Έκτωρ-Ξαβιέ Δελαστίκ
Το θερμόμετρο ανεβαίνει μαζί με τη φτώχεια
Η θερμοκρασία στην πόλη ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με τη δόμηση, τις περιοχές πρασίνου και δέντρων, την ποιότητα των κατοικιών. Όπου υπάρχουν περισσότεροι ελεύθεροι χώροι, πάρκα και ψηλά δέντρα, οι θερμοκρασίες είναι μικρότερες και οι συνέπειες του καύσωνα πιο υποφερτές. Μόνο που αυτές οι περιοχές σπανίζουν στις γειτονιές που ζει η εργατική τάξη, τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, οι μετανάστες.
Αθήνα: χορεύοντας στο ταψί
Η εξιστόρησή μας ξεκινά περί το 2016, στην πόλη Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια των Η.Π.Α., όπου γίνεται μια μαζική ψηφιοποίηση πολεοδομικών χαρτών της δεκαετίας του 1930. Οι οποίοι ιστορικοί χάρτες απαντούσαν σε ένα μόνιμο ερώτημα των υγειονομικών: πώς γίνεται τις περιόδους καύσωνα οι κλήσεις για προβλήματα υγείας σχετιζόμενα με την υψηλή θερμοκρασία να προέρχονται κυρίως από συγκεκριμένες γειτονιές;
Η μελέτη του 2021 που κάνει τη σύνδεση μεταξύ τους [α] αποτελεί μόνο μία από σωρεία μελετών που εξετάζουν τη σχέση μεταξύ περιοχών του αστικού ιστού υπό καύσωνα και την ιστορική πρακτική του «redlining» στις Η.Π.Α. Το redlining αναφέρεται σε μια ομοσπονδιακή πολιτική της δεκαετίας του ‘30 η οποία στόχευε στον αποκλεισμό των μη λευκών από την αγορά ακινήτων και στην παγίωση της γκετοποίησης. Ο μηχανισμός ήταν ο χαρακτηρισμός γειτονιών με έστω και λίγους μη λευκούς κατοίκους ως «κόκκινο επίπεδο επενδυτικού κινδύνου» από τις τράπεζες. Αποτέλεσμα ήταν το μπλοκάρισμα της παροχής χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων και εγγυήσεων. Ως εκ τούτου δημιουργήθηκαν και παγιώθηκαν πλούσιες «λευκές γειτονιές» ιδιοκατοίκησης και κληρονομούμενου πλούτου και γειτονιών φτώχειας, ενοικίασης και μηδενικών κοινωνικών παροχών για τους «ανεπιθύμητους».
Η ταυτότητα μιας περιοχής παγιώνεται στο χρόνο από μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων. Ένα προάστιο πλούσιας ιδιοκατοίκησης έχει την οικονομική ισχύ να επιβάλει αραιή δόμηση, με αποστάσεις μεταξύ των οικιών, αλλά και την πολιτική ισχύ να εξασφαλίζει δημόσιους χώρους πρασίνου και πλατιούς δρόμους δημοσία δαπάνη, στον αντίποδα μιας γειτονιάς χαμηλών εισοδημάτων. Σε επίπεδο δημόσιων υποδομών και σε σχέση με την ανάλυσή μας, οι χώροι πρασίνου παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση της θερμοκρασίας, με τη μεγαλύτερη επίδρασή τους να λαμβάνει χώρα όταν η δενδροκάλυψη φτάνει στην τάξη του 40% της επιφάνειας [β]. Στον αντίποδα, οι «μη διαπερατές επιφάνειες» όπως τσιμέντο, άσφαλτος, πλακάκι, πέρα από το ότι δε βοηθούν στη μείωση της θερμοκρασίας, δρουν και ως αποθήκες θερμότητας, την οποία επανεκπέμπουν κατά τις νυχτερινές ώρες, αυξάνοντας την ελάχιστη θερμοκρασία και εξασφαλίζοντας μια σταθερή, συνεχή εαρινή υπερθέρμανση της πόλης. Στο παράδειγμα του Ρίτσμοντ που αναφέραμε, στις πλούσιες γειτονιές έβρισκε κανείς 50% έως 79% δενδροκάλυψη και 3% έως 20% μη διαπερατές επιφάνειες, ενώ η αντίστροφη εικόνα φτωχών γειτονιών είχε δενδροκάλυψη 3% έως 25% και μη διαπερατές επιφάνειες 20% έως και 85% (!) [α]. Ο διαχωρισμός αυτός πήγαινε χέρι με χέρι και με τη θερμοκρασιακή διαφορά. Στα καθ’ ημάς, δεδομένων των σχεδίων αναπλάσεων του Δήμου Αθήνας που κινούνται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από την αντικατάσταση δένδρων από χαμηλούς θάμνους και χλοοτάπητα, η κατάσταση αυτή τείνει να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο κι από αυτό.
