Αιμιλία Καραλή
Και οι πολίτες γίνονται θεατές, ενώ η πόλη μεταμορφώνεται πρόσκαιρα σε τόπο πανηγυριού. Ψηφοφόροι και υποψήφιοι ανεβαίνουν σε όποιο ομοίωμα ζώου του καρουζέλ τους ταιριάζει και περνάνε από όλα τα σημεία της περιφέρειάς του.
Η πρώτη εφαρμογή του καρουζέλ στηρίχτηκε σε έναν μηχανισμό που χρησιμοποιήθηκε επί Βυζαντίου για την εκπαίδευση ιππέων πολεμιστών στην ξιφομαχία. Τον εξέλιξαν οι Άραβες και από τον 12ο αιώνα περνάει μέσω των σταυροφόρων στην Δύση με το όνομα Carosella, δηλαδή μικρή μάχη. Από τον 17ο αιώνα μετεξελίχτηκε στην περιστρεφόμενη κατασκευή που τοποθετείται σε λούνα-παρκ και σε πανηγύρια για να παίζουν κυρίως παιδιά. Γύρω από έναν κεντρικό άξονα τοποθετούνται κυκλικά ομοιώματα ζώων με καθίσματα στη ράχη τους: άλογα, τίγρεις, ελέφαντες, μονόκεροι, δράκοι, ζέβρες. Ο αναβάτης τους κάτω από τους ήχους μιας μουσικής γυρνάει γύρω γύρω από τον κεντρικό στύλο. Διασκεδάζει, ξεχνιέται, φαντάζεται, γελά· παραμυθιάζεται και παραμυθείται.
Το καρουζέλ συνήθως στήνεται κατά τη διάρκεια εορταστικών περιόδων σε κεντρικές πλατείες πόλεων. Κάθε τοπικός άρχοντας που σέβεται τον εαυτό του και τους κατοίκους της πόλης του είναι «υποχρεωμένος» να προσφέρει αυτήν τη χαρά στο κοινό του. «Μας έφερε και καρουζέλ», θα λένε όσοι θα θέλουν να δικαιολογήσουν την ψήφο τους στις «γιορτές της δημοκρατίας», όπως αποκαλούν ορισμένοι τις εκλογές — καλή ώρα σαν τις τωρινές. Έτσι, όπως παλιότερα στις πρώτες δημοτικές εκλογές μετά τη χούντα στον Πειραιά πολλοί στήριξαν τον εκλεκτό της δήμαρχο Σκυλίτση, λέγοντας: «Μας έφερε και τα σιντριβάνια με τα νερά που χορεύουν». Κι ας πνιγόταν ο Πειραιάς –κυρίως οι φτωχογειτονιές του– από τα νερά των βροχών. Σημασία είχε το θέαμα είτε των σιντριβανιών είτε των καρουζέλ.
Και οι πολίτες γίνονται θεατές, ενώ η πόλη μεταμορφώνεται πρόσκαιρα σε τόπο πανηγυριού. Ψηφοφόροι και υποψήφιοι ανεβαίνουν σε όποιο ομοίωμα ζώου του καρουζέλ ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τους και περνάνε από το ένα σημείο του κυκλικού μηχανισμού στο άλλο, από όλα τα σημεία της περιφέρειάς του. Ο ρυθμός προκαθορισμένος, οι αποστάσεις από το κέντρο ίσες. Μερικοί και μερικές ίσως να φαντασιώνονται πως οι κύκλοι που κάνουν τους μετατρέπουν σε εκείνους τους ακροβάτες μοτοσικλετιστές που προσπαθούσαν να κρατήσουν την ισορροπία τους στο βαρέλι του κύκλου του θανάτου — άλλο πανηγυριώτικο θέαμα. Άλλοι και άλλες μπορεί να νιώθουν σαν εκείνους τους δερβίσηδες που όσο περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους τόσο νιώθουν να έρχονται πιο κοντά στον θεό.. Ποιος ξέρει! Τα όρια ανάμεσα στη διασκέδαση, στον θάνατο και στον θεό είναι συχνά ρευστά. Σαν τη συνείδηση, περίπου, όταν αλώνεται από τον κυνισμό και τον συμβιβασμό.
Γύρω όμως από τους προκαθορισμένους κύκλους των καρουζέλ υπάρχουν πόλεις που έχουν μετατραπεί σε «α-πόλεις»: τσιμεντωμένοι χώροι, άναρχα οικοδομημένοι, με σωπασμένα ποτάμια και ρέματα, με ελάχιστους πόρους ανάσας και δημιουργίας. «Α-πόλεις», γιατί περπατώντας στους ρυπασμένους δρόμους τους και αναπνέοντας τον βρόμικο αέρα τους, δεν αναγνωρίζεις την ιστορία τους, τις συλλογικές κοινωνικές ανάγκες που τις δημιούργησαν. Είναι αυτές που μετατρέπουν τους πολίτες τους σε κατοίκους, ικανοποιημένους με το «σπιτάκι» τους, το «αυτοκινητάκι» τους, το «δανειάκι» τους και –κυρίως– το «επιδοματάκι» τους (όσο για την εκπαίδευση, την υγεία; Ε! Κάπως θα τα βολέψουμε κι εκεί).
Είναι, τελικά, εκείνες οι οικιστικές κατασκευές που ικανοποιούν κυρίως καταναλωτικές προσταγές με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις να καταλαμβάνουν τους χώρους, να επιβάλουν τα λογότυπά τους, να υψώνουν με αλαζονεία γιγαντιαία κτίρια που ταπεινώνουν το φυσικό περιβάλλον, να χορηγούν καλλιτεχνικά θεάματα. Είναι αυτές των οποίων οι νυχτερινές φωτεινές βιτρίνες και επιγραφές δεν μπορούν να κρύψουν τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχια, την επαιτεία, την αστεγία, την περιθωριοποίηση. Αντίθετα, φωτίζουν γωνιές που μετατρέπονται σε σκηνή από την Όπερα της πεντάρας του Μπέρτολτ Μπρεχτ: η ανθρώπινη εξαθλίωση μετατρέπεται σε οικονομική επιχείρηση.
Πόλεις έχουν γίνει «α-πόλεις»: τσιμεντωμένοι χώροι, με σωπασμένα ποτάμια και ρέματα, με ελάχιστους πόρους ανάσας
Η «πόλη», από θαυμαστό δημιούργημα του ανθρώπου της νεολιθικής εποχής που παρήγαγε τους «πολίτες», το «πολίτευμα», τον «πολιτισμό», έχει εκπέσει σε ένα κατακερματισμένο σώμα, χωρισμένο σε νησίδες προνομιούχων και μη, αποξενωμένο από καθετί ωραίο και δημιουργικό, εχθρικό με ό,τι μπορεί να κάνει ανθρώπινο τον άνθρωπο. Μπορεί κάποιος να την διαχειριστεί; Βεβαίως. Ως αναβάτης σε κάποιο από τα ομοιώματα ζώων των καρουζέλ. Με περιστροφές γύρω από έναν άξονα που είναι καθορισμένος, πακτωμένος σε χώμα λιπασμένο από το χρήμα, ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής που άλλοι έχουν επιλέξει. Το πολύ-πολύ να κάνει καμιά απροσδόκητη φιγούρα. Είναι συνειδητή επιλογή η διαχείριση ή η ανατροπή της. Δύσκολο, πολύ δύσκολο! Αλλά όπως έγραφε και η Μέλπω Αξιώτη: «Πάντα μας τρόμαζαν οι ευκολίες. /Τόσο πολύ αγαπήσαμε τη ζωή».