της Αιμιλίας Τσαγκαράτου, αναδημοσίευση από τον Σελιδοδείκτη
Η κυβέρνηση της ΝΔ, όλες οι προηγούμενες, οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι, με τρόπο ενιαίο, αξιοποιώντας τη στρατηγική της ΕΕ και τον αναβαθμισμένο ρόλο των δήμων και των περιφερειών ως «τοπικό κράτος» με μια σειρά νομοθετημάτων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (Καλλικράτης, Κλεισθένης, νόμος Βορίδη) εφαρμόζουν μια επιθετική πολιτική αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο και σε όλους τους τομείς που έχουν σχέση με τη ζωή, την εργασία, το χώρο, το περιβάλλον.
Μια σειρά καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούνται συνολικά, βρίσκουν την έκφρασή τους και στη σχέση τοπικού κράτους και εκπαίδευσης. Οι δήμοι και οι περιφέρειες εφαρμόζουν κεντρικές πολιτικές επιλογές όπως η ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης σε τομείς της τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης, ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολικών μονάδων μέσω της ολοένα μειούμενης χρηματοδότησης των Σχολικών Επιτροπών, η χρηματοδότηση προγραμμάτων μέσω των ΕΣΠΑ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το που κατευθύνονται τα χρήματα και οι εργασιακές σχέσεις που απορρέουν από αυτήν, η ιδεολογική κα πολιτική παρέμβαση μέσω προγραμμάτων που απευθύνονται στα σχολεία ή στην άτυπη εκπαίδευση.
Ταυτόχρονα, η σχέση του τοπικού κράτους με την εκπαίδευση είναι μια σχέση που εκφράζεται κυρίως μέσω της συζήτησης για την ανάγκη «αποκέντρωσης» του εκπαιδευτικού συστήματος, σε όλα τα επίπεδα: διοικητικό, οικονομικό, σε επίπεδο περιεχομένου προγράμματος και σπουδών, σύνδεσης με τις ανάγκες «της τοπικής κοινωνίας» – βλ. της τοπικής επιχειρηματικότητας – , επιλογής σχολείου από τους γονείς, ενώ μέσω των οδηγιών των υπερεθνικών οργανισμών εκφράζεται και η ανάγκη να υπάρχει η δυνατότητα προσλήψεων του εκπαιδευτικού προσωπικού από τους τοπικούς φορείς.
Η συζήτηση για την αποκέντρωση της εκπαίδευσης ξεκινά από τη δεκαετία του ΄90. Ο Γ. Παπανδρέου, ως υπουργός Παιδείας το 1995, δήλωνε στη Βουλή ότι «τα καταθλιπτικά γραφειοκρατικά σχήματα του κρατικού συγκεντρωτισμού και η ταύτιση της κρατικής μηχανής με την Παιδεία, πνίγει πρωτοβουλίες, ορίζοντες και δυνατότητες» και ότι «η αποκέντρωση είναι ίσως μια τελευταία ευκαιρία να δώσει στο εκπαιδευτικό σύστημα τον σύγχρονο προσανατολισμό, την ευελιξία».
Τον Σεπτέμβριο του 2005, το ΠΑΣΟΚ στα «Συμπεράσματα Πολιτικού Συμβουλίου – Συζήτηση για την Παιδεία» διατυπώνει τους βασικούς άμεσους στόχους της εκπαιδευτικής του πολιτικής:
«Το κράτος διατηρεί μόνο το γενικό πλαίσιο εκπαιδευτικής πολιτικής. Αποφασίζει για τον κορμό του προγράμματος διδασκαλίας, αναμορφώνοντας τη διδακτέα ύλη, αφαιρώντας περιττά θέματα και επαναλήψεις. Η περιφέρεια στηρίζει τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την κοινωνία, την οικονομία και την απασχόληση. Προσλαμβάνει τους εκπαιδευτικούς… Το σχολικό συμβούλιο επιλέγει βοηθητικό διδακτικό και διοικητικό προσωπικό. Χρηματοδοτεί τη σχολική ζωή με εξασφάλιση και πρόσθετων πόρωv». Στο πνεύμα αυτό, η Άννα Διαμαντοπούλου, ως υπουργός Παιδείας το 2009, δήλωνε ότι υπάρχουν «μείζονα ζητήματα που αφορούν τον ρόλο των δημάρχων στη χωροθέτηση των σχολείων, στη σχολική στέγη, στη λειτουργία του σχολείου. Αυτά αφορούν τη μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση της χώρας, στην οποία η αυτοδιοίκηση και στον χώρο της εκπαίδευσης θα πρέπει να παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο».
