Αιμιλία Καραλή
Υπήρξαν στιγμές όπου μέρος των «μαζών» αντέδρασε στα «χαστούκια» που του έδινε η εξουσία «στο μάγουλο». Το μεγαλύτερο τμήμα τους όμως τα αντέχει και τα ανέχεται, μοιάζει φορές-φορές να τα αναζητά, διαιωνίζοντας την καταπίεση.
Το 1927, ένα χρόνο πριν την αυτοκτονία του, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Κώστα Καρυωτάκη Ελεγεία και Σάτιρες. Τα ποιήματα, όπως δηλώνει και ο τίτλος, είναι χωρισμένα σε δύο μέρη: στα θρηνητικά (ελεγεία) και στα εμπαικτικά (σάτιρες). Αποτυπώνεται σε αυτά η προσωπική στάση του ποιητή για τη σχέση με την ίδια την ποίηση και τα όριά της, η αναμέτρησή του με το γούστο του κοινού και η στάση του στα μεγάλα θέματα που όριζαν τότε την ελληνική κοινωνία κυρίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή και τις πολιτικές «περιπέτειες» που επακολούθησαν. Η δικτατορία του Πάγκαλου (1925-1926) αποτέλεσε σημείο αναφοράς -άμεσα και έμμεσα- σε αρκετά από τα ποιήματά του. Ο πολιτικός Καρυωτάκης σατιρίζει με ελεγειακό, όμως, τρόπο τα δεινά που προκάλεσαν στον τόπο του ο δικτάτορας -τον οποίο ονομάζει στο ποίημά του «Η πεδιάς και το νεκροταφείον», αλλά και οι προκάτοχοί του.
Τον απασχολεί όμως και η κυρίαρχη στάση του ελληνικού λαού που γλείφει τις πληγές του, που παρακολουθεί παθητικός τα δεινά του και τις διώξεις συμπολιτών του -όπως των κομμουνιστών αλλά και άλλων πολιτικών αντιπάλων του δικτάτορα. Στο ποίημά του «Εις Ανδρέαν Κάλβον» αξιοποιεί την ιδιαίτερη μετρική και το λεξιλόγιο του υμνητή της εθνικής και πολιτικής ελευθερίας για να σατιρίσει θρηνώντας τη σύγχρονή του κοινωνία. Καλεί τον «γέροντα» αρχικά να πάρει τα ποιήματά του και να φύγει, αφού πλέον είναι παράταιρα, ή να υμνήσει μια Ελευθερία που έχει καταντήσει δούλη, μια χώρα που την νέμεται η στρατιά της ήττας ή να θρηνήσει μια πατρίδα νεκρή και σκυλευμένη από τα αλλοφρονούντα παιδιά της. Και καταλήγει: Mικράν, μικράν, κατάπτυστον / ψυχήν έχουν αι μάζαι,/ ιδιοτελή καρδίαν,/ και παρειάν αναίσθητον/ εις τους κολάφους.
Οι διαπιστώσεις του Καρυωτάκη δεν επαληθεύτηκαν πάντα. Υπήρξαν στιγμές όπου μέρος των «μαζών» αντέδρασε στα «χαστούκια» που του έδινε η εξουσία «στο μάγουλο». Το μεγαλύτερο τμήμα τους όμως τα αντέχει και τα ανέχεται, μοιάζει φορές- φορές να τα αναζητά, διαιωνίζοντας την καταπίεση θεωρώντας την ίσως ένα νομοτελειακά ορισμένο «φυσικό περιβάλλον» χωρίς το οποίο δεν μπορεί να ζήσει.
Μία από τις μεγαλύτερες «επιτυχίες» των δυναστών είναι ακριβώς ότι έχουν αποτρέψει τους καταπιεζόμενους από το να ρωτούν,
να ψάχνουν
Μοιρολατρεί προσδοκώντας σε «χάρες» ως επιβράβευση της υποταγής του αδυνατώντας να κατανοήσει ότι αυτές είναι μέρος της χάρης που αυτό έχει προσφέρει στους δυνάστες του μέσω της εργασίας του (π.χ. ευτυχώς που πήρα και το επιδοματάκι για…). Αντιδρά σε όσα το ξεβολεύουν από την κατάστασή του και κυρίως σε όσα τον καλούν να την συνειδητοποιήσει και να την αλλάξει (π.χ. πού να τρέχουμε τώρα· σε τι ωφελούν οι απεργίες, απλώς χάνουμε μεροκάματα· άκου συμπαράσταση στους πρόσφυγες; Να μην έρχονται). Έλκεται από το πρότυπο ζωής των κυρίαρχων προσπαθώντας να τους μοιάσει, άσχετα αν δεν πρόκειται να το καταφέρει (π.χ. αν ήμουν πλούσιος θα… · να είχα κι εγώ μια Φεράρι ή ένα Τέσλα…) αρκούμενο σε όσα φανταχτερά μπορεί ν’ αγοράσει με τον πενιχρό μισθό του. Έχει εσωτερικεύσει τη γνώμη των αρχόντων του γι’ αυτό καθώς είναι πεισμένο για την ανικανότητά του να ορίσει με άλλες προϋποθέσεις και συνθήκες την ζωή του (π.χ. τι να πρωτοκάνει κι αυτό το κράτος; Και νοσοκομεία θέλουμε και σχολεία θέλουμε, αλλά με τους Τούρκους απέναντι… Χαλάλι τα αεροπλάνα). Μπορεί να προβληματίζεται για το νέο μοντέλο κινητού που θα ήθελε να αγοράσει, αλλά σπανίως αναρωτιέται για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγεται αυτό το κινητό, πόσες θυσίες ανθρώπων μπορεί να κόστισε στα ορυχεία λιθίου (το πολύ-πολύ: δεν φτάνει που βγάζουν ένα κομμάτι ψωμί οι «μαύροι», εκεί που βρόμαγε το χνώτο τους από την πείνα).
Και μία από τις μεγαλύτερες «επιτυχίες» των δυναστών είναι ακριβώς ότι έχουν αποτρέψει τους καταπιεζόμενους από το να ρωτούν, να ψάχνουν, να αμφιβάλλουν για το ποια μπορεί να είναι η ουσία της ζωής, ποιο νόημα μπορεί να πάρει. Αυτά θεωρούνται στην καλύτερη περίπτωση θεωρητική πολυτέλεια για αργόσχολους και στην κοινή αντίληψη χάσιμο χρόνου. Γι’ αυτά τα ερωτήματα απαντήσεις έχει μόνο η εξουσία και γι’ αυτό φτιάχνει έτσι που φτιάχνει τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τους χώρους ζωής και εργασίας, τους τρόπους ενημέρωσης (ή εξημέρωσης) των θεατών (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Γίνεται ο εργολάβος της ζωής εκατομμυρίων που αναλαμβάνει να την χτίσει με τα υλικά που την βολεύουν για να κερδοφορεί και να διαιωνίζεται.
Και γίνονται όλο και περισσότεροι αυτοί που αναθέτουν σε αυτούς τους εργολάβους –ποικίλων αποχρώσεων και σχεδιασμών– τη ζωή τους. Και όπου τους βγάλει. Ακόμη και στα βράχια, στα συντριμμένα βαγόνια, στις ψευδαισθήσεις των start ups, στον θάνατο μάταια προσμένοντας ένα ασθενοφόρο, στην έκφραση της βίας στον ασθενέστερο, στην στριγκή κραυγή ενός συνθήματος: νικήσαμε!
Κι εξακολουθούν να νικούν άνθρωποι νικημένοι. Προς το παρόν.