Περνώντας πιο κοντά στην ιδιωτική σφαίρα, όσον αφορά τις ίδιες τις κατοικίες έχουμε δύο συγκεκριμένα φαινόμενα που εντείνουν αυτόν τον ταξικό θερμοκρασιακό διαχωρισμό. Πρώτον, η εμφανής ανάγκη του κατασκευαστικού κεφαλαίου να αξιοποιήσει και το τελευταίο διαθέσιμο τετραγωνικό μέτρο με πολυκατοικίες και στενούς δρόμους και πεζοδρόμια βρίσκει την έκφρασή της συγκεκριμένα στις φτωχότερες γειτονιές με υψηλά ποσοστά ενοικίασης. Πέρα από τη μείωση των ελεύθερων χώρων, η συγκέντρωση της οικογενειακής ζωής σε όσο το δυνατόν λιγότερα τετραγωνικά κάνει τα διαμερίσματα όλο και πιο ζεστά, καθώς οι πηγές θερμότητας είναι πιο πυκνές και η ψύξη μέσω των τοίχων όλο και πιο αδύνατη. Η ψύξη των κατοικιών μάλιστα με ατομικούς όρους (κλιματιστικά με εξωτερικές μονάδες) καταλήγει να αυξάνει ακόμα περισσότερο τη θερμοκρασία της πόλης, καθώς είναι μια βαθιά μη αποδοτική μέθοδος η οποία όμως δημιουργεί μια μεγάλη αγορά ηλεκτρικών συσκευών και κατανάλωσης ρεύματος. Έρευνα του 2012 υπολόγιζε πως σε μια πόλη σαν το Παρίσι, με σημερινούς όρους δόμησης έχουν προσθέσει από μόνα τους ~2 °C στη μέση θερμοκρασία της ημέρας και ~3 °C στη μέση θερμοκρασία της νύχτας [γ].\
]
Θερμοκρασίες Σπιρτόκουτου
Η εφαρμογή τέτοιων δεδομένων και μοντέλων στην ελληνική πραγματικότητα (και ειδικότερα για την αθηναϊκή, για την οποία έχουμε τα περισσότερα δεδομένα) είναι άμεση. Ξεκινώντας από την ιδιωτική σφαίρα, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο μεταφράζεται σε διαμερίσματα μικρού μεγέθους, παλαιών υλικών και χωρίς μονώσεις ή επαρκή κλιματισμό. Βάσει μετρήσεων που έγιναν σε φτωχικές κατοικίες της Αθήνας το καλοκαίρι του 2007 [δ], το 50% των ανώτατων θερμοκρασιών εντός φτωχών κατοικιών ξεπερνούσε τους 34 °C. Μάλιστα, κατά το 85% της διάρκειας του καύσωνα, οι ένοικοι εκτίθεντο σε θερμοκρασίες άνω των 30 °C, χωρίς η μέση θερμοκρασία να πέφτει κάτω από τους 28 °C, υποδεικνύοντας σπίτια σαφώς ακατάλληλα για διαβίωση και επικίνδυνα για την υγεία. Αξίζει να σημειωθεί πως τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται να υποδεικνύουν πως οι κατοικίες μπορούσαν να προστατεύσουν τους ενοίκους μόνο βραχυπρόθεσμα από τις υψηλότερες θερμοκρασίες (> 32 °C) του καύσωνα. Αντιθέτως, η διάρκεια της έκθεσης των ανθρωπίνων σωμάτων στις ήδη υψηλές θερμοκρασίες των 30-31 °C, ήταν η ίδια εντός και εκτός σπιτιού.
