Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Τι κρύβει η στροφή και η διαλλακτικότητα Αθήνας και Άγκυρας
Τον τελευταίο μισό περίπου αιώνα, δηλαδή μετά το πραξικόπημα της αμερικανοκίνητης χούντας κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία έχουν βρεθεί έξι φορές στο χείλος του πολέμου. Η πιο πρόσφατη από αυτές ήταν το 2020, όταν οι δύο στόλοι βγήκαν και πάλι στο Αιγαίο και έθεσαν σε κατάσταση ύψιστης ετοιμότητας τις ένοπλες δυνάμεις τους, απειλώντας ευθέως η μία την άλλη.
Αλλά και στο ενδιάμεσο διάστημα, ακόμη και σε περιόδους που χαρακτηρίζονταν από σχετική πολιτική και διπλωματική νηνεμία ή και προσπάθειες επαναπροσέγγισης, ο ακήρυχτος πόλεμος συνεχιζόταν, με καθημερινές «εμπλοκές» στον αέρα και με «κρυφτούλι» στη θάλασσα. Ενίοτε δε, οι εικονικές αυτές μάχες οδηγούσαν και σε απώλειες ανθρώπινων ζωών, με τα θύματα να βαφτίζονται ήρωες και από τις δύο πλευρές.
Σε αυτό το φόντο, αξίζει πράγματι να αναρωτηθεί κανείς τι μπορεί να άλλαξε στις διμερείς σχέσεις, τόσο γρήγορα και ριζικά, ώστε να επικρατήσει «φιλικό» κλίμα κατά τη συνάντηση που είχαν Μητσοτάκης και Ερντογάν την περασμένη Τετάρτη στη Νέα Υόρκη. Εκεί όπου αμφότεροι φέρονται να κατέληξαν (όπως έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν) σε ένα «οδικό χάρτη» για την περαιτέρω προσέγγιση. Τα ερωτήματα πληθαίνουν μάλιστα, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας, μέχρι και λίγο πριν τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, επέμενε ότι δεν θέλει να δει μπροστά του ούτε… ζωγραφιστό τον Έλληνα πρωθυπουργό – ενώ οι συνεργάτες του και η Βουλή επαναβεβαίωναν την ισχύ του «casus belli» σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων από την Αθήνα.
Η απάντηση που δίνεται από αρκετούς είναι πως όλα οφείλονται στα τερτίπια του «σουλτάνου». Ότι, με άλλα λόγια, ο Ερντογάν όξυνε την αντιπαράθεση όταν είχε ανάγκη να απευθυνθεί στο «πατριωτικό ένστικτο» των Τούρκων για να κερδίσει τις ψήφους τους και τις εκλογές, ενώ τώρα που τα κατάφερε δεν έχει λόγο να συνεχίσει την ίδια τακτική. Αντιθέτως, έχει πλέον την πολιτική πολυτέλεια να εμφανιστεί ως φιλειρηνικός και διαλλακτικός, επιδιώκοντας να κερδίσει και τα ανάλογα ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Οι ίδιοι εμφανίζονται σίγουροι ότι μόλις η συγκυρία το απαιτήσει, η Άγκυρα θα εμφανιστεί εκ νέου πολεμοχαρής και επιθετική.
Η παραπάνω ερμηνεία, αν και περιέχει δόσεις αλήθειας, αποφεύγει να δώσει τη μεγάλη εικόνα. Αφενός, υποβαθμίζει ή παραβλέπει τις έντονες (ως και ασφυκτικές) πιέσεις που ασκήθηκαν προς τις κυβερνήσεις των δύο χωρών προκειμένου να αποτραπεί το ξέσπασμα ενός «εμφυλίου» στους κόλπους του ΝΑΤΟ τη στιγμή που αυτό προσπαθεί να πείσει όλο τον κόσμο ότι είναι «μια γροθιά» απέναντι στη Ρωσία, στηρίζοντας την Ουκρανία. Αφετέρου, αποσιωπά τις βαθύτερες αιτίες που γεννούν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αστική τάξη, ο οποίος έχει αμφίπλευρα επιθετικά χαρακτηριστικά και είναι άδικος και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και του Έβρου.
Είναι, άλλωστε, αυτές ακριβώς οι αιτίες που οδηγούν Αθήνα και Άγκυρα σε συνέχιση της κούρσας εξοπλισμών, το οικονομικό βάρος των οποίων φορτώνεται φυσικά στους δύο λαούς. Μιας κούρσας η οποία, ανάμεσα στα άλλα, φέρνει την Ελλάδα να είναι πρωταθλήτρια στις στρατιωτικές δαπάνες, διαθέτοντας φέτος γι’ αυτές το 3% του ΑΕΠ της, που είναι το τρίτο ψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, μετά το αντίστοιχο της Πολωνίας και των ΗΠΑ.