Κώστας Δικαίος
Η προσπάθεια της αντιπολίτευσης να εμφανιστεί πιο φιλοδυτική και να αποτελέσει έναν πιο προβλέψιμο σύμμαχο ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ δεν μπόρεσε να πείσει ούτε την τουρκική αστική τάξη ούτε και τμήματα των εργαζομένων. Η Τουρκία, άλλωστε, έχει αναβαθμιστεί σημαντικά στην «ιεραρχία» του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο.
Το αφήγημα του Ερντογάν για μια ανεξάρτητη και ουδέτερη Τουρκία, που αναγνωρίζεται από όλες τις μεγάλες δυνάμεις σαν ισχυρή περιφερειακή δύναμη η οποία καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή της και όχι μόνο, που αποστασιοποιείται από τη «σκιά» των ΗΠΑ και αναπτύσσει μια πολιτική και οικονομική αυτονομία από τη Δύση, πατάει σε δύο άξονες. Πρώτον, στο οικονομικό και δημογραφικό μέγεθος της χώρας (έγινε μέλος της G20 επί Ερντογάν) και στις δυνατότητες του στρατού της. Δεύτερον, στη μεταβατική περίοδο που ζούμε από έναν μονοπολικό κόσμο των ΗΠΑ και των δυτικών ιμπεριαλιστών σε ένα «πολυπολικό», όπου η ηγεσία αλλά και η ιεραρχία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αμφισβητείται, με αποτέλεσμα να υπάρχει αστάθεια, ρευστότητα αλλά και δυνατότητες νέων συμμαχιών, συνεργασιών και λυκοφιλιών.
Το μεγάλο στοίχημα του ελέγχου της Ευρασίας, δηλαδή των χερσαίων δρόμων (ο έλεγχος της ναυσιπλοΐας παραμένει ασφυκτικός από τις ΗΠΑ) που ενώνουν το αναδυόμενο παγκόσμιο οικονομικό κέντρο της Ασίας με την Ευρώπη, αξιοποιείται άμεσα από την Τουρκία λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Ταυτόχρονα, μια σειρά συμφωνιών που καθόρισαν το τουρκικό κράτος στην ίδρυσή του αμφισβητούνται πλέον, με την έννοια ότι δεν αντικατοπτρίζουν τον σημερινό συσχετισμό δύναμης και επιδιώκεται να αλλάξουν προς όφελος του τουρκικού καπιταλισμού, τροφοδοτώντας τον λεγόμενο «αναθεωρητισμό». Υπό αυτό το πρίσμα, η προσπάθεια της αντιπολίτευσης να εμφανιστεί πιο φιλοδυτική και να αποτελέσει έναν πιο προβλέψιμο σύμμαχο ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ δεν μπόρεσε να πείσει ούτε την τουρκική αστική τάξη ούτε και τμήματα των εργαζομένων, που προσδοκούν άνοδο του βιοτικού επιπέδου μέσω της επέκτασης που υπόσχεται ο Ερντογάν αξιοποιώντας την εθνικιστική προπαγάνδα.
Είναι αλήθεια ότι, παρά τα λόγια, δεν φαίνεται να έχει τεθεί θέμα από την άρχουσα τάξη της Τουρκίας και τα επιτελεία της για οριστική ρήξη με τη δυτική σφαίρα επιρροής. Η ένταξη στην ΕΕ μοιάζει να ανήκει πλέον στο παρελθόν, μια και η Ευρώπη αδυνατεί να ενσωματώσει τον τουρκικό κολοσσό, όμως συμφωνίες όπως αυτή για το προσφυγικό επιδιώκονται και διατηρούν τις σχέσεις ανοικτές. Το ΝΑΤΟ, επίσης, εξακολουθεί να αποτελεί πυλώνα του συστήματος ασφαλείας της Τουρκίας.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν μεγάλες συγκρούσεις με τη Δύση, όπως με τις ΗΠΑ στη Συρία, όπου η σχέση τους με τους Κούρδους δημιουργεί προβλήματα στην Τουρκία, η οποία φοβάται ένα αυτόνομο κουρδικό μόρφωμα στην περιοχή, πράγμα που αποτέλεσε και τον βασικό λόγο για τη συμμέτοχή της στη διαδικασία της Αστάνα μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν (που απορρίπτουν την κουρδική αυτονομία). Μάλιστα, η προσπάθεια της Μόσχας για αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας-Άσαντ προχωράει, διαμορφώνοντας ένα νέο τοπίο για την ανοικοδόμηση της Συρίας, όπου συμμετέχουν και τα βασίλεια του Κόλπου (Σ. Αραβία, ΗΑΕ). Ειδικά μετά τη συνεννόηση Ιράν – Σ. Αραβίας, στην οποία διαμεσολάβησε η Κίνα, και τις προσπάθειες της Τουρκίας για άμβλυνση των αντιπαραθέσεων με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων και διασφάλιση συναλλαγματικών αποθεμάτων, ανατράπηκε ο συσχετισμός δύναμης στη Μέση Ανατολή σε βάρος των ΗΠΑ.