Μετακινούμενοι λίγο προς τη δημόσια σφαίρα, ακόμα και μια μικρή αλλαγή των υλικών βαφής σε στέγες και τοίχους ώστε να απορροφούν λιγότερη θερμότητα θα αρκούσε για τη μείωση της θερμοκρασίας των υλικών της στέγης κατά 0,8 °C έως και 5,2 °C [ε] οδηγώντας σε ελάχιστα μικρότερα περιθώρια κέρδους για τον κατασκευαστικό τομέα και σαφώς πιο βιώσιμα σπίτια κάτω από τις στέγες. Μαντέψτε που έχει γείρει η πλάστιγγα για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατασκευών και την πολεοδομική νομοθεσία.
Ο θερμοκρασιακός χάρτης της δημόσια ζωής
Επιστρέφοντας μέσω αυτής της διαδρομής στο ζήτημα των δημόσιων χώρων και υποδομών, πρέπει να δούμε την Αθήνα ως σύνολο. Πρόκειται για μια πόλη με δενδροκάλυψη της τάξης του 10,8% σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Υπηρεσία [στ] (μέσος όρος Ε.Ε.: 30,2%). Εντός του αμιγώς αστικού ιστού αντιστοιχούν 1,33 τετραγωνικά μέτρα δενδροκάλυψης ανά κάτοικο (!). Δεδομένου του ότι η δενδροκάλυψη και οι μη διαπερατές επιφάνειες (μπετόν, άσφαλτος κλπ.) είναι οι πιο σημαντικές παράμετροι για την πρόβλεψη ακραίου τοπικού καύσωνα [α], ήδη αναμένουμε ανησυχητικές συνθήκες εντός της πόλης. Δε μας αρκεί όμως μια απλή σύγκριση της θερμοκρασίας της πόλης με την εξοχή της, αλλά θέλουμε απαντήσεις για τη διαστρωμάτωση των συνθηκών μέσα στην ίδια.
Σε αυτό το σημείο έχουμε δυο λεπτομεριακές μελέτες της καλοκαιρινής θερμοκρασίας εδάφους, μία που αναφέρεται συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών [ζ] και μία που αναφέρεται στις πόλεις της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Βόλου και του Ηρακλείου [η]. Το πρώτο εύρημα είναι πως οι μεγαλύτερες αυξήσεις θερμοκρασιών σε σύγκριση με την κοντινή εξοχή σημειώνονται στις ζώνες οικονομικού ενδιαφέροντος (παραγωγή, μεταφορές, βιομηχανία, εμπόριο κλπ). Το δεύτερο εύρημα είναι πως επαναλαμβάνεται σε όλες τις περιπτώσεις ο διαχωρισμός «θερμότερο κέντρο, δροσερότερα προάστια, ακόμα πιο δροσερή εξοχή». Συγκεκριμένα, στο Βόλο έχουμε μια αύξηση θερμοκρασίας σε σχέση με την εξοχή 0,4 – 0,8 °C στην πόλη και 2,3 °C στις οικονομικές ζώνες. Στο Ηράκλειο έχουμε μια αύξηση σε σχέση με την εξοχή 0,3 °C στα προάστια και 1,9 °C στην αστική ζώνη. Στη Θεσσαλονίκη έχουμε μια αύξηση σε σχέση με την εξοχή 1,5 °C στα προάστια, 2,7 °C στον αστικό ιστό και 3,2 °C στην οικονομική ζώνη. Στην Πάτρα έχουμε μια αύξηση σε σχέση με την εξοχή 1,7 °C στα προάστια, 3 °C στον αστικό ιστό και 4,6 °C στη βιομηχανική ζώνη της βορειοανατολικής Πάτρας. Τέλος, στην Αθήνα έχουμε μια αύξηση σε σχέση με την εξοχή 2,3 °C στα προάστια, 3,3 °C στον κεντρικό αστικό ιστό και 5,2 °C στις οικονομικές ζώνες της πόλης.
