Έκτωρ-Ξαβιέ Δελαστίκ
▸Το διαφημιζόμενο «κίνημα κατά των νέων ταυτοτήτων», γίνεται κατανοητό ως ο πρόσφατος κρίκος μιας αλυσίδας δεκαετιών.
Οι απαρχές της επιχειρηματολογίας του εντοπίζονται στην εποχή των κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η βεντάλια κινημάτων, με τον ήλο της στο Σιάτλ του 1999, περιλάμβανε προνομιακώς ρεύματα προοδευτικής φύσεως ή/και σκεπτικιστικά προς τον καπιταλισμό έως σαφώς αντικαπιταλιστικά. Η σταδιακή κατάργηση οικονομικών συνόρων και δασμών σε καπιταλιστικό πλαίσιο ήταν ενστικτωδώς κατανοητή από την πλειοψηφία του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών ως απειλή για το μέλλον τους. Μερίδες του κεφαλαίου που εκτιμούσαν πως δε θα βρίσκονται σε θέση σχετικής ισχύος στη νέα εποχή και συντηρητικά λαϊκά στρώματα κλήθηκαν να δομήσουν επιχειρήματα κατά της παγκοσμιοποίησης τα οποία να στέκονται μακριά ή απέναντι από την ταξική ανάλυση.
Αυτή η πανσπερμία φιλολογιών συμπυκνώνονταν γύρω από τα ζητήματα της εξουσίας (σκιώδεις κυβερνήσεις στις οποίες ο λαός δεν έχει πρόσβαση), της εθνικής κυριαρχίας (η παγκοσμιοποίηση αδυνατίζει τις εθνικές κυβερνήσεις), των ατομικών δικαιωμάτων (συγκεντροποίηση των προσωπικών δεδομένων και κοινή τους χρήση μεταξύ αστυνομικών αρχών) και της θρησκευτικής ταυτότητας (η παγκοσμιοποίηση επάγει θρησκευτική ανεκτικότητα, αποδυναμώνοντας την ταυτότητα θρησκειο-κεντρικών κρατών). Εκκινούν από αποτελέσματα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, τα φετιχοποιούν και τα ανάγουν σε πολιτική ταυτότητα. Υπάρχει βαθιά συνάφεια μεταξύ αυτής της ρητορικής και του κινήματος κατά των νέων ταυτοτήτων του 1999-2000. Σε εκείνη την περίοδο, η Νέα Δημοκρατία το στήριξε παρασκηνιακά (για λόγους φθοράς της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ) συμβάλλοντας στη δημιουργία και παγίωση της ταυτότητάς του. Έτσι, στην ακροδεξιά-ακραιοχριστιανική πτέρυγα του πληθυσμού ταυτίστηκε το έγγραφο της ταυτότητας με τη θρησκευτική ομολογία. Θεμελιώθηκε επίσης η πρωτοκαθεδρία του παραεκκλησιαστικού μηχανισμού ως καθοδηγητή σε τέτοια ζητήματα, η οποία επανεμφανίζεται σήμερα.
Το κίνημα του 1999-2000 συμπυκνώθηκε αποκλειστικά γύρω από την απαλοιφή του θρησκεύματος, η οποία όμως έγινε μαζί με την απαλοιφή επαγγέλματος, διεύθυνσης, ονοματεπωνύμου συζύγου, βιομετρικών στοιχείων και δακτυλικού αποτυπώματος. Υπό το βάρος προοδευτικής κοινωνικής πίεσης, η αστική τάξη είχε συνθηκολογήσει στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφαιρώντας από την αστυνομία το τυπικό δικαίωμα να έχει αυτά τα στοιχεία για κάθε έναν πολίτη της χώρας. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε πως η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες παγκοσμίως (μαζί με Λάος, Λίβανο, Παραγουάη και Νότια Κορέα) στις οποίες η ταυτότητα είναι αστυνομικό και όχι πολιτικό έγγραφο. Είναι σαφές πως η ελληνική ταυτότητα φέρει βαριά τη σφραγίδα της πλούσιας σε ολοκληρωτισμό τοπικής ιστορίας.
Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να θέτουμε τη συζήτηση περί νέων ταυτοτήτων ώστε να μην ανήκει στην «ακροδεξιά του Κυρίου» το πεδίο των προσωπικών δεδομένων. Κάθε στοιχείο που βρίσκεται σε μια αστυνομική ταυτότητα συμπεριλαμβάνεται στην αρχειοθήκη της Ασφάλειας και της αστυνομίας. Ως εκ τούτου, τη σημαντικότερη προσθήκη στα αστυνομικά αρχεία αποτελεί το δακτυλικό αποτύπωμα, το οποίο μέχρι σήμερα απαιτούσε κατηγορία για ποινικό αδίκημα. Η καταγεγραμμένη «εφευρετικότητα» της ΕΛΑΣ στη χρήση δακτυλικών αποτυπωμάτων για να στηρίξει καταδίκες κάνει μια τέτοια, ήδη βαθιά οπισθοδρομική προοπτική, ενεργητικά επικίνδυνη για άτομα με πολιτική ή/και συνδικαλιστική δράση. Ακόμα περισσότερο, η πρόσβαση της αστυνομίας σε στοιχεία δημοτολογίου και τον προσωπικό αριθμό του πολίτη (αμιγώς προσωπικά στοιχεία του δημοσίου) ενισχύει το διαχρονικό αστυνομοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους.
Πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι τέτοια πρόσβαση της αστυνομίας σε προσωπικά δεδομένα των πολιτών αποτελεί κόκκινο πανί για τους δυτικούς πληθυσμούς, πολλώ δε μάλλον όταν για τους περισσότερους η ταυτότητα είναι προαιρετική. Αυτή είναι η φιλελεύθερη αντίληψη της προστασίας του πολίτη από την παντοδυναμία του κρατικού μηχανισμού. Το δικό μας χρέος είναι να εμπεδωθεί η ταξική αντίληψη της αστυνομίας ως μηχανισμού επιβολής της αστικής εξουσίας, άρα κατ’ αρχήν εχθρικού προς τα χαμηλότερα στρώματα, ειδικά όποτε απαιτούμε αξιοπρεπή ζωή. Αλλά και τη διαπλοκή του με τις μυστικές υπηρεσίες και την ακροδεξιά, οι οποίες πάντα αποζητούσαν και αποζητούν τον έλεγχο κάθε πτυχής της προσωπικής ζωής προς όφελος των πατρόνων τους.