Παναγιώτης Ξοπλίδης
Αν το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα προκάλεσε πολιτικό σεισμό, τότε αυτός που συγκλόνισε τη Χιλή, μετά την συντριπτική απόρριψη με δημοψήφισμα του «πιο προοδευτικού συντάγματος στον κόσμο», ταρακούνησε καθετί που η σύγχρονη Αριστερά και ο κόσμος των κινημάτων θεωρούσαν ως σταθερές βάσεις. Ο πρόσφατος μετασεισμός των εκλογών για την ανάδειξη του Σώματος που θα αναλάβει την κατάρτιση του νέου συντάγματος, όπου πρώτο κόμμα αναδείχθηκε η πινοσετική ακροδεξιά, γκρεμίζει και τα θεμέλια της λεγόμενης Προοδευτικής Διεθνούς καθώς το «παιδί-θαύμα» της, ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, φαίνεται ότι θα έχει άδοξο και γρήγορο πολιτικό τέλος. Κι αν η Ελλάδα βίωσε την άγρια εποχή των μνημονίων με μια μακρόσυρτη πορεία εξεγερσιακών στιγμών στην περίοδο 2010-2015, στη Χιλή είχαμε το 2019 μια γνήσια παλλαϊκή εξέγερση, που ανάγκασε το καθεστωτικό πολιτικό σύστημα της χώρας να ανοίξει ένα δρόμο προς μια προοδευτική μεταρρύθμιση, με σταθμούς την εκλογή Μπόριτς στην προεδρία και την διαδικασία της συνταγματικής αλλαγής.
Οι περιπτώσεις των δύο χωρών έχουν πολλές ομοιότητες, καθώς υπάρχουν και κοινά ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η συζήτηση για την οδυνηρή ήττα των εξεγέρσεων και την πανωλεθρία όχι μόνο του αριστερού (ή προοδευτικού) κυβερνητισμού, αλλά και της διαδικασίας θεσμικών μεταρρυθμίσεων, είναι άτολμη και ρηχή. Απουσιάζει πλήρως η ταξική ανάλυση, ενώ υπερτονίζονται ως δικαιολογίες η παραπληροφόρηση, ο έλεγχος της ενημέρωσης, η «αδυναμία» των λαϊκών μαζών να κατανοήσουν το συμφέρον τους. Τόσο στη Χιλή όσο και στην Ελλάδα, η συζήτηση καταλήγει συνήθως στην επίρριψη των ευθυνών στα ίδια τα θύματα, στο λαό που «ξεγελάστηκε», «δεν καταλαβαίνει» ή ίσως «δεν βγάζει σωστά συμπεράσματα». Και στις δύο χώρες η «σύγχρονη Αριστερά», που έχει εδώ και πολύ καιρό υποστείλει τις σημαίες της κοινωνικής απελεύθερωσης, ηττήθηκε και μοναδικός στόχος της πλέον είναι να αναπαράγει κακέκτυπά της.
Οι Χιλιανοί απέρριψαν την αριστερή πρόταση της Συνταγματικής Συνέλευσης τον Σεπτέμβρη του 2022 σε δημοψήφισμα στο οποίο μόνο το 38% των ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ. Στις 7 Μάη 2023 στις εκλογές για νέο Συνταγματικό Συμβούλιο, η Δεξιά συγκέντρωσε πλειοψηφία άνω του 60%, με πρώτο κόμμα μάλιστα όχι την παραδοσιακή χριστιανοδημοκρατία, αλλά τη φασιστική ακροδεξιά. Ο προοδευτικός κυβερνητικός συνασπισμός του Μπόριτς περιορίστηκε μόλις στο 28%. Οι ελπίδες που είχε γεννήσει η εξέγερση έχουν ξεθωριάσει, ενώ το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο μιλάει για ήττα των «υπερβολών» του προτεινόμενου συντάγματος και για διάθεση του λαού να διατηρηθεί η «κανονικότητα». Αντίθετα, οι ακτιβιστές των κινημάτων και οι προοδευτικοί αναλυτές (της ακαδημαϊκής ελίτ και των ΜΚΟ), επιμένουν ότι την ευθύνη την έχει η εκστρατεία παραπληροφόρησης και τα fake news για σημεία του προτεινόμενου συντάγματος που δεν επέτρεψαν στους Χιλιανούς να ψηφίσουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
Ο αρθρογράφος του περιοδικού Jacobin, Ρενέ Ρόχας, εκφράζει μία άλλη θέση για τις βαθύτερες αιτίες της ήττας, αναφέροντας «την προτεραιότητα που έδωσε η Αριστερά σε ένα ασυνάρτητο συνονθύλευμα ταυτοτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, πάνω από τα ταξικά υλικά δικαιώματα και την προστασία τους». Υποστηρίζει ότι «το σύνταγμα δεν ήταν πολύ ακροαριστερό. Αντίθετα, εξύψωσε ένα σύνολο ταυτοτικών πολιτικών που για πάρα πολύ καιρό έχουν μεταμφιεστεί σε ριζοσπαστική πολιτική».
