Με αφορμή την καταπάτηση και κατάληψη των παραλιών από τις ομπρελοξαπλώστρες των ιδιωτών και το κίνημα αυτο-οργάνωσης των ίδιων των κατοίκων θυμόμαστε ένα παλαιότερο αλλά επίκαιρο χρονογράφημα της Μαριάννας Τζιαντζή που δημοσιεύτηκε πριν από 21 χρόνια.
Δεν έχω γνωρίσει ίσκιο πιο βαθύ και φιλόξενο από εκείνον του πλατάνου, ήχο πιο γενναιόδωρο από εκείνον του τρεχούμενου νερού της κρήνης. Mίζερος όμως και τσιφούτικος είναι ο ίσκιος της ενοικιαζόμενης παραλιακής ομπρέλας. Ισκιος που άλλοτε πωλείται αυτοτελώς και άλλοτε πάει σετάκι με την πλαστική ή ξύλινη ξαπλώστρα.
Η φυσική σκιά είναι λιγοστή και περιζήτητη, επομένως πρέπει είτε να κουβαλάμε τον ατομικό μας ίσκιο (ομπρέλα και τα συμπαρομαρτούντα) είτε να τον αγοράσουμε. Στις περισσότερες πλαζ, το εισιτήριο της εισόδου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα της σκιάς ή της κατάκλισης σε ένα ψευδο–ανάκλιντρο (η καρέκλα θεωρείται ντεμοντέ). Αυτές οι ανέσεις πληρώνονται εξτρά. Oμως ακόμα και στις «χύμα» παραλίες, ο ίσκιος σπάνια προσφέρεται δωρεάν. Kαι δεν υπάρχει μεγαλύτερο παραθαλάσσιο ρεζίλι από το να καθήσεις αμέριμνος κάτω από ένα στέγαστρο σε μια μη περιφραγμένη ακτή και ξαφνικά να σε πλησιάσει κάποιος αγανακτισμένος λουόμενος και να σου πει «αυτός ο ίσκιος είναι δικός μου, εγώ τον πλήρωσα».
Δεν φοβόμαστε πια τον ίσκιο μας, αλλά τον ακριβοπληρώνουμε, όπως ακριβοπληρώνουμε το εμφιαλωμένο νερό. Aγοράζουμε τη σκιά και το νεράκι, δυο αγαθά που υπάρχουν εν αφθονία στη γη των πατεράδων μας που έχει γίνει η γη των εργολάβων, η γη της ανταποδοτικότητας. Οι δήμοι δεν έχουν την υποχρέωση (ή τους πόρους) να φυτεύουν δέντρα, να στήνουν τέντες, να χτίζουν κρήνες με πέτρα πελεκητή.
Ετσι, από άκρη σε άκρη στην Ελλάδα, εκμισθώνουν λωρίδες άμμου σε επιχειρηματίες, σε ομπρελάρχες επενδυτές που με τη σειρά τους μας νοικιάζουν τον λεγόμενο «κοινωνικό εξοπλισμό». Σημασία έχει ότι εξοικειωνόμαστε με τον παραλογισμό, με το γεγονός ότι τα στοιχειώδη της ζωής έχουν την τιμή τους, ότι στη φύση δεν υπάρχει το «δωρεάν». Ολα συσκευάζονται, κοστολογούνται, πωλούνται και αγοράζονται: η διάβαση των μεγάλων δρόμων ή των γεφυρών, η αδρεναλίνη, οι εμπειρίες, η επικοινωνία, η καθαρή αμμουδιά, ο καθαρός ουρανός, η καθαρή συνείδηση και το χάρτινο φεγγαράκι, ακόμα και το χαμόγελο με το οποίο η κοπέλα του φαστφουντάδικου μας ρωτάει «θα πάρετε κάτι άλλο;». Οσο πιο άξενη γίνεται η πόλη και η φύση για τον άνθρωπο, τόσο πιο «φιλικά» γίνονται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προορίζονται για τον καταναλωτή, τον χρήστη, τον πελάτη.
«Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις», λέγεται ότι είπε ο στωικός Διογένης στον μεγάλο βασιλιά που του έκρυβε τον ήλιο. Εμείς βγαίνουμε από τα τετράτροχα μηχανοκίνητα πιθάρια μας και πληρώνουμε για να στερηθούμε εκείνο που κανείς δεν μπορεί να μας δώσει. Τουλάχιστον να πληρώναμε μονομιάς, κάτι πάει κι έρχεται, αλλά όταν αγοράζουμε σε φέτες το δικαίωμα για ένα μπανάκι, νιώθουμε ηλίθια γρανάζια σε έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό κοροϊδίας.
Διευθετούμε και καλύπτουμε τις κοίτες των ποταμών, κατασκευάζουμε κόμβους, πίστες, νεροτσουλήθρες και χώρους στάθμευσης της μεγαλομανίας και της απληστίας μας. Έκπληκτοι όμως διαπιστώνουμε ότι δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε κρήνες, ίσκιους και πηγές, ότι οι «άδειες στέρνες» του ποιητή είμαστε εμείς.