Η στρατηγική θέση αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία αλλά και πηγή δυσεπίλυτων προβλημάτων για την Άγκυρα
Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές παρεμβάσεις της Τουρκίας στην Αφρική (βάση στη Σομαλία που ελέγχει την Ερυθρά Θάλασσα, πωλήσεις όπλων, τουρκολυβικά μνημόνια κ.λπ.), σε συνδυασμό με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» στη ΝΑ Μεσόγειο, την φέρνουν σε ρήξη τόσο με τη Γαλλία όσο και με την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Αναμφίβολα, πάντως, οι σχέσεις με τη Ρωσία αποτελούν τη βασική ένσταση των Δυτικών, χωρίς όμως να απαιτούν πλήρη ρήξη — τόσο επειδή δεν θέλουν να «σπρώξουν» την Τουρκία στο αντίπαλο στρατόπεδο όσο και γιατί επιθυμούν να έχουν διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία, πράγμα που εκμεταλλεύεται ο Ερντογάν. Σημειώνεται πως η συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία περιλαμβάνει το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, σε μια προσπάθεια η πρώτη να γίνει διαμετακομιστικός ενεργειακός κόμβος, όπως και την κατασκευή πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού, που αυξάνει την εξάρτηση από τη Μόσχα. Οι εξαγωγές δυτικών προϊόντων προς τη Ρωσία και οι τραπεζικές συναλλαγές παρακάμπτουν τις δυτικές κυρώσεις, σε συνδυασμό με την αναβολή πληρωμών για το φυσικό αέριο ή τις πληρωμές σε ρούβλια. Όλα αυτά καθιστούν τη συνεργασία
Ρωσίας-Τουρκίας περισσότερο στρατηγική παρά συγκυριακή.
Η Τουρκία, επίσης, επιθυμεί να αποτελέσει τη βασική δίοδο του νέου κινεζικού Δρόμου του Μεταξιού. Προωθείται η δημιουργία του μεσαίου διάδρομου που θα ενώνει την Κίνα με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και, μέσω Κασπίας και Καυκάσου, με Τουρκία και Ευρώπη. Ήδη λειτουργεί σιδηροδρομική και οδική σύνδεση μέσω Μπακού και Τιφλίδας, αλλά στόχος είναι να κατασκευαστεί ο διάδρομος του Ζανγκεζούρ μέσω Αρμενίας (αν και ο πρόσφατος πόλεμος Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας υποχρέωσε την τελευταία να παραχωρήσει τον διάδρομο υπό ρωσικό έλεγχο), ενώ αξιοποιείται σε αυτή την κατεύθυνση και ο Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών, που αποτελεί σημαντική αιχμή για τον έλεγχο της κεντρικής Ασίας. Παράλληλα, η Τουρκία επιδιώκει να συμμετάσχει στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (βασικό άξονα της Κίνας και της Ρωσίας ενάντια στη Δύση) και στην ομάδα των BRICS, πατώντας ταυτόχρονα σε δύο βάρκες. Η ισορροπία καθίσταται πιο δύσκολη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο τουρκικός διάδρομος για τον Δρόμο του Μεταξιού είναι ανταγωνιστικός με τη ρωσική διέλευση μέσω Κασπίας και Αζοφικής Θάλασσας (ακόμα ένας λόγος για την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία) αλλά και με τον διάδρομο Βορρά-Νότου που συνδέει το Ιράν με τη Ρωσία μέσω Καυκάσου (ένας από τους λόγους των προστριβών Ιράν-Αζερμπαϊτζάν).
Είναι σαφές ότι η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία αλλά και πηγή δυσεπίλυτων προβλημάτων για τον ρόλο της ως υποϊμπεριαλισμού στην περιοχή. Πολύ περισσότερο αν ο χωρισμός σε στρατόπεδα που βρίσκεται σε εξέλιξη την υποχρεώσει να διαλέξει ένα από τα δύο, εγκαταλείποντας τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου».
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 10-06-2023