Γιώργος Παυλόπουλος
Έπιασε το «κόλπο» Σάντσεθ με τις πρόωρες εκλογές
Οι βουλευτικές εκλογές στην Ισπανία ολοκληρώθηκαν —μήπως όμως έρχονται σύντομα και οι επόμενες, όπως ακριβώς συνέβη και το 2019, με τη διπλή αναμέτρηση Απριλίου και Δεκεμβρίου; Αυτό, σε κάθε περίπτωση είναι το ένα από τα δύο πιο πιθανά σενάρια μετά το αποτέλεσμα που έφερε η αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής, η οποία ανέδειξε νικητές τους δύο ισχυρούς πόλους του δικομματισμού, το Λαϊκό Κόμμα και τους Σοσιαλιστές –με συνολικό ποσοστό 65% (48% το 2019) και 258 από τις 350 έδρες στη βουλή (209 στην απερχόμενη)– και ηττημένους όλους τους υπόλοιπους.
Όσο για το δεύτερο σενάριο, παραπέμπει σε μια νέα αλλά εύθραυστη κυβέρνηση του απερχόμενου πρωθυπουργού, Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος είδε το ρίσκο που πήρε με τις πρόωρες εκλογές να αποδίδει καρπούς, καθώς το PSOE ενισχύθηκε σε ποσοστό, έδρες (2 παραπάνω) και ψήφους (περίπου ένα εκατ. περισσότερους). Κάτι τέτοιο, όμως, θα απαιτούσε τη στήριξη του συνόλου των αυτονομιστικών κομμάτων της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων — με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητά της και την κυρίαρχη πτέρυγα της αστικής τάξης της Ισπανίας, που τρέμει την ενίσχυση των φυγόκεντρων δυνάμεων.
Αρκετοί, βεβαίως, ανάμεσά τους και το διευθυντήριο της ΕΕ, θα προτιμούσαν πιθανώς μια διαφορετική εξέλιξη: Τη συγκρότηση ενός «μεγάλου συνασπισμού» ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα που εκφράζουν και υπηρετούν, με μικρές μεταξύ τους διαφορές, τα συμφέροντα του ισπανικού και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου — ακόμη και με πρωθυπουργό διαφορετικό από τους δύο επικεφαλής τους, δηλαδή τον Σάντσεθ και τον Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό. Καθώς, όμως, η Ισπανία δεν είναι ούτε Γερμανία ούτε Αυστρία, αυτό μοιάζει να κινείται στη σφαίρα του απίθανου, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Για την ώρα, αρκετοί είναι εκείνοι που δεν ασχολούνται καν με τη συγκρότηση της επόμενης κυβέρνησης και πανηγυρίζουν για το γεγονός ότι το ακροδεξιό Vox δεν θα συμμετέχει σε αυτήν. Οι σοβαρές απώλειες που σημείωσε, άλλωστε, σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2019, τόσο σε ψήφους (έχασε πάνω από 600.000) και ποσοστά (υποχώρησε από το 15,1% στο 12,4%) όσο και, κυρίως, σε έδρες, καθώς βρέθηκε στις 33 από 52, λόγω και του εκλογικού συστήματος, είναι το στοιχείο που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο για να μην διασφαλίσει ο Φεϊχό την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 176 εδρών (του λείπουν 6 ή 7) — ενώ είναι απίθανο και να την βρει μέσω του πάρε-δώσε με τα μικρότερα κόμματα.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι το Vox, παρότι φάνηκε να έχει όρια στην εκλογική επιρροή του (δεν κρύβει, εξάλλου, τη νοσταλγία του ή, έστω, τον… σεβασμό του για την περίοδο του φρανκισμού και διατηρεί ένα προκλητικά ακροδεξιό και αντιδραστικό προφίλ) έχει ήδη καταφέρει να «μπολιάσει» με τις θέσεις του μεγάλο μέρος του πολιτικού σκηνικού. Πρώτα από όλα δε το Λαϊκό Κόμμα, όπου η βασική εσωκομματική αντίπαλος του νυν ηγέτη, η επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης της Μαδρίτης, Ισαμπέλ Ντίαθ Αγιούσο, έχει επανειλημμένως δηλώσει δημοσίως ότι τάσσεται υπέρ της συνεργασίας με το Vox (η ίδια το κάνει από το 2019), με το οποίο θεωρεί πως υπάρχει σύμπτωση απόψεων σε πολλά καίρια θέματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατάσταση που διαμορφώνεται στην αριστερή πτέρυγα του πολιτικού σκηνικού, η οποία δεν δικαιολογεί κανενός είδους αισιοδοξία. Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, το Sumar της Γιολάντα Ντίαθ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί και «κατάφερε» να καταγράψει μόνο μικρές απώλειες σε σύγκριση με την επίδοση που είχαν σημειώσει τον Νοέμβριο του 2019 οι Unidas Podemos: 100.000 ψήφους, μισή ποσοστιαία μονάδα και 4 έδρες λιγότερες (31 από 35).
