Αιμιλία Καραλή
Η βία πάνω στον ασθενέστερο, σε όποιον έχει μικρότερη δύναμη από τον βιαστή του, γίνεται τρόπος ζωής, αντίληψη βαθιά στερεωμένη, εκλογικευμένη στάση του παραλογισμού που εμπεριέχει, συνειδητός μηχανισμός επιβίωσης.
Το Σβέντμποργκ είναι μια πόλη στο νησί Φιν της Δανίας όπου είχε καταφύγει ο Μπρεχτ, εξορισμένος από το ναζιστικό καθεστώς της χώρας του. Το 1939 ολοκλήρωσε την ποιητική του συλλογή Ποιήματα του Σβέντμποργκ. Αρχίζει με το γνωστό αποφθεγματικό ποίημα που δίνει και την ερμηνευτική κατεύθυνση του συγκεκριμένου έργου: «Τον καιρό της φρίκης,/ θα τραγουδάμε ακόμα;/ Ναι, θα τραγουδάμε:/ το τραγούδι της φρίκης» (Μόττο στα «Ποιήματα του Σβέντμποργκ», μετ. Μ. Πλωρίτης).
«Τραγούδησε» τη φρίκη, λοιπόν, ο Μπρεχτ, αυτήν που βίωνε αυτός και εκατομμύρια άλλοι συμπολίτες του και λίγο αργότερα εξοντώθηκαν από αυτήν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Έγιναν τα ποιήματα «ενθύμια της φρίκης», όπως έγραφε ο ομότεχνός του Νίκος Καρούζος, μνήμη πολύτιμη και αποτρεπτική για όποια επανάληψη της βαρβαρότητας; Όχι βέβαια. Η φρίκη είναι ζωντανή, αμείλικτη και στοιχειώνει την καθημερινότητά μας. Ό,τι την προκάλεσε δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, να αναπαράγεται, να ενδημεί στην κοινωνία μας. Και αυτό που πολλοί αποκαλούμε φρίκη είναι για άλλους –περισσότερους– μια φυσική κατάσταση, μια κανονικότητα που δεν μπορεί να αλλάξει και –κυρίως– δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει.
Η βία πάνω στον ασθενέστερο, σε όποιον έχει μικρότερη δύναμη από τον βιαστή του, γίνεται τρόπος ζωής, αντίληψη βαθιά στερεωμένη, εκλογικευμένη στάση του παραλογισμού που εμπεριέχει, συνειδητός μηχανισμός επιβίωσης. Αυτός που ασκεί βία δεν είναι πάντα απαραίτητο να έχει ισχυρή οικονομική, πολιτική ή οικονομική θέση. Ο τελευταίος διδάσκει και διαπαιδαγωγεί. Έχει όλα τα μέσα στη διάθεσή του να το κάνει. Και κυρίως κινεί όλους τους μηχανισμούς που θα το πετύχει. Άλλοτε με τον φόβο, άλλοτε με την επιβράβευση διαμορφώνει τους μαθητές και τις μαθήτριές του. Τέτοιους βρίσκουμε παντού: στη δουλειά, στο σχολείο, στη γειτονιά, στους δρόμους και στις πλατείες, στα στενά, στα σύνορα, στην ενδοχώρα, στα λιμάνια, στους καταπέλτες των πλοίων.
Γελάνε με τον πόνο που προκαλούν, ικανοποιούνται με το βλέμμα του φόβου που γεννούν οι πράξεις τους, ικανοποιούνται όταν εκτελούν την «αποστολή» τους. Κι όταν αποδεικνύονται «βασιλικότεροι του βασιλέως», τρώνε και μια σφαλιάρα, ζητάνε και μια «συγγνώμη, δεν θα το ξανακάνω έτσι» και συνεχίζουν. Θα βρούνε άλλους τρόπους να δείξουν «καλή διαγωγή» στους δασκάλους τους. Υπάρχουν εξάλλου πολλές ευκαιρίες που θα τους δοθούν.
Θα είναι σε κάποια μελλοντική απεργία που θα πάνε να σπάσουν γιατί «νοιάζονται για το ψωμί των παιδιών τους»; Θα είναι σε κάποιο βάλτο των συνόρων όπου θα ξεγυμνώσουν και θα «τσουβαλιάσουν» μετανάστες «επικίνδυνους» για την εθνική ασφάλεια; Θα είναι σε κάποια δρομάκια όπου θα δείρουν όποιον και όποια θεωρούν ότι προσβάλλει τα «χρηστά» τους ήθη; Θα φορέσουν στολή και θα χτυπήσουν τον
διαδηλωτή βέβαιοι λόγω του οπλισμού τους για την επιτυχή έκβαση του έργου τους; Θα χλευάσουν όποιον σκέφτεται διαφορετικά περιφέροντας την άγνοιά τους σαν αρετή; Θα το κάνουν όπου και όποτε βρουν ή δημιουργήσουν την ευκαιρία. Υποταγμένοι στον «νόμο και στην τάξη» των αρχόντων τους αλλά και φτιάχνοντας τον δικό τους υπόνομο απειλούν και καταστρέφουν ό,τι θεωρούν πως τους τον χαλάει. Και σπέρνουν πόνο και σκοτάδι.
Να αναγνωρίζουμε ποιος και τι μέσα στην κόλαση δεν είναι κόλαση. Να του δίνουμε διάρκεια και χώρο
Στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο υπάρχει μια συζήτηση ανάμεσα στον Κουμπλάι Χαν και στον Μάρκο Πόλο για το αν είναι μάταιη ή όχι η αναζήτηση της «Πόλης της Επαγγελίας», της Πόλης της Υπόσχεσης. «Όλα είναι μάταια αν το τελευταίο αραξοβόλι δεν μπορεί παρά να είναι η πόλη της κόλασης», αναφέρει ο Χαν προς το τέλος του βιβλίου. Ο Μάρκο Πόλο απαντά πως η κόλαση δεν αφορά το μέλλον, αλλά το παρόν, είναι ήδη εδώ και υπάρχουν δύο τρόποι για να μην υποφέρουμε: ο εύκολος και δημοφιλής είναι να αποδεχτούμε την κόλαση, να γίνουμε μέρος της και στο τέλος να μην την αναγνωρίζουμε καν. Ο δεύτερος τρόπος είναι επικίνδυνος και προϋποθέτει μάθηση: να αναγνωρίζουμε ποιος και τι μέσα στην κόλαση δεν είναι κόλαση. Να του δίνουμε διάρκεια και χώρο.
Διάρκεια και χώρος, λοιπόν, για «όσα χρόνια μας δόθηκαν πάνω στη γη». Για τη συνείδηση και την ψυχή μας. Για τον Παύλο, τον Ζακ, τη Μαρία, την Ελένη, τον Νίκο, τον Αντώνη, τον Σεχζάντ, την Ντάο, τον μαυρόγυπα της Δαδιάς, για… Για καθετί που αρθρώνει τη ζωή και την ελευθερία. Ακόμη κι αν προς στιγμή απελπιζόμαστε για τη φρίκη που μας περιβάλλει. Ίσως και μόνο γι’ αυτό.