Με κονδυλοφόρο το πορτοφόλι και με μελάνι τον υδράργυρο
Η Αθήνα όμως παρουσιάζει μια χρήσιμη ιδιαιτερότητα: πρόκειται για μια πόλη αρκετά μεγάλης έκτασης ώστε οι θερμοκρασιακές διαφορές από περιοχή σε περιοχή να μπορούν να καταγραφούν και ώστε η ανθρωπογεωγραφία της να έχει αφήσει αποτύπωμα στον τρόπο δόμησης. Αξιοποιώντας τη μελέτη «Η Κοινωνική Γεωγραφία της Αθήνας» [θ], συγκρίνουμε τους χάρτες κατανομής των κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών για το 1991 και το 2011 με τους θερμοκρασιακούς χάρτες των προαναφερθέντων μελετών. Παρατηρούμε αμέσως πως όσον αφορά την κυρίως πόλη της Αθήνας, τα όρια των περιοχών υψηλής θερμοκρασίας ταυτίζονται με το οικονομικό επίπεδο των κατοίκων. Συγκεκριμένα, η ζώνη με εργατικές και ενδιάμεσες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες που εκτείνεται από τον Πειραιά ως το Κέντρο φιγουράρει σταθερά σε κάθε θερμοκρασιακό χάρτη. Στα βορειοανατολικά της πόλης, το σύνορο μεταξύ των Δήμων Ν. Ιωνίας και Αχαρνών με το Δήμο Αμαρουσίου αποτελεί σημείο καμπής τόσο στην κοινωνική διαστρωμάτωση των κατοίκων [ι] όσο και στη μεγάλη μείωση της ημερήσιας [ζ] [η] και νυχτερινής [ια] θερμοκρασίας εδάφους. Στα νοτιοανατολικά της πόλης, παρόμοια δροσιστική συμπεριφορά βρίσκουμε μόνο στην περιοχή της Γλυφάδας, καθώς από τα δυτικά της Γλυφάδας μέχρι τις γραμμές του Η.Σ.Α.Π. ο αστικός ιστός είναι κατά βάση ομοιογενής, σχετικά ψυχρότερος από το εργατικό κέντρο της πόλης και απευθυνόμενος σε μεσαία στρώματα.
Η Αθήνα έχει δεντροκάλυψη της τάξης του 10,8%, όταν ο μέσος όρος στις ευρωπαϊκές πόλεις είναι 30,2%. Ταυτόχρονα, οι πράσινες περιοχές είναι άνισα κατανεμημένες μέσα στην πόλη
Δύο στοιχεία φωτίζουν περισσότερο αυτήν την πόλωση και τη διαχρονικότητα των φαινομένων που εξετάζουμε. Πρώτον, οι περιοχές χαμηλότερων στρωμάτων και υψηλότερων θερμοκρασιών ταυτίζονται σε πολύ υψηλό βαθμό με τις περιοχές των υψηλότερων ποσοστών αναλφαβητισμού της δεκαετίας του 1960 [θ]. Στην αντίπερα όχθη, οι περιοχές υψηλών κοινωνικών στρωμάτων και χαμηλότερων θερμοκρασιών ταυτίζονται με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις όχι οποιωνδήποτε μεταναστών, αλλά συγκεκριμένα των Γάλλων, Άγγλων και Γερμανών κατά την απογραφή του 2011 [θ], υπενθυμίζοντας πως η ταξικότητα υπάρχει σε κάθε προχειροφτιαγμένη κοινωνική κατηγορία.
