Αποστόλης Νικολόπουλος
Μία από τις βασικές εξαγγελίες της κυβέρνησης είναι η προώθηση των ιδιωτικών ΑΕΙ με κάθε τρόπο. Γιατί όμως το κεφάλαιο και τα αστικά κόμματα καίγονται τόσο πολύ για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης; Τι εξυπηρετεί η γενική εμπορευματοποίηση, που έχει ήδη αναπτυχθεί; Και ποια η στάση του μαχόμενου φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος απέναντι στις αστικές επιδιώξεις;
Επικίνδυνα σχέδια για ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ
Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, που συζητήθηκαν στη Βουλή το τριήμερο 6-8 Ιούλη, ήταν αποκαλυπτικές συνολικά για όσα σχεδιάζονται και για το χώρο της παιδείας. Ειδικότερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, η κυβέρνηση ζητεί επιτακτικά την κατάργησή του σε αναθεωρητική Βουλή και για το μεσοδιάστημα αναγγέλλει προλείανση του εδάφους με την «αναγνώριση των ξένων πανεπιστημίων που θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα». Επικαλείται το άρθρο 28 του Συντάγματος, που ορίζει τις διεθνείς συμβάσεις ως αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, καθώς υποστηρίζεται ότι έτσι καλύπτονται και οι διακρατικές συμφωνίες με ξένα ΑΕΙ. Πρόκειται για ένα προκλητικά αντιδημοκρατικό άρθρο, που παρέχει ακόμα και δυνατότητα εκχώρησης αρμοδιοτήτων του Συντάγματος σε όργανα διεθνών οργανισμών ή «περιορισμούς ως προς την άσκηση εθνικής κυριαρχίας».
Κατά των κυβερνητικών σχεδιασμών για το 16 τοποθετήθηκαν ΚΚΕ, «Πλεύση Ελευθερίας» και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Σχετικά όμως με τον τελευταίο, ο Σ. Φάμελλος σε συνέντευξη (στην Ο. Τρέμη) είπε ότι υπό προϋποθέσεις «μπορεί να άνοιγε η συζήτηση» και ότι «αυτή τη στιγμή» η συζήτηση είναι κακόπιστη. Γνωστή είναι η δήλωση Τσίπρα για το Harvard στην Ελλάδα καθώς και βουλευτών (Αθ. Λινού, Π. Παππάς), που άφηναν περιθώρια για μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ τόνισε «ότι δεν είναι αρνητικός». Οι θέσεις των ακροδεξιών κομμάτων για ΑΕΙ και συνταγματική αναθεώρηση ήταν κραυγαλέα αντιδραστικές.
Το θέμα της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης έχει, συνεπώς, ανοίξει «στα γεμάτα» και απαιτείται ολοκληρωμένη και σύγχρονη προσέγγισή του από τη σκοπιά των αναγκών και συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Γιατί διατυπώνεται η έντονη απαίτηση, τώρα αλλά και τις τελευταίες δεκαετίες, από αστούς πολιτικούς, παράγοντες της αγοράς και δημόσια πρόσωπα για ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα; Καταρχάς, αυτά ανοίγουν τεράστιες δυνατότητες υψηλής κερδοφορίας για τμήματα του κεφαλαίου, με δίδακτρα, συμπράξεις κ.λπ., σε συνθήκες όπου αναζητούνται αγωνιωδώς πηγές κερδοφορίας και αντίδοτα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Στην παρούσα φάση, αυτό συνδυάζεται και με την «υποδομή» που έχει δημιουργηθεί μέσω της ανάπτυξης σχέσεων με ξένα πανεπιστήμια, π.χ. Σύνοδος για την ελληνοαμερικανική συνεργασία στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης «PharosSummit» (Νοέμβριος 2022), καθώς και με σχεδιασμούς για περαιτέρω σύσφιξη διακρατικών σχέσεων σε τομείς «αμοιβαίου» συμφέροντος. Σε εγχώριο επίπεδο, δημοσίευμα ανέφερε ήδη την πρόθεση ίδρυσης Ιατρικής σχολής απόfund της Υγείας και σχολής νομικού προσανατολισμού από την Εκκλησία (Αυγή, 8/7).
Η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ εκτιμάται επίσης ότι θα συνεισφέρει στην κάλυψη εργοδοτικών αναγκών σε κάποιες περιπτώσεις («τοπική ανάπτυξη») αλλά και σε περαιτέρω αλλαγές-προσαρμογές των δημοσίων ΑΕΙ σε επιχειρηματική κατεύθυνση. Αυτό εκφράστηκε και σε συνέντευξη του υπουργού Παιδείας (Βήμα 16/7), με την αναφορά ότι το άρθρο 16 «έχει οδηγήσει σε έναν εθνικό “εξαιρετισμό”… που επιδρά αρνητικά συνολικότερα στην ακαδημαϊκή και αναπτυξιακή προοπτική».
