Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Το μέτωπο των «προοδευτικών» δυνάμεων, που λανσάρεται από ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και άλλους, ακρωτηριάζει τον ριζοσπαστισμό
Είναι σαφές ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι ο πιο συνεπής εκφραστής των συμφερόντων του κεφαλαίου και ηγείται της κούρσας της αντιδραστικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, της κατεδάφισης των εργατικών κατακτήσεων και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της πρόσδεσης της Ελλάδας στο άρμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και της πολεμικής εμπλοκής με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Αυτή όμως η κυνική ειλικρίνεια υπέρ του κεφαλαίου, η αλαζονική προτροπή προς τους εργαζομένους να δουλεύουν μέχρι και 13 ώρες τη μέρα για να επιβιώσουν, δυναμώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, που εύλογα επικεντρώνεται στη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους και αφορμές.
Σε αυτό το κοινωνικό κλίμα της μεγάλης -αλλά συχνά βουβής και «τυφλής»- αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας, σε συνδυασμό με την αδυναμία του εργατικού και λαϊκού κινήματος να ορθωθεί το ίδιο απέναντι στην πολιτική της ΝΔ με ανατρεπτικούς στόχους και νίκες και με την αδύναμη παρουσία της επαναστατικής αριστεράς, ξαναζεσταίνονται τα σχέδια για μια αντιδεξιά ενότητα. Με αφορμή την εκλογή του Χ. Δούκα στον δήμο της Αθήνας ο Σ. Κασσελάκης διακήρυξε ενθουσιασμένος «Να τι κάνει ο προοδευτικός κόσμος όταν ενώνεται!». Ο Γ. Παπανδρέου μίλησε για την «ανατροπή» που μπορεί να γίνει «όταν ενώνονται οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις», σύμφωνα με τον Χ. Σπίρτζη, πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, «ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ώστε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσουν κοινό μέτωπο», ενώ ο Κ. Ζαχαριάδης, υποψήφιος δήμαρχος με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα, μίλησε για δυνάμεις που «συναντιούνται και αθροίζονται»… Αυτή η εκκολαπτόμενη συνεργασία δεν είναι καθόλου δεδομένη, ιδίως στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ διαγκωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία στο προτεινόμενο αντιδεξιό μέτωπο. Ωστόσο η γραμμή μιας προοδευτικής δημοκρατικής ενότητας με κυβερνητική προοπτική δοκιμάζεται στην τοπική διοίκηση που ανέκαθεν αποτελεί πεδίο δοκιμών.
Αυτή η λογική, σε όποια εκδοχή κι αν εκφράζεται -από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ή το ΜέΡΑ25- δεν οδηγεί σε τίποτα άλλο παρά στην παλιά δοκιμασμένη πραγματικότητα της ύπαρξης δύο αστικών κομμάτων ή πόλων που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία. Για τρεις δεκαετίες (1981-2011) ο χάρτης της Ελλάδας βαφόταν και ξαναβαφόταν γαλαζοπράσινος ή πρασινογάλαζος σε διαφορετικές αναλογίες, η κοινωνική δυσαρέσκεια διοχετευόταν από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ και αντίστροφα, και η αστική πολιτική υλοποιούνταν χωρίς ιδιαίτερους πολιτικούς κλυδωνισμούς. Ανταγωνίζονταν το «φως» με το «σκοτάδι», η «Δεξιά» με τις «δημοκρατικές δυνάμεις», ακυρώνοντας τον ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, εμπεδώνοντας στο εργατικό κίνημα και την αριστερά τη ρεαλιστική προσαρμογή εντός ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, την παραμονή των βάσεων των ΗΠΑ και την αποδοχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης που θα έφερνε ευημερία σε όλους.
Όλα αυτά μέχρι την καπιταλιστική κρίση και την μνημονιακή επίθεση της ΕΕ και του κεφαλαίου, όπου το φως και το σκοτάδι συγκρότησαν το μέτωπο της «σωτηρίας της χώρας». Ο χάρτης της Ελλάδας βάφτηκε μαύρος ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ερχόταν πρώτο. Οι τρεις δεκαετίες δικομματικής εναλλαγής αποδείχθηκε η καλύτερη προετοιμασία για το σύστημα για την τελική επίθεση του 2010. Σ’ αυτή την προετοιμασία συνέβαλλαν και το ΚΚΕ και η «ανανεωτική αριστερά» σ’ όλες τις μεταμορφώσεις, υποτασσόμενα πότε στον ένα πότε στον άλλο πόλο, είτε για την ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων είτε για την «κάθαρση» του 1989. Με ανάλογο τρόπο το δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στην ήττα το λαϊκό κίνημα κατά των μνημονίων.
1981-2010: Τρεις δεκαετίες δικομματικής εναλλαγής προετοίμασαν την τελική επίθεση του κεφαλαίου
Κάθε αστική κυβέρνηση, ιδίως «στα δύσκολα», για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται την «καθώς πρέπει» αντιπολίτευσή της, κάθε δεξιά χρειάζεται την αντιδεξιά της, οι νεοφιλελεύθεροι χρειάζονται και τους αντινεοφιλελεύθερους, και η ΝΔ χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ ή και τους δύο μαζί. Ο καθαρόαιμος αστικός πόλος χρειάζεται έναν αντίπαλο που να συναινεί στα βασικά και να αντιπολιτεύεται στα σημεία για να απορροφά τους κραδασμούς. Η αστική τάξη χρειάζεται τους δύο πόλους να είναι διαφορετικοί, να εξυπηρετούν με διαφορετικό τρόπο το κεφάλαιο, να ενσωματώνουν διαφορετικά τους μικροϊδιοκτήτες και τα μισθωτά μεσαία στρώματα, να διαχέουν διαφορετικά την αστική ιδεολογία στη μισθωτή διανόηση και στη χειρωνακτική εργατική τάξη, να ενσωματώνουν τα λαϊκά στρώματα με διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα, σε άλλους να απευθύνονται με τον τεχνοκρατικό «ορθολογισμό», τον αστικό δικαιωματισμό και τον ευρωπαϊκό εθνικισμό, και σε άλλους με τη θρησκοληψία και τον πρωτόγονο εθνικισμό της περικεφαλαίας. Οι διαφορές είναι πλούτος για την αστική πολιτική αρκεί να μην ξεπερνάνε τα όρια που θέτει ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός.
Στην επιδίωξη του αστικού πολιτικού συστήματος να αποκτήσει δύο πόδια ώστε να μην κουτσαίνει, βάζουν πλάτη οργανώσεις και τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, που εγκλωβίζουν την αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική στον αντιμητσοτακισμό. Η λογική της ενίσχυσης του Χ. Δούκα για να ηττηθεί ο Κ. Μπακογιάννης δεν είναι συμβατή με την πολιτική ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από τα αστικά σχέδια, απωθεί το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι των αγωνιστών που απομακρύνονται ακριβώς από τη λογική της διαχείρισης, είτε την κυβερνητική είτε του τοπικού κράτους. Η επαναστατική αριστερά δεν θα γίνει αιμοδότης -«χωρίς αυταπάτες»- του αστικού διπολισμού· δουλειά της είναι να πρωτοστατήσει σε ένα ανατρεπτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα σε αντίθεση με το σύνολο της αστικής πολιτικής και σε ανεξαρτησία από τον κομμουνιστικής αναφοράς ρεφορμισμό της «ανακούφισης» χωρίς ανατροπή.