Γιώργος Παυλόπουλος
Αρκετοί θα επιχειρήσουν να περιγράψουν το αποτύπωμα που άφησε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι επικεντρώνοντας στις ιδιοτροπίες του, τις πολιτικές και προσωπικές σχέσεις του, το πληρωμένο σεξ και τα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Ευλόγως, από μία άποψη, καθώς αυτά είναι που «πουλάνε», διασφαλίζουν περισσότερα «κλικ» και, όπως να το κάνουμε, είναι και σχετικά ανώδυνα.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Διότι ο «Καβαλιέρε» – όπως επίσης έγινε γνωστός ο Μπερλουσκόνι – αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη. Άνοιξε μια νέα εποχή στην αστική πολιτική – ή, έστω, επιτάχυνε την έλευσή της – στην οποία ενεπλάκη, με βάση τα δικά του λόγια, «μόνο για να αποτρέψω τους κομμουνιστές από το να πάρουν την εξουσία».
Ουσιαστικά, στον Μπερλουσκόνι μπορούν να αποδοθούν πολλές και σημαντικές τομές. Ο πλουσιότερος επιχειρηματίας της Ιταλίας (ακόμη και σήμερα η περιουσία του αποτιμάται σε περίπου 7,5 δισ. δολάρια), με μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν στα μίντια, το ποδόσφαιρο, τις τράπεζες και άλλους κλάδους, επέλεξε να ρίξει τα «τείχη» που χώριζαν τυπικά το κεφάλαιο από τα κόμματα και τις κυβερνήσεις του, διασφαλίζοντάς τους μια σχετική αυτονομία, τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Ήταν αυτός που κατάργησε την περιττή, σύμφωνα με τον ίδιο, διαμεσολάβηση ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα, αναλαμβάνοντας απευθείας τη διακυβέρνηση. Υπό μία έννοια δε, έδειξε τον δρόμο και στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τον ακολούθησε δύο δεκαετίες αργότερα, φτάνοντας στον Λευκό Οίκο με τη βοήθεια και της οικονομικής του αυτοκρατορίας.
Ο Μπερλουσκόνι φρόντισε, επίσης, να πολλαπλασιάσει τις επιλογές του αστικού συστήματος εξουσίας, δίνοντάς του μια ακόμη εναλλακτική: Τη συνεργασία με τη ρατσιστική, εθνικιστική και λαϊκιστική Ακροδεξιά, την οποία νομιμοποίησε σε ρόλο κυβερνητικού εταίρου, μέσω της συνεργασίας του με τη Λίγκα του Βορρά, νοσταλγούς του Μουσολίνι και άλλα όμορα μορφώματα.
Είναι αυτός, εξάλλου, ο οποίος ανέδειξε στο πολιτικό στερέωμα την Τζόρτζια Μελόνι, στην οποία εμπιστεύθηκε υπουργικό θώκο στην τρίτη και τελευταία κυβέρνηση της οποίας ηγήθηκε, την περίοδο 2008-’11. Πρακτικά, υπήρξε ο πολιτικός μέντορας της νυν πρωθυπουργού, δημιουργώντας ένα πρότυπο που όλα δείχνουν ότι θα κερδίζει διαρκώς έδαφος στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια.
Πολλά ακόμη μπορούν να γραφούν και να ειπωθούν για την παρακαταθήκη του Μπερλουσκόνι – συμπεριλαμβανομένων των οργανικών δεσμών που οικοδόμησε με το παρακράτος και τα παρακλάδια της Μαφίας.
Το ίδιο ισχύει και στην εξωτερική πολιτική, που χαρακτηρίστηκε από κυνισμό και επιδίωξη του μέγιστου κέρδους, χωρίς αναστολές. Κανείς δεν θα ξεχάσει τις αγκαλιές του με τον Μουαμάρ Καντάφι όσο το ιταλικό κεφάλαιο κέρδιζε από τις σχέσεις μαζί του – τον οποίο αργότερα «άδειασε» στεγνά, όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να πάει κόντρα με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Είναι γνωστές, επίσης, οι πολύ στενές – προσωπικές και οικονομικές – σχέσεις που οικοδόμησε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον οποίο επίσης δεν είχε πρόβλημα να εγκαταλείψει (παρά τις φραστικές διαφοροποιήσεις του) όταν το απαίτησαν οι Αμερικάνοι, αλλά και η Μελόνι, που στο μεταξύ είχε πάρει το πάνω χέρι.
Ο Μπερλουσκόνι υπήρξε, για το κεφάλαιο και την αστική τάξη, μια πρωτοπόρα προσωπικότητα. Ήταν, στην ουσία, «τέκνο» των αναγκών της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.