Είναι επίσης σαφές ότι τυχόν ανάπτυξη ιδιωτικών ΑΕΙ θα επιδράσει και στα δημόσια, δημιουργώντας συνθήκες ενάντια στο φοιτητικό κίνημα και στις ριζοσπαστικές τάσεις στη νεολαία, ενώ θα προωθούν παραπέρα και αντιλήψεις ατομικού δρόμου προς την «επιτυχία». Σχετικά με την πολιτική τακτική, το άρθρο 16 αποτελεί και μέσο πίεσης της κυβέρνησης προς τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και επίτευξης συναινετικών σεναρίων.
Συνεπώς η προσπάθεια θεσμοθέτησης ιδιωτικών ΑΕΙ δεν έχει να κάνει με όσα εξωραϊστικά προβάλλουν για να τη δικαιολογήσουν, αλλά με ταξικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Το τελευταίο διάστημα επαναλαμβάνονται με μεγάλη συχνότητα και από διάφορες πλευρές επιχειρήματα που έχουν και άλλοτε ειπωθεί, όταν εκτυλίσσονταν ανάλογες προσπάθειες. Το άρθρο 16 (για την ακρίβεια, το εδάφιο που κατοχυρώνει συνταγματικά το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης) παρουσιάζεται σαν αναχρονισμός και εθνική ιδιαιτερότητα κόντρα στο πνεύμα των καιρών, ενώ η ιδιωτικοποίηση σαν πρόοδος. Υποτίθεται ότι με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εξυπηρετηθούν όσοι αναγκάζονται να καταφεύγουν στο εξωτερικό για σπουδές, ενώ θα αρθούν «παραλογισμοί» και αντιφάσεις σχετικές με τις αναγνωρίσεις τίτλων σπουδών. Υποστηρίζεται ότι η είσοδος νέων παικτών στο παιχνίδι θα ανεβάσει την ποιότητα της εκπαίδευσης, αφενός επειδή θα υπάρξει ώσμωση με καταξιωμένα ΑΕΙ του εξωτερικού και αφετέρου γιατί θα προστεθούν κίνητρα βελτίωσης των δημόσιων ιδρυμάτων του εσωτερικού. Παρόμοιες λογικές συναντάμε άλλωστε και σε κόμματα ή πολιτικούς που τάσσονται υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αλλά προτάσσουν την «ποιότητα», τις «προδιαγραφές» ή την «υγιή άμιλλα», ρίχνοντας με το τρόπο τους νερό στο μύλο των ιδιωτικοποιήσεων.
Σε όλα αυτά προστέθηκαν πλέον τα νομικίστικα επιχειρήματα, που ευτελίζουν ένα ζήτημα μεγάλης κοινωνικής σημασίας και το ανάγουν σε πρόβλημα νομικής ερμηνείας (άρθρο 28, ανάγκη συμμόρφωσης με όσα επιτάσσουν διεθνή όργανα κ.λπ.), καθώς και αυταρχικού τύπου προσεγγίσεις, ένα είδος εκβιασμού που ερμηνεύει κατά το δοκούν τον πολιτικό συσχετισμό και τα εκλογικά αποτελέσματα (όποιος δεν ταχθεί υπέρ των ιδιωτικών ΑΕΙ θα βγει χαμένος, είναι θέληση της κοινωνίας).
Η πάλη κατά των ιδιωτικών ΑΕΙ και της κατάργησης του άρθρου 16 πρέπει να δεθεί με την εναντίωση στην αντιδραστική μετάλλαξη και την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, για τη δημόσια παιδεία των αναγκών μας
Τα παραπάνω επιχειρήματα αγνοούν τη διεθνή εμπειρία (π.χ. Αγγλία-ΗΠΑ), όπου οι περισσότεροι νέοι εργατικής καταγωγής είναι πρακτικά αποκλεισμένοι από ιδιωτικά πανεπιστήμια και, όσοι δεν είναι, καταφεύγουν σε ασύμφορα φοιτητικά δάνεια. Επίσης, πως ο ανταγωνισμός δημοσίων-ιδιωτικών ΑΕΙ -μαζί με τεχνικές κρατικής εύνοιας προς τα ιδιωτικά- μάλλον θα οδηγήσει σε δυσμενείς αναδιατάξεις στον ακαδημαϊκό χάρτη. Ταυτοχρόνως, η εμπειρία από τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων (ενέργεια, σιδηρόδρομοι κ.λπ.) καθιστά ανεδαφική την προσδοκία αναβάθμισης της εκπαίδευσης μέσω των ιδιωτικών ΑΕΙ, πόσο μάλλον που στην Ελλάδα θα εισρεύσουν, σχεδόν ολοκληρωτικά, ιδρύματα χαμηλής ποιότητας και υψηλού (για τα ελληνικά δεδομένα) κόστους. Τα ιδιωτικά ΑΕΙ, με την ποικιλομορφία τους, θα έλθουν να προστεθούν στο πολυδαίδαλο δίκτυο παραγωγής τίτλων που το κόστος τους βαραίνει το φοιτητή, συχνά με αμφίβολες απολαβές στη ζωή του.