Αυτό που μοιάζει αδιαμφισβήτητο είναι ότι για την Αριστερά –όχι μόνο της Χιλής– η ταξική πάλη έχει «τελειώσει». Ενώ η εξέγερση το 2019 αφορούσε την καθολική εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών, τις άγριες εργασιακές συνθήκες και την κοινωνική ανισότητα, το προτεινόμενο «πιο προοδευτικό σύνταγμα στον πλανήτη» τόνιζε περισσότερο μια σειρά ειδικών δικαιωμάτων για τα «περιθωριοποιημένα στρώματα». Η ελιτίστικη συζήτηση στην ίδια τη Συνέλευση αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τα εθνοτικά δικαιώματα των ιθαγενών, το έμφυλο ζήτημα και την οικολογική προστασία. Όλα αυτά με διαταξική αναφορά και με οπτική «προνομίων» για τους «πιο περιθωριοποιημένους».
Η ψήφος στις περιοχές των Μαπούτσε είναι αποκαλυπτική για το αδιέξοδο των ταυτοτικών πολιτικών. Οι κοινότητες με τα υψηλότερα ποσοστά αυτόχθονων κατοίκων απέρριψαν μαζικά το σύνταγμα. Σε δήμους με πληθυσμό Μαπούτσε μεταξύ 50-75%, το ποσοστό της απόρριψης ξεπέρασε το 80%! Στο Άλτο Μπιομπίο, μια κοινότητα με 85% πληθυσμό Μαπούτσε και ένα δυναμικό κίνημα ενάντια στα μεγάλα φράγματα, μόνο το 28% ενέκρινε το σχέδιο του συντάγματος. Η αναγνώριση της πολυεθνικότητας και τα πολιτιστικά δικαιώματα δεν ήταν μάλλον οι προτεραιότητες των Μαπούτσε, καθώς ενώ η Συνέλευση συζητούσε, η γη τους παρέμεινε υπό την ιδιοκτησία των λευκών εποίκων με τον στρατό να κάνει επιδρομές καταστολής.
Η πολιτική των «στοχευμένων οφελών» με σχεδόν ηθικολογικούς όρους άφησε αδιάφορους και τους κατοίκους των εργατικών δήμων στο Σαντιάγκο και στο Βαλπαραΐσο, την πόλη-λιμάνι της εργατικής τάξης. Μια σημαντική διάσταση είναι ότι η απόρριψη ήταν αποτέλεσμα της μαζικής αύξησης της συμμετοχής. Η αλλαγή στους εκλογικούς κανόνες, με αυτόματη εγγραφή και υποχρεωτική ψηφοφορία, σήμαινε ότι συμμετείχαν για πρώτη φορά μέλη της εργατικής τάξης που ήταν πλήρως ανενεργά για δεκαετίες. Αν και θα ήταν πράγματι ωφελημένα από τις προοδευτικές διατάξεις του συντάγματος, τα θύματα 30 χρόνων βάρβαρου νεοφιλελευθερισμού στράφηκαν στο «όχι». Η μαζικά αυξημένη προσέλευση όσων απείχαν συστηματικά ήταν καθοριστική. Στο Σαντιάγκο, η απόρριψη διογκώθηκε από τις 665.000 ψήφους (στις αρχικές εκλογές για την σύνθεση της Συντακτικής Συνέλευσης το 2020) σε σχεδόν 2,75 εκατομμύρια. Στις εργατικές συνοικίες καταγράφηκε η μεγαλύτερη άνοδος. Όταν οι νέοι κανόνες επέβαλαν στους γενικά αποξενωμένους από την πολιτική να ψηφίσουν, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης είπε όχι στο προτεινόμενο σύνταγμα.