Το 2016 ο πρόεδρος του τότε Εθνικού Διαλόγου Αντώνης Λιάκος, έκανε λόγο για εκπαίδευση «διασωληνωμένη από το κράτος» και τόνισε την ανάγκη «ενηλικίωσης τουεκπαιδευτικού συστήματος, με τον απογαλακτισμό από το μεγάλο, προστατευτικό και παρεμβατικό κράτος», ενώ ο τότε υπουργός Παιδείας Γαβρόγλου, δήλωνε: «Θέλουμε να περάσουμε αρμοδιότητες, ευθύνες με ανάλογους πόρους, όμως όχι απλώς να διώχνουμε ευθύνες από το κεντρικό κράτος στην Αυτοδιοίκηση και στις σχολικές μονάδες. Δεν πιστεύουμε ότι ένα συγκεντρωτικό σήμερα εκπαιδευτικό μοντέλο μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας».
Φυσικά στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η ΝΔ. Η Κεραμέως ως υπουργός Παιδείας δήλωνε: «Η εκπαίδευση είναι υπερβολικά συγκεντρωτική, καθώς οι περισσότερες ουσιαστικές λεπτομέρειες σε όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθορίζονται από το υπουργείο. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Πολλές υπηρεσίες και όργανα με αλληλοεπικαλυπτόμενες, πολλές φορές, και, ενίοτε, συγκρουόμενες αρμοδιότητες, πολυνομία και δύσκαμπτη γραφειοκρατία. Καθίσταται σαφές ότι τα στελέχη της εκπαίδευσης έχουν ελάχιστα περιθώρια αυτονομίας και ανάπτυξης πρωτοβουλιών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο». Το 2020, ο πρόεδρος της Επιτροπής του υπουργείου Εσωτερικών για την Προετοιμασία του Νόμου για τη Μεταρρύθμιση και την Ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του Κράτους, καθηγητής Ξενοφώντας Κοντιάδης, επιβεβαίωνε ότι η «αποκέντρωση» της εκπαίδευσης αποτελεί κεντρική επιλογή της ΝΔ. Όπως δήλωνε τότε, «οι αρμοδιότητες που μελετώνται προκειμένου να περάσουν στους δήμους είναι όλες που αφορούν την εκπαίδευση (πρωτοβάθμια – δευτεροβάθμια) , η άσκηση κοινωνικής πολιτικής καθώς και όλο το σύστημα της πρωτοβάθμιας υγείας».
Είναι λοιπόν σαφές ότι όλο το αστικό πολιτικό σύστημα και οι κάθε φορά εκπρόσωποί του έχουν κοινή γραμμή στο θέμα της σχέσης του τοπικού κράτους με την εκπαίδευση. Τα σχέδια αυτά δεν έχουν υλοποιηθεί στην πληρότητά τους και για πολιτικούς λόγους αλλά και λόγω της αντίστασης των εκπαιδευτικών σε αυτά. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές πλευρές παρέμβασης από την πλευρά του τοπικού κράτους, που δίνουν το στίγμα για το τι θα σημαίνει μια συνολικότερη υπαγωγή της εκπαίδευσης σε αυτό.