Η σχετική δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στο άρθρο 16, αλλά αφενός το εν λόγω άρθρο αφήνει «παράθυρα» και, αφετέρου, έχουν ήδη προχωρήσει διαδικασίες υπονόμευσης του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Εδώ έπαιξαν ρόλο σχεδόν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων, με τα απτά αποτελέσματα να έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 10 χρόνια. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας Κολεγίων με ΑΕΙ ακόμα και σε κλάδους-μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, σύμφωνα με νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όταν προχωρούσαν οι διακρατικές συμφωνίες, ο αστικός πολιτικός κόσμος εξυμνούσε την «εξωστρέφεια» των ελληνικών ΑΕΙ. Τα ίδια τα Πανεπιστήμια βαθμιαία προσχώρησαν σε ιδιωτικοοικονομικές μορφές λειτουργίας, τα περισσότερα μεταπτυχιακά έχουν δίδακτρα, ιδρύονται ξενόγλωσσα τμήματα επί πληρωμή, παρέχεται έρευνα σαν εμπόρευμα, συνάπτονται σύμφωνα συνεργασίας με επιχειρήσεις. Στο νόμο-πλαίσιο του 2022, όπου τα ΑΕΙ ουσιαστικά αντιμετωπίζονται σαν σούπερ-μάρκετ εκπαιδευτικών-ερευνητικών υπηρεσιών, θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα να παρέχουν προγράμματα πιστοποίησης ψηφιακών δεξιοτήτων, μεταπτυχιακά εξ αποστάσεως, «επαγγελματικά μεταπτυχιακά», αλλά και «βιομηχανικά διδακτορικά» σε συνεργασία με επιχειρήσεις. Πρόκειται για ένα μοντέλο που απέχει κατά πολύ από την εικόνα του «ειδυλλιακού» δημόσιου πανεπιστημίου και πλησιάζει σε αυτό μιας επιχείρησης.
Πρέπει να αποτραπεί η κατάργηση του άρθρου 16 και η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά το ζήτημα δεν είναι η περιφρούρηση μιας τυπικά δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά να δοθεί μάχη συνολικά ενάντια στην αντιδραστική μετάλλαξη της κατάστασης στη τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην εμπορευματοποίηση των εκπαιδευτικών δομών.
Μιλώντας για την ιδιωτικοποίηση, χρειάζεται να λαμβάνουμε υπόψη τον αναβαθμισμένο ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών του κεφαλαίου στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς το εθνικό κράτος δεν αποτελεί πλέον τον κύριο ή αποκλειστικό φορέα άσκησής της. Αυτό εκδηλώθηκε και στην περίπτωση του άρθρου 28, όπου η κυβέρνηση στηρίζεται για την αξιοποίησή του σε νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση C66/18, απόφαση της 6-10-2020), η οποία εξάλλου προέκυψε βάσει αποφάσεων περιεχομένων στη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Θυμίζουμε επίσης ότι το ζήτημα της αναγνώρισης των Κολλεγίων σχετιζόταν με ευρωπαϊκή οδηγία. Οι ευρωπαϊκές οδηγίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων.
Αντιδραστική επέλαση σε όλες τις βαθμίδες
Μπαράζ αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, παλιών και νέων
Ο νέος υπουργός παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης ξεκίνησε τις προγραμματικές δηλώσεις με κάποιες «παραδοχές», όπως η ανάγκη «πολλών και μικρών καθημερινών αλλαγών» και ότι «εκπαίδευση σημαίνει μόχθος και πράξη» εκπαιδευτικών, μαθητών και φοιτητών. Παρά την προσεγμένη μορφή τους, αυτές παραπέμπουν σε διαδικασίες καθημερινού ελέγχου και παρέμβασης στη σχολική ζωή.
Οι προγραμματικές δηλώσεις και συνεντεύξεις του υπουργού δείχνουν ότι πιθανότατα τα δύο πρώτα νομοθετήματα του υπουργείου θα αφορούν την ειδική αγωγή (συνολικός νόμος-πλαίσιο) και τη τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση, όπου θα επιδιωχθεί καλύτερη σύνδεση με τις επιχειρήσεις («καλύτερη σύνδεση με τις ανάγκες κάθε τοπικής κοινωνίας και οικονομίας») με τη «συνένωση των δυνάμεων» των ΕΠΑΛ, ΙΕΚ και ΕΕΚ.