Η άνοδος της νέας Αριστεράς και των κατακερματισμένων κοινωνικών κινημάτων συμβάδιζε με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Στη Χιλή –και όχι μόνο– ο σύγχρονος καπιταλισμός αποσύνδεσε τους εργαζόμενους και τους φτωχούς από την συλλογική πολιτική. Ο κατακερματισμός του κόσμου της εργασίας οικοδόμησε διεκδικήσεις μέσω κινημάτων χωρίς συλλογική αφήγηση. Της εξέγερσης του 2019 προηγήθηκαν 10 χρόνια μαζικών κινημάτων. Το φοιτητικό, το οικολογικό, το φεμινιστικό, το ιθαγενικό κίνημα δημιούργησαν σταδιακά τους οργανωτικούς δρόμους που έφεραν και την παλλαϊκή εξέγερση. Ήταν, όμως, επικεντρωμένα σε συγκεκριμένα ζητήματα και ποτέ δεν συνδέθηκαν με εργατικούς αγώνες.
«Πηγαίνουμε στον ψυχολόγο, ενώ χρειαζόμαστε να γραφτούμε στο συνδικάτο»
Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, οι εργαζόμενοι τείνουν να αντιμετωπίσουν την οικονομική ανασφάλεια μέσω της ατομικής δράσης. Ο ψυχολόγος Ραμόν Νογουέρας έδωσε γλαφυρά αυτή την εικόνα: «Πηγαίνουμε στον ψυχολόγο ενώ στην πραγματικότητα αυτό που χρειαζόμαστε είναι να γραφτούμε σ’ ένα συνδικάτο […]. Αυτό που χρειαζόμαστε ενάντια στο άγχος είναι λογικό ωράριο και αξιοπρεπής μισθός». Η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα στη Χιλή απέκοψε τους εργαζόμενους από τον βασικό ιστό της συνδικαλιστικής, πολιτικής και κομματικής ζωής. Οι περισσότεροι έχουν αποκοπεί από κάθε μορφή συλλογικής δράσης εδώ και δεκαετίες. Τα σωματεία, οι φοιτητικές οργανώσεις, τα πολιτικά κόμματα απομαζικοποιήθηκαν και αυτή η ροπή δεν άλλαξε ούτε στη δεκαετή έξαρση των κινημάτων, τα οποία αύξησαν μεν την επιρροή τους, αλλά δεν τράβηξαν τον μέσο εργαζόμενο στην πολιτική και τα προγράμματά τους. Όταν εκατομμύρια αποξενωμένοι Χιλιανοί προσήλθαν να ψηφίσουν για πρώτη φορά, κανένα θεσμικό δίκτυο δεν τους συνέδεσε με την κουλτούρα και τις πολιτικές προτάσεις της Αριστεράς. Απομονωμένοι οργανωτικά και προγραμματικά από αυτήν, εκατομμύρια άνθρωποι δεν είδαν τις βασικές ανησυχίες τους να αναγνωρίζονται από το «προοδευτικό σύνταγμα».
Η συζήτηση, άλλωστε, ελάχιστα ασχολήθηκε με την καθολική υγειονομική περίθαλψη, τη δωρεάν εκπαίδευση και την οικονομική ευημερία. Οι προοδευτικοί αντιπρόσωποι της Συνέλευσης πρόβαλλαν την «πολυεθνικότητα», την οικολογία και τον φεμινισμό, παραμελώντας τα πλατιά αιτήματα της εξέγερσης. Η Δεξιά και η ακραία πινοτσετική εκδοχή της έπαιξαν έτσι στο γήπεδο τους, έθεσαν τους όρους της συζήτησης. Η απουσία συλλογικού δρόμου και απελευθερωτικού οράματος εκφράστηκε ακόμα και από τον τρόπο που δηλώθηκε η αποδοκιμασία απέναντι και στα δύο στρατόπεδα στις πρόσφατες εκλογές του Μάη. Το 21% επέλεξε λευκό ή άκυρο, σε μια οργανωμένη δράση, χωρίς όμως πολιτική διέξοδο.