Η πιο «ορατή» πλευρά της σχέσης τοπικού κράτους και εκπαίδευσης είναι αυτή που έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση των σχολείων και τη σχολική στέγη. Ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων μέσω της μείωσης της χρηματοδότησης των Σχολικών Επιτροπών ανοίγει το δρόμο για την αναζήτηση άλλων πηγών χρηματοδότησης. Ο νόμος 4823/21 στο άρθρο 99 το λέει καθαρά: «Οι σχολικές μονάδες της δημόσιας Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκτός από την τακτική κρατική επιχορήγηση, είναι δυνατόν να χρηματοδοτούνται και από δωρεές, κληρονομίες, κληροδοσίες και άλλες παροχές τρίτων, καθώς και επιχορηγήσεις από άλλες πηγές». Από το 2010 μέχρι σήμερα, η μείωση της κρατικής επιχορήγησης στα σχολεία φτάνει το 40%. Το πρόβλημα έχει γίνει πιο εκρηκτικό με την αύξηση των τιμών στην ενέργεια, με αποτέλεσμα τα σχολεία να μην μπορούν να καλύψουν στοιχειώδη λειτουργικά τους έξοδα. Οι Δήμοι όχι μόνο δεν διεκδικούν μεγαλύτερη χρηματοδότηση, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις, κυρίως σε μεγάλους Δήμους, που δίνουν τα χρήματα που ανήκουν στο σχολείο κατά το δοκούν.
Στα μέσα Σεπτέμβρη και εν μέσω προεκλογικής περιόδου με στόχο να ψηφιστεί πριν τις εκλογές κατατέθηκε σχέδιο νόμου για τη συνολική αναμόρφωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στο σχέδιο αυτό προβλέπεται κατάργηση των σχολικών επιτροπών από τις 30-6-2024 και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους στον οικείο Δήμο, ενώ οι αρμοδιότητες της δημοτικής επιτροπής παιδείας ασκούνται από το δημοτικό συμβούλιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει την ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ασφυξία των σχολείων, αφού κάθε αίτημα θα πρέπει να περνά από το Δημοτικό Συμβούλιο!
Το μεγάλο πρόβλημα της σχολικής στέγης, από την ανέγερση καινούριων κτιρίων μέχρι την επισκευή και το συντήρηση την ήδη υπαρχόντων αναδεικνύεται τον τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο που τα φαινόμενα ζημιών στα σχολεία που έχουν ως αποτέλεσμα ακόμα και τραυματισμούς μαθητών και εκπαιδευτικών όλο και αυξάνονται, αφού τα γερασμένα σχολικά κτίρια αφήνονται στην τύχη τους, χωρίς έλεγχο και συντήρηση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Δήμου της Αθήνας, που οι τεχνικές του υπηρεσίες έχουν μόλις δύο (!) υπαλλήλους, με αποτέλεσμα το έργο της συντήρησης και των επισκευών να ανατίθεται σε εργολάβους, που λειτουργούν με βάση την αρχή κόστος/όφελος. Η κατασκευή νέων κτιρίων γίνεται κυρίως μέσω των υπερκοστολογημένων συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Η Περιφέρεια Αττικής στα πλαίσια του προγράμματος «Αττική», με πρόσκληση για τη «Δημιουργία Επέκταση και Εκσυγχρονισμός Μονάδων Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» με «στόχο» τα 2445 άτομα όπως διατυπώνεται με τη φρασεολογία των ΕΣΠΑ, προσπαθεί να μπαλώσει το οξυμένο κτιριακό πρόβλημα με κονδύλι ΕΣΠΑ 24 εκατομμυρίων ευρώ. Ο παραπάνω «στόχος» απευθύνεται το πολύ σε 10- 15 σχολεία, σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών της συγκεκριμένης Περιφέρειας.