Εκθείασε βασικές αντιεκπαιδευτικές επιλογές των προκατόχων του (αξιολόγηση, Τράπεζα Θεμάτων, ΕΒΕ, χρηματοδότηση ΑΕΙ βάσει αξιολόγησης, πρότυπα σχολεία). Μίλησε για «κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα» για την προσχολική αγωγή μέχρι το 6ο έτος, κάτι που θυμίζει σχετικές υποδείξεις της ενδιάμεσης έκθεσης του ΟΟΣΑ του 2017. Ανεξαρτήτως αυτού, ο πρωθυπουργός είχε συνδέσει την προσχολική αγωγή με «δεξιότητες» και «προδιαγραφές» (π.χ. σύσταση ΕΕ, 2018). Ο υπουργός έβαλε επίσης στο τραπέζι «χοντρά» ζητήματα που κάποια ήδη προκαλούν έντονες αντιδράσεις: Σύστημα προσλήψεων με βάση γραπτό διαγωνισμό ΑΣΕΠ, άρα οι αναπληρωτές εκτός από το προσοντολόγιο φιλτράρονται και με επιτυχία σε ΑΣΕΠ. Χαρακτήρισε την αξιολόγηση «αίτημα της κοινωνίας». Εξήγγειλε την «ελεύθερη επιλογή σχολείου», που είναι βασικό εργαλείο κατηγοριοποίησης των σχολικών μονάδων και προώθησης της δήθεν «αυτονομίας» τους. Υιοθέτησε έντονα τεχνοκρατική προσέγγιση για την εκπαίδευση (ψηφιοποίηση, ρομποτική κλπ.).
Συνολικά, παρουσίασε μια εκπαίδευση στα μέτρα του αναπτυξιακού προτύπου κυβέρνησης και ΕΕ, με ταυτόχρονο κλείσιμο των εκκρεμών αναδιαρθρώσεων και στην κατεύθυνση δημιουργίας εργατικού δυναμικού σύμφωνα με τις στενές ανάγκες του κεφαλαίου.
Δημόσια εκπαίδευση και αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα
Είναι άραγε η άρνηση των ιδιωτικών ΑΕΙ αναχρονισμός και οπισθοδρόμηση; Tο πανεπιστήμιο που προσιδιάζει στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι όντως επιχειρηματικό, δηλαδή ένα πανεπιστήμιο που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στις ανάγκες και επιταγές της καπιταλιστικής παραγωγής και συσσώρευσης, πουλά διδασκαλία και προϊόντα έρευνας, διασυνδέεται με επιχειρήσεις και πολλαπλασιάζονται οι σχέσεις μισθωτής εργασίας στο εσωτερικό του. Μέρος αυτής της διαδικασίας είναι και η ανάπτυξη ιδιωτικών ΑΕΙ και μάλιστα με διεθνή δραστηριότητα. Παρόλο όμως που αυτές οι εξελίξεις επιχειρηματικοποίησης εδράζονται σε αντικειμενικούς όρους και συμφέρουν το κεφάλαιο, δεν συνιστούν πρόοδο από γενική κοινωνική άποψη. Συνεπάγονται ασφυκτικούς περιορισμούς στον προσανατολισμό της έρευνας, στη διάχυση της γνώσης και την πρόσβαση της εργατικής τάξης σε αυτή, οδηγούν σε παροχή κατακερματισμένης γνώσης στις σχολές και σε παρακμή της ακαδημαϊκής κοινότητας. Και καθώς δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο πανεπιστήμιο του παρελθόντος, η λύση μπορεί να δοθεί μόνο εκτός του καπιταλιστικού πλαισίου.
Δεμένη με αυτή την προοπτική, απαιτείται αντιπαράθεση στις εκπαιδευτικές αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, για μια παιδεία ολοκληρωμένης γνώσης και καλλιέργειας, ενιαία, χωρίς ταξικούς αποκλεισμούς και διακρίσεις, δημόσια και δωρεάν, με επαγγελματικά δικαιώματα στους τίτλους της, γενική και εφαρμοσμένη για κοινωνικές ανάγκες. Ειδικά για τα θέματα ιδιωτικοποίησης, απαιτείται κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και κάθε άλλης επιχειρηματικής μορφής της (φροντιστήρια, ιδιωτικά ΙΕΚ, κολλέγια κ.λπ.), κατάργηση κάθε μορφής διδάκτρων, όχι στην εμπορευματοποίηση λειτουργιών των σχολείων, των ΑΕΙ και της έρευνας. Αυτά πάνε μαζί με τις αντίστοιχες πολιτικές προϋποθέσεις, την ανυπακοή και ρήξη με την ΕΕ και τη λογική της καπιταλιστικής κερδοφορίας, με την ανατροπή της αστικής πολιτικής και κυριαρχίας.