Η Προοδευτική Διεθνής, το πείραμα της Χιλής και ο Βαρουφάκης
Η τάχιστη κατάρρευση του Γκαμπριέλ Μπόριτς αποκαλύπτει και τα όρια της Προοδευτικούς Διεθνούς, της οποίας είναι πρωταγωνιστής. Το πολιτικό μόρφωμα των Βαρουφάκη, Σάντερς, Κόρμπιν πνίγηκε στα ρηχά νερά που το ίδιο επέλεξε. Ήρθε αντιμέτωπο με τα διλήμματα που έθεσε ο σύγχρονος καπιταλισμός, τον οποίο θεωρητικά αρνείται με άσφαιρα ιδεολογήματα, εύηχα στις ακαδημαϊκές αίθουσες αλλά ανίκανα να δώσουν απαντήσεις, ειδικά στην κρίσιμη καμπή μιας εποχής πολέμων και όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης και των ανταγωνισμών.
Ο Κόρμπιν αρνήθηκε να πάρει θέση για το Brexit, χαρίζοντας τη λαϊκή οργή των Βρετανών στους τσαρλατάνους Συντηρητικούς. Ο Σάντερς διεκδίκησε την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών το 2016 μέχρι και το συνέδριο τους, έχοντας κερδίσει δημοκρατικά και «από τα κάτω», περισσότερους εκλέκτορες από τη Χίλαρι Κλίντον. Το 2020 εγκατέλειψε την κούρσα από τον πρώτο μήνα, έχοντας βγει νοκ-άουτ από τον «θεσμικό» Μπάιντεν, καθώς το δίλημμα του αντιτραμπισμού δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Παρόμοια εξέλιξη είχαν στην Ευρώπη τα εγχειρήματα των Podemos, του Bloco, του Die Linke. Από ελπιδοφόρα εγχειρήματα ανανέωσης της Αριστεράς και των κινημάτων τείνουν στην πολιτική εξαφάνιση, αφού έπαιξαν τον ρόλο της απορρόφησης κραδασμών του πολιτικού κατεστημένου στις χώρες τους.
Αν και με χαλαρή συνεκτική οργανωτική δομή, η Προοδευτική Διεθνής (κάποιες από τις παραπάνω οργανώσεις δεν συμμετέχουν επισήμως) διαθέτει μια σαφή, κοινή ιδεολογική γραμμή. Η Χιλή του Μπόριτς έγινε το πεδίο που αυτή δοκιμάστηκε με τους πιο προνομιακούς όρους. Η παλλαϊκή εξέγερση είχε ανοίξει τον δρόμο μιας σχεδόν επαναστατικής διαδικασίας. Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, αλλά και το ισχυρό ΚΚ, έδωσαν την θέση τους σε πρωτόγνωρους σχηματισμούς, προερχόμενους από κινήματα βάσης, ακόμα και από τον πολιτικό χώρο της αυτονομίας. Η κυβέρνηση Μπόριτς κατάφερε να ενσωματώσει τον ριζοσπαστισμό τους, αναδεικνύοντας τον δομικό κατακερματισμό και την απουσία οράματος συνολικής ανατροπής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Η ήττα δεν αφορά μόνο την υποχώρηση των διεκδικήσεων της εξέγερσης.
Στο διεθνές γεωπολιτικό πεδίο, η Χιλή του Μπόριτς είναι σήμερα το πιο πιστό σκυλί των ΗΠΑ σε ζητήματα όπως η Ουκρανία, αλλά και τα ανοιχτά μέτωπα της Λατ. Αμερικής (Βενεζουέλα, Κούβα, Νικαράγουα) σε σύγκριση ακόμα και με δεξιά καθεστώτα σε γειτονικές χώρες. Η Προοδευτική Διεθνής γίνεται απολογήτρια των ιδεολογημάτων που χρησιμοποιεί η καπιταλιστική Δύση, τα καθαγιάζει με δήθεν ριζοσπαστισμό για να μπουν στη φαρέτρα της ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης με τον «αυταρχισμό» και τον «ολοκληρωτισμό» των χωρών που, έστω ψευδώς σήμερα, θυμίζουν το παρελθόν πραγματικών επαναστάσεων και ανατροπής.