Γιώργος Παυλόπουλος
Τι σηματοδοτεί η «ανταρσία» της Wagner του Πριγκόζιν
Τα πραγματικά γεγονότα τα οποία σφράγισαν τις «24 ώρες που συγκλόνισαν τη Ρωσία» θα κάνουν καιρό να αποκαλυφθούν στο σύνολό τους, εάν αυτό γίνει ποτέ. Αναμφίβολα, πάντως, πρόκειται για μια τομή στη ροή των εξελίξεων, την οποία ορισμένοι χαρακτηρίζουν «ασήμαντη» και άλλοι, στη Δύση, ως την «αρχή του τέλους για τον Πούτιν»
Οι μισθοφόροι, κυρίως της Wagner, έχουν προσφέρει ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον Βλαντιμίρ Πούτιν και το καθεστώς του που, ακολουθώντας της τάσης ιδιωτικοποίησης και σημαντικών πλευρών του πολέμου, τις εξόπλισαν και να τις χρηματοδότησαν με πάνω από ένα δισ. δολάρια από τον Μάιο του 2022 μέχρι σήμερα. Πράγματι, στις πιο δύσκολες, μέχρι σήμερα, φάσεις της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία, όπως η πρόσφατη πολιορκία του Μπαχμούτ –η οποία δικαίως ονομάστηκε «κρεατομηχανή»– αυτοί κλήθηκαν να φέρουν σε πέρας όλη σχεδόν τη βρόμικη δουλειά.
Το αντίτιμο που πλήρωσαν υπήρξε βαρύτατο, καθώς άφησαν στα πεδία των μαχών δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Στην πλειοψηφία τους, όμως, οι απώλειες αυτές προέρχονταν από τα «αζήτητα», τον πολυπληθή υπόκοσμο ή από μακρινές περιφέρειες της Ρωσίας και είχαν προσληφθεί με συμβόλαια θανάτου. Με άλλα λόγια, δεν ήταν επαγγελματίες ή επίστρατοι του τακτικού στρατού, ο οποίος περιοριζόταν κυρίως σε εκ του μακρόθεν πλήγματα και σε δευτερεύοντα ρόλο στο έδαφος. Κι αυτό, με τη σειρά του, γλίτωσε τον πρόεδρο της Ρωσίας και τους αρχιστράτηγούς του από μεγάλο πολιτικό κόστος και, ενδεχομένως, από σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό.
Όφελος είχαν, προφανώς, και τα αφεντικά των μισθοφορικών ομάδων και πρώτος από όλους ο ιδρυτής της Wagner, Γεβγκένι Πριγκόζιν. Πέρα από το χρήμα που έρεε άφθονο, έβλεπε να αναβαθμίζεται το κύρος του συνολικά στην κοινωνία της Ρωσίας, η οποία καταλάβαινε πως ουσιαστικά ήταν οι άντρες του που πολεμούσαν και πέθαιναν, έστω κι αν αρχικά το Κρεμλίνο έκανε πως δεν τους γνώριζε. Ότι ήταν αυτοί που έσωζαν, πρακτικά, την τιμή της χώρας τους σε ένα πόλεμο του οποίου η σκοπιμότητα για πολλούς (αν όχι για τους περισσότερους) παραμένει μάλλον ανεξήγητη.
Σταδιακά, λοιπόν, το ρήγμα που αντικειμενικά είχε προκληθεί από τον διαχωρισμό των ρόλων στον πόλεμο άρχισε να διευρύνεται, ειδικά καθώς τα πράγματα δεν εξελίσσονταν όπως είχαν σχεδιαστεί. Ο Πριγκόζιν και οι μισθοφόροι του διαπίστωναν ότι δικαιούνταν και είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν πιο ουσιαστικό ρόλο στο οικοδόμημα της εξουσίας στη Μόσχα — απευθυνόμενοι στους «κάτω» και διεκδικώντας τον ρόλο της αντισυστημικής δύναμης που δεν έχει καταφέρει ως τώρα να πιστωθεί καμία συνιστώσα της ρωσικής αντιπολίτευσης. Έβαλαν στο στόχαστρο τον υπουργό Άμυνας Σοϊγκού και τον επικεφαλής του γενικού επιτελείου Γκερασίμοφ, θεωρώντας ότι η θέση τους έχει αποδυναμωθεί μετά και τα αλλεπάλληλα φιάσκα στην Ουκρανία.
