Μάκης Γεωργιάδης
Αφιέρωμα 100 χρόνια Συνθήκη της Λοζάνης
Η οριστική διάλυση μιας πολυεθνικού, πολυθρησκευτικού και πολυπολιτισμικού χαρακτήρα αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, προκάλεσε τεκτονικές αλλαγές στο γεωπολιτικό σκηνικό των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής, κληροδοτώντας στις επερχόμενες γενιές μια σειρά αντιπαραθέσεων και διενέξεων. Κάπου εκεί ξεκινάει η Οδύσσεια όσων αμάχων επέζησαν των πολέμων και των ωμοτήτων της ταραγμένης εκείνης περιόδου και τελικά μετακινήθηκαν αναγκαστικά, αλλάζοντας επί της ουσίας πατρίδα.
Η Συνθήκη της Λοζάνης, στο επίπεδο του αμοιβαίου εξαναγκαστικού εκτοπισμού, αποτέλεσε μια πρωτοτυπία και μια πρακτική που δεν είχε προηγούμενο. Συνολικά, ένας πληθυσμός περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων και από τις δύο πλευρές των συνόρων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες και την περιουσία του, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι εθνικιστικές επιδιώξεις εκατέρωθεν. Η Ελλάδα, μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, είχε αποκτήσει διπλάσια έκταση και σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό. Από τα 2,7 εκατομμύρια κατοίκους προπολεμικά είχε φτάσει στα 4,8 εκατομμύρια κατοίκους. Η αναλογία, δε, των πληθυσμών των διάφορων μειονοτικών εθνικών ομάδων ανερχόταν περίπου στο 20% του συνόλου. Συνεπώς, το ζήτημα μιας συνεκτικής και συμπαγούς ομογενοποίησης του αστικού κράτους σε εθνική-εθνικιστική βάση έμπαινε ήδη, πριν την ολοκλήρωση της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Από την άλλη πλευρά των συνόρων, το σύστημα των εθνοτικών ομάδων ή μιλιέτ έπνεε τα λοίσθια μαζί με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άνοδος των εθνικιστικών ιδεών και των Νεότουρκων έθετε και στην Τουρκία το θέμα της «εθνικής καθαρότητας» σε πρώτο πλάνο. Στην απογραφή του 1914 η οθωμανική αυτοκρατορία αριθμούσε περίπου 20 εκατομμύρια κατοίκους. Το μιλιέτ των χριστιανών Ελλήνων αριθμούσε 1,71 εκατομμύρια ανθρώπους. Αξίζει να παρατεθεί ότι το 1906, πριν τους βαλκανικούς πολέμους, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέρχονταν στο 80,2% του συνόλου. Μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, το 1930, μη μουσουλμάνοι στην Τουρκία ήταν λιγότερο από το 2,8% του πληθυσμού. Παράλληλα, στην Ελλάδα, μέχρι το 1927, το ποσοστό των διάφορων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων είχε πέσει κάτω από 13%.
Υπολογίζεται πως μέχρι τον Δεκέμβριο του 1922 είχαν αφιχθεί στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες. Ωστόσο, ένας σημαντικός αριθμός χριστιανών τουρκικής υπηκοότητας παρέμενε στην Τουρκία, όπως και ένας μεγάλος αριθμός, περίπου μισό εκατομμύριο, μουσουλμάνων ελληνικής υπηκοότητας παρέμενε στην Ελλάδα. Το άρθρο 1 της συνθήκης προέβλεπε: «Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθεί υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα, δεν θα δύνανται να έλθωσιν ή να εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ αδείας της τουρκικής κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της ελληνικής κυβερνήσεως» Ωστόσο, αμέσως παρακάτω, το άρθρο 2 προέβλεπε: «Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω 1ο άρθρον προβλεπομένην ανταλλαγήν: Α. Οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως. Β. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης […]».
Ήδη από την παραπάνω διατύπωση, υπήρχαν εν σπέρματι οι διαφορές και οι διαμάχες του μέλλοντος πάνω στα μειονοτικά ζητήματα, τα οποία μόνο ανεπίκαιρα δεν είναι. Τελικά, ίσως το μοναδικό ζήτημα που διευθέτησε με τόση σαφήνεια η συνθήκη, ήταν οι αμοιβαίες εθνοκαθάρσεις βάσει θρησκεύματος…
[Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εκτενέστερου σχολίου που θα περιλαμβάνεται στο τεύχος 16 της επιθεώρησης Τετράδια Μαρξισμού].
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 22-07-2023