Απογοητευτικό το μετεκλογικό τοπίο στην ισπανική και καταλανική Αριστερά, που υπέστη σοβαρές απώλειες
Από τα υπόλοιπα αριστερά σχήματα, αξιοσημείωτα απογοητευτική είναι η επίδοση που σημείωσε το καταλανικό CUP, το οποίο έχασε σχεδόν τα δύο τρίτα των ψήφων του έναντι των προηγούμενων εκλογών (από τις 250.000 έπεσε κάτω από τις 100.000), καθώς και τους δύο βουλευτές που είχε στην απερχόμενη βουλή. Με τον τρόπο αυτό, πλήρωσε τον μονόπλευρο σχεδόν προσανατολισμό του στο ζήτημα της ανεξαρτησίας, το οποίο δεν κυριάρχησε σε αυτή την αναμέτρηση (έστω και εάν επανέλθει μελλοντικά).
Πρακτικά, λοιπόν, ακολούθησε τη μοίρα των δύο άλλων βασικών εκφραστών αυτού του ρεύματος, που επίσης κατέγραψαν σοβαρές απώλειες: Η Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) απώλεσε τις μισές της ψήφους και 6 από τις 13 έδρες της, ενώ το δεξιό Μαζί για την Καταλονία (Junts) του εξόριστου ευρωβουλευτή και πρώην πρωθυπουργού Κάρλες Πουτζντεμόν, επλήγη λιγότερο, χάνοντας 130.000 ψήφους και μόλις ένα βουλευτή (από 8 πήρε 7).
Αυτή ακριβώς η εικόνα που καταγράφηκε στην Καταλονία μοιάζει, πάντως, να αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του Σάντσεθ στο παζάρι που διεξάγεται ήδη. Κυρίως με το Junts, καθώς το ERC φαίνεται πως έχει ήδη διαμηνύσει ότι είναι έτοιμο να στηρίξει μια νέα κυβέρνηση των Σοσιαλιστών — κάτι που, με προϋποθέσεις, θα κάνουν και τα δύο βασικά κόμματα, που μαζί διαθέτουν 11 έδρες. Ο Πουτζντεμόν, όμως, δείχνει αποφασισμένος να ζητήσει ανταλλάγματα, τα οποία όμως θα είναι δύσκολο να επιβάλει, καθώς διαπραγματεύεται από θέση αδυναμίας μετά τις εκλογικές απώλειες που κατέγραψε.
Με άλλα λόγια: Ο απερχόμενος πρωθυπουργός μπορεί να μπλοφάρει με νέα προσφυγή στις κάλπες, γνωρίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση το πιθανότερο είναι να λεηλατήσει μεγάλο κομμάτι των αυτονομιστικών κομμάτων — ή να στείλει τους ψηφοφόρους τους… σπίτι και να αποσπάσει περισσότερες έδρες. Κάπως έτσι και με δεδομένο ότι ο Φεϊχό, αν και πρώτος, βρίσκεται σε θέση αδυναμίας με τα δεδομένα αυτής της βουλής, η ανανέωση της πρωθυπουργικής θητείας του Σάντσεθ συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες. Χωρίς, σε καμία περίπτωση, να είναι δεδομένη, τουλάχιστον ως τη στιγμή που γραφόταν αυτό το κείμενο.