Πολύ σοβαρός είναι ο τομέας που έχει να κάνει με την προσχολική αγωγή και εκπαίδευση, αποτελώντας το «λαγό» για το σύνολο της εκπαίδευσης. Η εισαγωγή των voucher (κουπονιών) για την εγγραφή παιδιών στους παιδικούς σταθμούς και στα ΚΔΑΠ (Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών) είναι από τις πιο σημαντικές αναδιαρθρώσεις, που είναι προφανές ότι ανοίγει δρόμο σε περίπτωση συνολικής υπαγωγής της εκπαίδευσης στο τοπικό κράτος. Είναι ο προπομπός της συνολικής γονεϊκής επιλογής, αφού το voucher ακολουθεί τον δικαιούχο γονέα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ΚΔΑΠ, για τα οποία η εισαγωγή των κουπονιών άνοιξε πεδίο δόξης λαμπρό για την ιδιωτικοποίησή τους, αφού πια τα δημοτικά ΚΔΑΠ φυτοζωούν ενώ αυξάνονται τα ιδιωτικά. Ωστόσο, η «ναυαρχίδα» αυτή της ελεύθερης επιλογής φαίνεται να ναυαγεί, καθώς μόνο τη φετινή σχολική χρονιά 80.000 δικαιούχοι voucher μένουν εκτός παιδικών σταθμών και ΚΔΑΠ. Από τη μια η αύξηση των αιτήσεων δείχνει ότι πολλοί εργαζόμενοι γονείς δεν μπορούν να καλύψουν την ανάγκη για τη φροντίδα των παιδιών τους, ενώ από την άλλη το αφήγημα ότι το voucher λύνει το πρόβλημα για ποιοτική φροντίδα καταρρέει αφού οι προτεραιότητες των ευρωπαϊκών κονδυλίων και των ΕΣΠΑ κάθε φορά αλλάζουν. Επίσης, όσον αφορά στη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης – η οποία έγινε σταδιακά και όχι συνολικά στη χώρα από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – οι Δήμοι σε πολλές περιπτώσεις αρκέστηκαν σε προσωρινές λύσεις για τη στέγαση όλων των παιδιών. Στην Αθήνα για παράδειγμα χρησιμοποίησαν απαράδεκτα κοντέινερ που από την αρχή φάνηκαν τα προβλήματά τους – χωρίς κανένα μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για μόνιμη λύση που σημαίνει ανέγερση νέων νηπιαγωγείων.
Οι δήμοι και οι περιφέρειες συμβάλλουν επίσης σε μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή και επέκταση του θεσμού της μεταλυκειακού έτους μαθητείας για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ. Είναι ένας θεσμός που έχει καταγγελθεί από το εκπαιδευτικό κίνημα ως μέσο παροχής δωρεάν – για τους φορείς και τις επιχειρήσεις – εργατικού δυναμικού, και «εκπαίδευσης» των νέων σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας με ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Είναι τρόπος να καλύπτουν οι υπηρεσίες των δήμων και των περιφερειών τις ανάγκες που έχουν σε μόνιμο και σταθερό προσωπικό με προσωρινό, ευέλικτο εργατικό δυναμικό (για παράδειγμα για το 2020 που υπάρχουν στοιχεία περίπου 200 δήμοι και οργανισμοί τους είχαν 4.808 θέσεις μαθητείας).
Όμως ο ρόλος των δήμων και των περιφερειών αναφορικά με την επαγγελματική εκπαίδευση και τη σχέση της με την «τοπική κοινωνία» είναι ακόμα πιο ενεργός, όπως φαίνεται και στη σύνθεση των Συμβουλίων Σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά Εργασίας που υπάρχουν σε κάθε Περιφέρεια όπως ορίζονται από τον νόμο 4763/20 για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και στα οποία συμμετέχουν και στελέχη των δήμων και των περιφερειών, για να βοηθήσουν στην ανίχνευση των «τοπικών αναγκών» – βλέπε επιχειρηματικών – και στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων επιχειρηματικότητας και καινοτομίας. Ταυτόχρονα, αρκετοί δήμοι παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτοτελών μαθημάτων επιχειρηματικότητας στα σχολεία, κυρίως συμπράττοντας με φορείς όπως η Junior Achievement Greece και ο ΣΕΒ, και μέσω σεμιναρίων ή εργαστηρίων για εκπαιδευτικούς (π.