Οι τελευταίοι, διαβλέποντας την απειλή και συνειδητοποιώντας ότι παίζεται το… κεφάλι τους, αποφάσισαν να αντιδράσουν. Πολύ περισσότερο, καθώς φάνηκε να υπάρχουν αρκετοί στην ιεραρχία του στρατού (όπως ο στρατηγός Σουροβίκιν, ο νυν επικεφαλής της πολεμικής αεροπορίας, ο οποίος επί ένα τρίμηνο είχε και τη διοίκηση των επιχειρήσεων στην Ουκρανία και πλέον φέρεται να έχει συλληφθεί) που αντιμετώπιζαν με συμπάθεια το «κίνημα» του Πριγκόζιν. Αφού, λοιπόν, πέρασε ένα διάστημα στη διάρκεια του οποίου έδιναν με το σταγονόμετρο πυρομαχικά και όπλα στους μισθοφόρους της Wagner, στη συνέχεια επιχείρησαν το αποφασιστικό χτύπημα: Στις αρχές Ιουνίου κάλεσαν όλους τους μισθοφόρους να υπογράψουν συμβόλαια με το κράτος και να ενταχθούν ουσιαστικά στις τάξεις του τακτικού στρατού.
Ο Πριγκόζιν κατάλαβε, τότε, πως έπρεπε να χτυπήσει όσο ήταν ακόμη καιρός, διαφορετικά θα έχανε τόσο την «αυτοκρατορία» που έχει χτίσει –με πλοκάμια και στην Αφρική και σε άλλες περιοχές– όσο και την προνομιακή σχέση που διέθετε με το Κρεμλίνο και τον συντοπίτη του Πούτιν (προέρχονται αμφότεροι από την Αγία Πετρούπολη), του οποίου υπήρξε πιστό «σκυλί» εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους Τσετσένους του Καντίροφ, αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα και, με πρόφαση μια επίθεση κατά των στρατοπέδων της Wagner, μπήκε στην πόλη του Ροστόφ, την έθεσε υπό τον έλεγχό του χωρίς ουσιαστικά να πέσει ούτε ντουφεκιά και, στη συνέχεια, άρχισε την «πορεία προς τη Μόσχα».
Τελικώς, λίγες ώρες αργότερα και μετά την πρώτη σοβαρή αψιμαχία με τις δυνάμεις του στρατού, που είχε ως συνέπεια να υπάρξουν απώλειες και από τις δύο πλευρές, αποφάσισε να κάνει πίσω. Όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, το έπραξε αφενός για να μη χυθεί «αδελφικό αίμα» και, αφετέρου, επειδή θεώρησε ότι είχε στείλει το μήνυμά του. Στην πράξη, όμως, γνώριζε πως δεν μπορούσε να τα βάλει με τον στρατό, ενώ κινδύνευε από ήρωας να γίνει προδότης, στην περίπτωση που οι Ουκρανοί εκμεταλλεύονταν τον εμφύλιο και κέρδιζαν σημαντικό έδαφος.
Τα παραπάνω, σε γενικές γραμμές, μοιάζουν να συγκροτούν την πιο πιθανή ερμηνεία όσων δραματικών συνέβησαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Ρωσία. Χωρίς, φυσικά, να αποκλείονται κατηγορηματικά άλλα σενάρια. Όπως, για παράδειγμα, μιας σκηνοθετημένης «ανταρσίας», που θα επιτρέψει στον Πούτιν να προχωρήσει σε εκκαθάριση και ανασυγκρότηση όλου του μηχανισμού εξουσίας — κάτι που συνέβη στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Ο πόλεμος έχει οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα στρατόπεδα της αστικής τάξης και την αβεβαιότητα στην κοινωνία
Σε κάθε περίπτωση, οι πραγματικές συνέπειες των «24 ωρών που συγκλόνισαν τη Ρωσία» θα αργήσουν να φανούν σε όλη τους την έκταση. Ουδείς, επίσης, μπορεί να προδιαγράψει την τύχη του Πριγκόζιν, ο οποίος έχει καταφύγει στη Λευκορωσία. Εξάλλου, παρά τις όποιες προφορικές συμφωνίες, δεν αντιπροσωπεύει για τον «τσάρο» τίποτα παραπάνω από έναν αναλώσιμο «πραιτωριανό». Κίεβο και Δύση, από την πλευρά τους, είναι αναμενόμενο να ερμηνεύουν τα γεγονότα ως αρχή του τέλους της εποχής Πούτιν ή ακόμη και ως πρελούδιο μιας συντριπτικής ήττας στον πόλεμο της Ουκρανίας – παρά το ότι τα σημερινά δεδομένα δεν οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα.
Φαίνεται, πάντως, πως η εσωτερική διαπάλη ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του ρωσικού καπιταλισμού και των «ολιγαρχών», καθώς και η οργή στην κοινωνία οξύνονται διαρκώς, ειδικά καθώς ο πόλεμος επιμηκύνεται και το αίμα βαραίνει πολύ τις συνειδήσεις. Ακόμη και αν οι πράξεις του Πριγκόζιν δεν αποτελούν μια πρόβα τζενεράλε για όσα ακολουθήσουν (κάτι που μένει να φανεί), ο πόλεμος αποδεικνύει ξανά ότι έχει τους δικούς του αμείλικτους κανόνες και δρομολογεί εξελίξεις που δεν είχαν προβλεφθεί.