Τέλος, αξίζει ειδική αναφορά στο γεγονός ότι οι τρεις περιοχές υψηλών θερμοκρασιών εντός της Αττικής και εκτός του άμεσου αστικού ιστού είναι οι περιοχές Ελευσίνας-Ασπρόπυργου, τα Μέγαρα και τα Μεσόγεια [ιβ]. Η πρώτη αποτελεί εκτεταμένη βιομηχανική ζώνη, όπου βάσει και της διεθνούς βιβλιογραφίας περιμένουμε τις υψηλότερες θερμοκρασίες και οι δύο επόμενες αποτελούν ζώνες αγροτικής παραγωγής. Κοινός παρονομαστής και των τριών είναι η αποψίλωση της δενδροκάλυψης και της φυσικής βλάστησης του εδάφους, υπογραμμίζοντας τη σημασία της βλάστησης στη δημιουργία βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος από τη μία και τους κινδύνους των νεοφιλελεύθερων αναπλάσεων από την άλλη.
Ο παράγοντας της ανθρώπινης υγείας
Η ταξική διαφορά στη θερμοκρασία του χώρου εργασίας και κατοίκησης δεν αποτελεί μόνο ζήτημα ποιότητας ζωής, αλλά και ζήτημα τη ίδιας της ζωής. Η πρώτη και πιο προφανής είναι η αύξηση των παθολογιών που συναρτώνται άμεσα με τη ζέστη, όπως καρδιολογικών προβλημάτων υγείας και ηλιάσεων. Η παρατήρηση μάλιστα της πολύ άνισης αύξησης σε επείγουσες κλήσεις από γειτονιά σε γειτονιά τις ημέρες καύσωνα ήταν ένας από τους παράγοντες που δημιούργησαν το κύμα μελετών για τη σχέση ταξικής και θερμοκρασιακής κατάστασης ανά περιοχή με το οποίο ξεκινήσαμε το άρθρο μας.
Καταλυτική είναι η μελέτη του Ευρωπαρατηρητηρίου για το κύμα καύσωνα του 2003 [ιγ]. Κατ’ αρχάς, οι εκθέσεις που συμπεριλήφθηκαν για Αγγλία, Ουαλία, Γαλλία, Ιταλία Πορτογαλία εκτιμούν εκατοντάδες έως χιλιάδες επιπλέον θανάτους το διάστημα του καύσωνα. Επιχειρηματολογεί πως η προηγούμενη εκτίμηση των 22.000 επιπλέον θανάτων στη Δυτική Ευρώπη λόγω του καύσωνα του 2003 ήταν έως και η μισή πραγματικότητα, σημειώνοντας πως οι μεγαλύτερες ηλικίες ήταν σαφώς πιο εκτεθειμένες. Αναφέρει ως παράδειγμα τη Γαλλία, στην οποία εκτιμώνται 20% επιπλέον θάνατοι στις ηλικίες 45-74, επιπλέον 70% στις ηλικίες 75-94 και επιπλέον 120% για τις ηλικίες άνω των 94. Προχωρά όμως σε ένα πολύ σημαντικότερο συμπέρασμα: την ταξικότητα της επικινδυνότητας. Οι ερευνητικές ομάδες σε Ρώμη και Τορίνο συνήρτησαν τους επιπλέον θανάτους με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των κατοίκων [ιδ], βρίσκοντας πως ο καύσωνας ήταν πιο θανατηφόρος στις περιοχές του χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, όπως αυτές που σήμερα μελετήσαμε και ακόμα περισσότερο μεταξύ αυτών στις γυναίκες. Κάνουν μάλιστα ειδική αναφορά στο ότι τα αποτελέσματά τους είναι μάλλον «στρογγυλεμένα», καθώς δε συνυπολογίζουν το γεγονός ότι τα πλουσιότερα στρώματα έχουν τη δυνατότητα να μετακινούνται σε πιο δροσερά κλίματα τις περιόδους καύσωνα. Η ζέστη βλέπετε κυλάει προς τα κάτω.