χ. Δήμος Τρικκαίων, Δήμος Βριλησσίων ) – η εισαγωγή της επιχειρηματικότητας στα σχολεία είναι βασικός στόχος της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ιδιαίτερο είναι το βάρος που δίνουν οι δήμοι και οι περιφέρειες στην άτυπη εκπαίδευση και στη δια βίου μάθηση. «Καινοτόμα» προγράμματα, σεμινάρια, εργαστήρια, τα οποία όμως έχουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία περιεχόμενο που βασίζεται στις τρέχουσες κάθε φορά εκπαιδευτικές προτεραιότητες όπως καθορίζονται από τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές ανάγκες του κεντρικού κράτους. Τα soft skills έχουν περίοπτη θέση, οι ψηφιακές δεξιότητες, οι επιχειρηματικές δεξιότητες, η ρομποτική είναι από τα βασικά θέματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα το Innovathens του Δήμου της Αθήνας). Ενδεικτική επίσης είναι η συνεργασία του δήμου Θεσσαλονίκης με ιδιωτικά κολλέγια όπως το City College ή το University of York Europe Campus με θέμα πάλι τις ψηφιακές ικανότητες. Ιδιαίτερα «παραγωγικό» είναι και το Τμήμα Προγραμμάτων και Δια Βίου Μάθησης του ίδιου δήμου που σε συνεργασία με τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας πραγματοποιεί προγράμματα S. T.E.A.M. σε Δημοτικά Σχολεία του Δήμου. Ενδιαφέρον έχει το πώς ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει άποψη και για την ….παιδαγωγική διαδικασία αφού σύμφωνα με την ανακοίνωσή του για το παραπάνω πρόγραμμα «….επιχειρείται ο μετασχηματισμός από το επίπεδο της παραδοσιακής δασκαλοκεντρικής διδασκαλίας στη διδασκαλία όπου κυρίαρχο ρόλο στο αναλυτικό πρόγραμμα θα διαδραματίζει η επίλυση προβλήματος και η ανακαλυπτική – διερευνητική μάθηση»…
Τα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε είναι πάρα πολλά. Προγράμματα ανακύκλωσης που απευθύνονται στα σχολεία, όπως το Σχολικό Πρωτάθλημα Ανακύκλωσης της Περιφέρειας Αττικής την σχολική χρονιά που μας πέρασε. Ή τη συνεργασία της Περιφέρειας Αττικής με τον Πανεπιστήμιο Πειραιώς για την «ανάδειξη της αριστείας της Γαλάζιας Οικονομίας» ή τον πρώτο Φοιτητικό Διαγωνισμό Επιχειρηματικής Ιδέας. Η απαρίθμηση από μόνη της δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αν δεν τονίσουμε το εξής: το τοπικό κράτος μέσω όλων των παραπάνω παίζει ενεργό ρόλο στην προώθηση όλων εκείνων των εκπαιδευτικών πολιτικών και αναδιαρθρώσεων κυρίως στους τομείς εκείνους που έχουν ιδιαίτερη αξία για το κεφάλαιο. Εκεί που υπάρχει το χρήμα – οι ψηφιακές δεξιότητες, η επιχειρηματικότητα και η «πράσινη ανάπτυξη» είναι από τους βασικούς πυλώνες των ευρωπαϊκών πολιτικών και χρηματοδοτήσεων – και εκεί που ιδεολογικά και πολιτικά θέλουν να επιβάλλουν ως περιεχόμενο τις δεξιότητες και όχι τη γνώση.
Είναι φανερό με βάση τα παραπάνω ότι η λειτουργία σοβαρών πλευρών που άπτονται του τοπικού κράτους και της σχέσης τους με την εκπαίδευση με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας, βρίσκεται στον «πυρήνα» της λειτουργίας του. Δεν έχει να κάνει απλά με τη «χρηστή διαχείριση» είτε των κρατικών κονδυλίων είτε των πακέτων του ΕΣΠΑ. Έχει να κάνει με κεντρικές πολιτικές επιλογές, που όσο δεν υπάρχει σύγκρουση με αυτές, τα σχολεία θα συνεχίσουν να καταρρέουν, οι γονείς θα ζητιανεύουν voucher για τη φροντίδα των παιδιών τους, οι εκπαιδευτικοί θα ψάχνουν χορηγούς για τα στοιχειώδη για τη δουλειά τους. Επίσης, θα μένει ο δρόμος ανοιχτός και για άλλες ριζικές αναδιαρθρώσεις, όπως η κατηγοριοποίηση των σχολείων μέσω της «αποκέντρωσης», οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών από τους δήμους ή τις περιφέρειες όπως γίνεται σε μια σειρά χώρες, με το δήμο εργοδότη και τον διευθυντή – μάνατζερ και με καταστροφικά για την εκπαίδευση αποτελέσματα.
Η σύνδεση για μας με την «τοπική κοινωνία» δεν περνάει μέσα από τα τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Περνά μέσα από τα κινήματα που διεκδικούν, που συγκρούονται, που φέρνουν τις πραγματικές ανάγκες μπροστά. Και για την εκπαίδευση αλλά και συνολικά.