Μάκης Γεωργιάδης
Το λόμπι των αγροχημικών εταιρειών φαίνεται να κερδίζει τη μάχη για τη χρήση της ύποπτης για καρκινογενέσεις ουσίας γλυφοσάτης στην επικράτεια της ΕΕ. Για τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, κανένας και τίποτα δεν είναι πάνω από τα κέρδη.
Στις 13 Οκτωβρίου, σε μια εξόχως κρίσιμη ψηφοφορία στην αρμόδια επιτροπή της Κομισιόν, θα κριθεί η έγκριση της παράτασης της χρήσης μιας εξαιρετικά ύποπτης για καρκινογενέσεις χημικής ουσίας: της γλυφοσάτης. Σύμφωνα με πληθώρα επιστημονικών μελετών, η συγκεκριμένη ουσία συνδέεται με την εμφάνιση καρκίνων αιματολογικού κυρίως χαρακτήρα, αλλά και των λεμφαδένων, όπως οι νεοπλασίες non Hodgkin’s. Η γλυφοσάτη είναι η βασική δραστική ουσία ζιζανιοκτόνων ευρείας χρήσης, τα οποία μάλιστα τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αποτελούσαν την «επανάσταση» στη φυτοπροστασία των εντατικών, μεγάλης κλίμακας καλλιεργειών. Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων εκτοξεύτηκε αλματωδώς, τόσο στις ΗΠΑ, αλλά και όπου γης η περιβόητη Μονσάντο είχε απλώσει τα πλοκάμια της. Σε πρώιμο στάδιο, ήδη από τις αρχικές δεκαετίες, υπήρχαν ενδείξεις επιβλαβούς δράσης της γλυφοσάτης στον ανθρώπινο οργανισμό. Ωστόσο, μόλις τα τελευταία χρόνια οι αρμόδιες επιτροπές του ΟΗΕ και του ΠΟΥ που ασχολούνται με την ασφάλεια των αγροτικών προϊόντων και την υγεία αποφάνθηκαν πως η γλυφοσάτη είναι επικίνδυνη και δυνητικά καρκινογόνος, όπως τα συμπεράσματα των βιολογικών και ιατρικών ερευνών επί δεκαετίες αποκάλυπταν.
Φυσικά, ο πολυεθνικός κολοσσός της Μονσάντο δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια όλο αυτό το διάστημα. Η εταιρεία από τη δική της πλευρά προώθησε και ουσιαστικά επέβαλε μια πληθώρα χρηματοδοτούμενων από την ίδια μελετών, οι οποίες αποσύνδεαν τη γλυφοσάτη από κάθε επικίνδυνη και επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία παρενέργεια και ουσιαστικά κατέληγαν στο συμπέρασμα πως η ουσία είναι απολύτως ασφαλής εάν εφαρμόζεται με την απαρέγκλιτη τήρηση των μέσων προστασίας. Οι εξελίξεις στον χώρο της βιοτεχνολογίας, μάλιστα, εκτίναξαν τη χρήση των συγκεκριμένων ζιζανιοκτόνων με τις εμπορικές ονομασίες Roundup, Ranger Pro κ.ά., καθώς η εφαρμογή τους συνδέθηκε άμεσα με τη συνδυασμένη χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων φυτών ευρείας κατανάλωσης και μεγάλης καλλιέργειας, όπως η σόγια, οι ντομάτες, τα καλαμπόκια κ.λπ. Οι μεταλλαγμένες ποικιλίες είχαν την ιδιότητα να είναι ανθεκτικές στα συγκεκριμένου τύπου ζιζανιοκτόνα, τα οποία είναι ικανά στην κυριολεξία να αφανίσουν κάθε ίχνος ανεπιθύμητης βλάστησης μέσα στα χωράφια όπου καλλιεργούνται αυτά τα φυτά. Η κατάσταση άρχισε να περιπλέκεται, όταν ο γερμανικός γίγαντας της φαρμακοβιομηχανίας και των αγροχημικών, Μπάγερ, εξαγόρασε τη Μονσάντο έναντι του αστρονομικού ποσού των 63 δισ. δολαρίων το 2018. Στον τομέα αυτό της βιομηχανίας, τούτη η εξαγορά ήταν η «αγορά του αιώνα». Μέχρι τότε, τα πράγματα για την Μπάγερ ήταν ανέφελα. Λίγους μήνες μετά την εξαγορά, ωστόσο, τόσο πολιτειακά όσο και ομοσπονδιακά δικαστήρια των ΗΠΑ άρχισαν να επιδικάζουν αποζημιώσεις σε παθόντες από τη χρήση των ζιζανιοκτόνων, οι οποίοι ήταν καρκινοπαθείς, συνήθως τελικού σταδίου. Η αρμοδιότητα και η αστική ευθύνη για τη σκοτεινή δράση της Μονσάντο όμως είχε πλέον περάσει στα χέρια της Μπάγερ. Ακόμη και σήμερα, κανείς δεν είναι σε θέση να υπολογίσει με ακρίβεια πόσες αγωγές βρίσκονται σε εκκρεμότητα στις ΗΠΑ και ποιο θα είναι το τελικό κόστος για την Μπάγερ. Κάποιες πηγές εκτιμούν ότι αυτές ξεπερνούν τις 50.000. Η γερμανική εταιρεία αναγκάστηκε να έρθει σε συμβιβασμό με μεγάλα δικηγορικά γραφεία των ΗΠΑ, τα οποία εκπροσωπούσαν χιλιάδες καρκινοπαθείς, και να καταβάλει ως αποζημίωση το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των δέκα δισ. δολαρίων. Το αποτέλεσμα ήταν ένα τεράστιο πλήγμα στο κύρος αλλά κυρίως στην τιμή της μετοχής της Μπάγερ, η οποία εκείνη την περίοδο έχασε πάνω από το 55% της αξίας της και κατρακύλησε κάτω από 60 δολάρια, όταν πριν την εξαγορά κυμαινόταν στα 120.
