Κίμων Ρηγόπουλος
Σε έναν κόσμο σπαραγμάτων που αδυνατούν να αρθούν σε λόγο και έτσι να γίνουν κώδικας στοιχειώδους συνεννόησης, ο κίνδυνος δεν είναι μια λογοκρατούμενη κοινωνία αλλά μια εικονοκρατούμενη και βλακοκρατούμενη κοινωνία. Ο σύγχρονος δογματισμός πηγάζει από τη δύναμη της αμετάφραστης εικόνας με τον λόγο εξόριστο ή μια αδιάβαστη υποσημείωση της γιγαντοεικόνας. Το περίφημο: «μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις» εμπεδώνει την αφασία και πριμοδοτεί τα απαστράπτοντα μηδενικά. Και όσο φτωχαίνει η γλώσσα το επιχείρημα περνάει στα μπράτσα. Όσο περισσότερο χώρο καταλαμβάνει η αφασία στον ακατοίκητο εαυτό μου τόσο πιο απρόσβλητος και αυτάρκης αισθάνομαι. Η βαρβαρότητα εκπονείται ως καπιταλιστικό σχέδιο και διαχέεται ανεξέλεγκτα εμπλουτισμένη με την «ανιδιοτελή» βαρβαρότητα των υπηκόων. Γίνεται ο μοναδικός τρόπος πραγμάτωσης της ύπαρξης.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αισθανθεί υποχρεωμένος να υπογραμμίσει εμφατικά ότι στις μέρες μας το νέο «εκπροσωπήθηκε» από τον Κασσελάκη και το σοβαρό από την Αχτσιόγλου και… κάνε στάση να κατέβω.
Όταν ο λόγος εξαντλείται σε ένα άνευρο σύνθημα και η απάντηση σε οποιοδήποτε ερώτημα περιορίζεται στη διάζευξη ενός στεγνού ναι ή όχι, τότε κάθε συζήτηση για τους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης περιττεύει. Βρισκόμαστε ήδη στην επικράτειά της. Εδώ η μετά γνώσεως αντίρρηση και αμφιβολία, που αποτελούν κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι απλά χάσιμο χρόνου.
Η απενοχοποίηση των πάντων για τα πάντα αντί να απελευθερώνει από τη μέγγενη δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων, υποβιβάζει ως οδοστρωτήρας ακυβέρνητος τα ζωτικά σύμβολα σε ρούχα από δεύτερο χέρι. Τα σύμβολα όμως, ακόμα και ως ποιητική ανασύνθεση του κοινωνικού ζόφου, αποτελούν πρόθυμους υποδοχείς κάθε έμπρακτης αμφισβήτησης της βαρβαρότητας. Χωρίς αυτά ο πολιτικός λόγος από φυσικό παράγωγο της ιδεολογίας, καταντά ένα αυτονομημένο παίγνιο της μιας χρήσης. Λόγος υπηρέτης ενός πραγματισμού αδιαπέραστου από το αναγκαίο ρίγος της αισθαντικότητας.
Η ιδεολογία, έννοια μακράς πνοής, εγείρει την αξίωση για μακράς πνοής συνειδήσεις. Η άσκεπτη ταχύτητα-όλα fast και όποιος προλάβει- κοντράρει βίαια αυτή την εναρμόνιση. Ας το παραδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε την ταχύτητα της εποχής μας και ας επιστρατεύσουμε τη δυνατότητα του συμπλέκτη. Έχουμε την ανάγκη ενός λόγου που δεν καταγράφει την πραγματικότητα ως ανακοινωθέν ηρωικώς πεσόντων «σε άνιση μάχη κι αγώνα» ούτε και παραδίδεται όμως στην υπέρτερη δύναμη του κυρίαρχου λόγου. Δεν υποκύπτουμε στον πειρασμό της επίδειξης μιας φεισμπουκικού τύπου ανέξοδης ευαισθησίας με την υπερβολική δόση μιας αφορολόγητης προπέτειας.
Η αίσθηση του ανεπανόρθωτου σκιάζει την προσπάθεια εκλογίκευσης των πραγμάτων. Εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε πίστα ή να πάρουμε την μπάλα μας και να φύγουμε. Μπορούμε όμως με όση νηφαλιότητα μας περισσεύει, να αμφισβητήσουμε έλλογα και έμπρακτα τον ασφαλτοστρωμένο μονόδρομο της βαρβαρότητας. Και όπως είπαμε: με το πόδι μας στον συμπλέκτη.