Γιώργος Τσαντίκος
Ο κόσμος που κάποτε ανέλυε καλύτερα από κάθε άλλον την πραγματικότητα, μοιάζει σήμερα να μην μπορεί να την καταλάβει. Γιατί, στο κέρατο, φωνάζουν γηπεδικά συνθήματα εναντίον του τάδε και μετά τον ψηφίζουν; Γιατί ο δείνα αντιστρέφει τη λαϊκή βούληση και τον ψηφίζουν πάλι;
Αν θεωρήσουμε ότι όλα εξηγούνται γραμμικά, τότε τα εκλογικά σώματα στην Ελλάδα, στη Γαλλία κ.ο.κ. είναι ο Τζακ Λέμον στην Γκαρσονιέρα. Ο Σι Σι Μπάξτερ δηλαδή, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα κάνοντας υπερωρίες και νοικιάζοντας τη γκαρσονιέρα του στα αφεντικά του, υποδυόμενος κατά περίπτωση αυτό που περιμένουν από αυτόν οι ενοικιαστές του, οι οποίοι ουσιαστικά είναι ιδιοκτήτες της ζωής του.
Θριαμβολογούμε δηλαδή για τις ογκώδεις και οργισμένες, μαχητικές και διαρκείς κινητοποιήσεις στη Γαλλία, αλλά κοιταζόμαστε πλαγίως σαν το monkey meme, όταν η λεπενική κληρονομιά είναι έτοιμη να αναλάβει εξουσία. Εκτιμούμε ότι αλλάζει ο εκλογικός ρους από τον όγκο και την αγανάκτηση των συγκεντρώσεων για τα Τέμπη, αλλά απορούμε και ξυνόμεθα, όταν ο υποτιθέμενος στόχος τους χτυπάει ασύλληπτα ποσοστά στις εκλογές.
Φαίνεται ότι κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά δεν χωράνε ούτε τα σύγχρονα (και αποτυχημένα) remake του Μπρεστ Λιτόβσκ, του Μπερλινγκουέρ, ούτε και οι μόνιμες επωδοί περί συμπερασμάτων, υπογείων ρευμάτων κ.λπ. κ.λπ. Ο κόσμος που κάποτε ανέλυε καλύτερα από κάθε άλλον την πραγματικότητα, μοιάζει σήμερα να μην μπορεί να την καταλάβει. Γιατί στο κέρατο φωνάζουν γηπεδικά συνθήματα εναντίον του τάδε και μετά τον ψηφίζουν; Γιατί ο δείνα αντιστρέφει τη λαϊκή βούληση και τον ψηφίζουν πάλι; Πού στο καλό βρίσκεται ακριβώς σήμερα ο «μαζικός λαϊκός παράγοντας»;
Πολλές οι ερωτήσεις και λίγες οι απαντήσεις. Προφανώς, ο κόσμος δεν είναι χαζός, αλλά μπορεί κάλλιστα να γίνει ο αντιπαθητικός τυπάκος που προσαρμόζεται πάρα πολύ εύκολα στο περιβάλλον του. Κάπως σαν τον Ζέλινγκ δηλαδή, τον τύπο που υποδύθηκε ο Γούντι Άλεν στο ομώνυμο mockumentary, που χωρίς να έχει πιάσει τρομπέτα στη ζωή του, όταν ήταν ανάμεσα σε τζαζίστες ήξερε να παίζει τζαζ. Αυτόν που ξεχνάει εύκολα τις απειλές «κάνω βαλίτσες» λίγο πριν ή λίγο μετά τις εκλογές και γίνεται ξανά ο Σι Σι Μπάξτερ, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με κάθε τρόπο. Που δεν βγάζει συμπεράσματα και ικανοποιείται από τις «τίμιες παρουσίες» και ψηφίζει «με βαριά καρδιά». Σόρι, αλλά χίλιες φορές τα χωρισμένα καφενεία της δεκαετίας του ’80.
Ενώ, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι τα συμπεράσματα δεν βγαίνουν άμα δεν τα βοηθήσει η ανάλυση και ότι τα ζητήματα που «δεν ήταν αυτά», τελικά αυτά είναι και τα καταλαβαίνουν οι άλλοι καλύτερα από εμάς, η εξουσία συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε καλύτερα: να συνδέεται με την κοινωνία, με τρόπους που είναι ιταμοί και κάλπικοι, αλλά εξαιρετικά μεθοδικοί και αποτελεσματικοί. Στην Ελλάδα, μπόρεσε να βάλει χέρι στα κατά καιρούς αιτήματα και να τα φέρει στα μέτρα της. Από τα πιο πεζά μέχρι τα πιο όμορφα και από τα πιο μαζικά μέχρι τα λιγότερο προφανή. Κάποτε ήταν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι, μετά δύο φράγκα παραπάνω, πιο μετά ένας σπουδαγμένος άνθρωπος, στιγμιαία μια εκδοχή του «πολλά για τους πολλούς» που σύντομα χάθηκε με φασματική κίνηση κ.λπ. κ.λπ. Σήμερα, μάλλον ο προσαρμοστικός λαός βλέπει κάτι που, όσο πιστεύουμε στις στιγμιαίες ιστορικές καμπές (που δεν υπάρχουν ως τέτοιες), το χάνουμε.
Δεν γίνεται μια ζωή να παραπέμπεται στο επέκεινα μια απαίτηση που σπάει σε όλο και περισσότερα μικρά κομματάκια για να είναι πιο «υλοποιήσιμη»
Για παράδειγμα, ότι η «συντηρητική στροφή» ούτε συντελέστηκε χτες ούτε καν έχει ολοκληρωθεί ή έχει περάσει κάποιο μη επιστρέψιμο σημείο. Ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα –και αλλού– έχουν όλο και περισσότερο τα ίδια μούτρα και όχι με τον πατροπαράδοτο τρόπο «τόσα κόμματα, τόσες πολιτικές». Ότι όσο ανεχόμαστε πράγματα, τόσο περισσότερο αυτά αναπαράγονται ως κανονικότητα και, στην πραγματικότητα, τόσο πιο εύκολο είναι για την εξουσία να δημιουργήσει τις ταυτίσεις με αυτά. Ότι δεν γίνεται μια ζωή να παραπέμπεται στο επέκεινα μια απαίτηση που «για τις ανάγκες των περιστάσεων» σπάει σε όλο και περισσότερα μικρά κομματάκια, για να μην «προκαλεί», να είναι πιο «υλοποιήσιμη», να «χωράει στο σήμερα». Γιατί αλλιώς, στην επόμενη τραγική στιγμή, ανάλογη των Τεμπών, θα βρεθούμε με κανέναν ινφλουένσερ-κρύπτο οικονομολόγο σε θέση εξουσίας ή με τον τρέχοντα θυρωρό κάποιου μεγάλου επιχειρηματικού ομίλου, αφού «οι πολιτικοί θα έχουν αποτύχει». Χρειάζονται άλλα πράγματα, για ένα άλλο μέλλον — και πρέπει να τα βρούμε.