Δεκαετή παράταση εισηγείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χρήση καρκινογόνου χημικής ουσίας
Μεσούσης αυτής της κρίσης και ενώ η Μπάγερ είχε εγκαταλείψει άλλες δραστηριότητες, όπως την παραγωγή λιπασμάτων προς όφελος του ανταγωνιστή της BASF, ώστε να καταφέρει να εξαγοράσει τη Μονσάντο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν αυτή που έτεινε… χείρα βοηθείας. Αυτό γιατί μετά την παγκόσμια αίσθηση που προκάλεσαν οι δικαστικές αποφάσεις στις ΗΠΑ, μια σειρά χωρών, κυρίως στη Λατινική Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία, απαγόρευσαν τη χρήση της γλυφοσάτης. Περιορισμοί οι οποίοι δεν κράτησαν φυσικά πολύ καιρό, καθώς ανέλαβαν δράση τα λόμπι, αλλά εντούτοις και οι αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες της ΕΕ και οι φορείς ελέγχου των χημικών, άρχισαν να εκφράζουν προβληματισμό και ανησυχία για τη χρήση της γλυφοσάτης σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο, ο «εχθρός» πλέον δεν βρισκόταν εκείθεν του Ατλαντικού, αλλά στον πυρήνα της ίδιας της ΕΕ: τη Γερμανία!
«Ένα πανίσχυρο λόμπι και μια σειρά συμβιβασμών»
Στο τέλος του 2019 και ενώ η Μπάγερ αναγκαζόταν να καταβάλλει αποζημιώσεις, η Κομισιόν, με την έγκριση των αρμόδιων υπηρεσιών της, παρείχε παράταση της χρήσης της γλυφοσάτης ως δραστικής ουσίας διαφόρων αγροχημικών σκευασμάτων μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022. Όταν αυτή η τριετής περίοδος έληξε, δόθηκε μια νέα προσωρινή παράταση για την απρόσκοπτη χρήση της γλυφοσάτης μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023. Με την εισήγηση των αρμόδιων υπηρεσιών προς την Επιτροπή, η οποία έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου, προτείνεται η παράταση της χρήσης της επικίνδυνης ουσίας για μία επιπλέον δεκαετία. Το λόμπι των αγροχημικών εταιρειών που λυμαίνονται τον χώρο (Bayer, Sigenda, Nyfarm), όλα αυτά τα χρόνια δούλεψε εντατικά στο παρασκήνιο, επιδιώκοντας μια περίοδο δεκαπέντε ετών. Παρά τα ανησυχητικά επιστημονικά ευρήματα, τις καταδίκες της Μπάγερ και της προκατόχου της και την καταβολή δισεκατομμυρίων δολαρίων ως αποζημιώσεις για βλάβες στην υγεία, παρά τις δικαστικές εκκρεμότητες, η Κομισίον καταλήγει σε έναν «συμβιβασμό» ο οποίος αδιαφορεί για τη δημόσια υγεία, για το περιβάλλον, για την ασφάλεια των καταναλωτών. Μια ακόμη δεκαετία αλόγιστης χρήσης της γλυφοσάτης είναι βέβαιο ότι θα πολλαπλασιάσει τους υγειονομικούς κινδύνους και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αλλά και στην περιβαλλοντική ισορροπία. Η απόφαση θα ληφθεί με μια αυξημένη πλειοψηφία στην αρμόδια Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να συγκεντρώσει το 65%, αλλά ταυτόχρονα να τηρούνται κάποια κριτήρια πληθυσμιακής κάλυψης σε ένα ιδιαίτερο και πολύπλοκο σύστημα ψηφοφοριών. Όσο περίπλοκο κι αν μοιάζει, η ουσία είναι πως η ΕΕ και όλα τα όργανά της αποδεικνύονται επιζήμια για κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα λόμπι κατοικοεδρεύουν στις Βρυξέλλες και είτε φανερά είτε υπόγεια και με σκοτεινούς τρόπους καταφέρνουν να ασκήσουν την πολιτική τους. Για όλους αυτούς, καμία ζωή δεν έχει αξία και τίποτα δεν είναι πάνω από το κέρδος. Όλοι μαζί είναι οι θεματοφύλακες του ιερού δισκοπότηρου του καπιταλισμού…