Βιβλιογραφία:
[α] Saverino, K. C., Routman, E., Lookingbill, T. R., Eanes, A. M., Hoffman, J. S., & Bao, R. (2021). Thermal inequity in Richmond, VA: The effect of an unjust evolution of the urban landscape on Urban Heat Islands. Sustainability, 13(3), 1511. https://doi.org/10.3390/su13031511
[β] Ziter, C. D., Pedersen, E. J., Kucharik, C. J., & Turner, M. G. (2019). Scale-dependent interactions between tree canopy cover and impervious surfaces reduce daytime urban heat during summer. Proceedings of the National Academy of Sciences, 116(15), 7575-7580.
[γ] de Munck, C., Pigeon, G., Masson, V., Meunier, F., Bousquet, P., Tréméac, B., Merchat, M., Poeuf, P., & Marchadier, C. (2012). How much can air conditioning increase air temperatures for a city like Paris, France? International Journal of Climatology, 33(1), 210–227. https://doi.org/10.1002/joc.3415
[δ] Sakka, A., Santamouris, M., Livada, I., Nicol, F., & Wilson, M. (2012). On the thermal performance of low income housing during Heat waves. Energy and Buildings, 49, 69–77. https://doi.org/10.1016/j.enbuild.2012.01.023
[ε] Synnefa, A., Santamouris, M., & Apostolakis, K. (2007). On the development, optical properties and thermal performance of cool colored coatings for the urban environment. Solar energy, 81(4), 488-497.
[στ] https://www.eea.europa.eu/data-and-maps/dashboards/urban-tree-cover
[ζ] Polydoros, A., & Cartalis, C. (2014). Assessing thermal risk in urban areas – an application for the urban agglomeration of Athens. Advances in Building Energy Research, 8(1), 74–83. https://doi.org/10.1080/17512549.2014.890536
[η] Stathopoulou, M., & Cartalis, C. (2007). Daytime urban heat islands from landsat ETM+ and corine land cover data: An application to major cities in Greece. Solar Energy, 81(3), 358–368. https://doi.org/10.1016/j.solener.2006.06.014
[θ] Maloutas, T. (2018). Η κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: Κοινωνικές ομάδες και δομημένο περιβάλλον σε μια νοτιοευρωπαϊκή μητρόπολη. Alexandreia.
[ι] Maloutas, Thomas. (1997). La ségrégation sociale à Athènes. Mappemonde, 48(4), 1–4. https://doi.org/10.3406/mappe.1997.2252
[ια] Stathopoulou, M., Synnefa, A., Cartalis, C., Santamouris, M., Karlessi, T., & Akbari, H. (2009). A surface heat island study of Athens using high-resolution satellite imagery and measurements of the optical and thermal properties of commonly used building and paving materials. International Journal of Sustainable Energy, 28(1–3), 59–76. https://doi.org/10.1080/14786450802452753
[ιβ] Keramitsoglou, I., Kiranoudis, C. T., Ceriola, G., Weng, Q., & Rajasekar, U. (2011). Identification and analysis of urban surface temperature patterns in Greater Athens, Greece, using Modis imagery. Remote Sensing of Environment, 115(12), 3080–3090. https://doi.org/10.1016/j.rse.2011.06.014
[ιγ] Kosatsky, T. (2005). The 2003 European Heat Waves. Eurosurveillance, 10(7), 3–4. https://doi.org/10.2807/esm.10.07.00552-en
[ιδ] Michelozzi, P., de Donato, F., Bisanti, L., Russo, A., Cadum, E., DeMaria, M., D’Ovidio, M., Costa, G., & Perucci, C. A. (2005). The impact of the summer 2003 heat waves on mortality in four Italian cities. Euro surveillance : bulletin Europeen sur les maladies transmissibles = European communicable disease bulletin, 10(7), 161–165.
Συντομευμένη εκδοχή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (15.7.23)