνάρια που άφησε πίσω της όμως είναι ανεξίτηλα.