Γιώργος Κρεασίδης
▸ Αποκλειστικός στόχος η είσοδος στη βουλή, υποτίμηση στη μαχόμενη Αριστερά του κινήματος
Το ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη βαδίζει στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση χωρίς απολογισμό για την εκλογική ήττα που το άφησε εκτός βουλής, αφού από το 3,44% στις εκλογές του 2019 πήγε στο 2,63%. Ήδη από το βράδυ 21ης Μάη, ο Γιάνης Βαρουφάκης με δήλωσή του απέδωσε το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα στον λαό που δεν αντέχει δυσάρεστες αλήθειες. Ταυτόχρονα, περιέγραψε σαν κριτήριο ψήφου για τις εκλογές του Ιούνη ότι αξίζει να ξαναμπεί στη βουλή σαν μια ριζοσπαστική αντιπολίτευση.
Η αυτοαναφορική εκλογική καμπάνια του ΜέΡΑ25 δεν βοηθά μια ενδεχόμενη επάνοδο στο κοινοβούλιο, η οποία θα κριθεί κυρίως από τη δυνατότητα να πείσει ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ πως αποτελεί «χρήσιμη ψήφο».Αυτό σημαίνει πρόγραμμα, θέσεις και γραμμή αντιπολίτευσης απέναντι στη ΝΔ και την κυρίαρχη πολιτική. Εδώ βρίσκεται η δυσκολία για το ΜέΡΑ25, που αποφεύγει μια συζήτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτή η συζήτηση αντικειμενικά θα εξέταζε την πορεία του ΜέΡΑ25 προς τις εκλογές, με κέντρο την πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε η «προοδευτική κυβέρνησή» του –ακόμα και με το ΠΑΣΟΚ– να έχει τη σφραγίδα του Βαρουφάκη. Η αποτυχία της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ συμπαρέσυρε και το ΜέΡΑ25.
Καθοριστικός για την εξέλιξη του εκλογικού αποτελέσματος ήταν ο «ρεαλισμός» του προγράμματος του Γ. Βαρουφάκη, που συνεχώς διαβεβαίωνε ότι στον καπιταλισμό του σήμερα είναι δυνατές σημαντικές βελτιώσεις για την κοινωνία, αρκεί να κατατεθούν πειστικές προτάσεις, αμοιβαία επωφελείς για επιχειρηματίες και λαϊκά στρώματα. Χαρακτηριστική ήταν αυτή για διανομή μετοχών στους εργαζομένους, ώστε να αναιρεθεί η εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, μια ιδέα που θύμισε αντίστοιχες νεοφιλελεύθερες προτάσεις για «λαϊκό καπιταλισμό» τη δεκαετία του 1990. Ή το πολυσυζητημένο Σχέδιο Δήμητρα για οικονομικές συναλλαγές που θα παρακάμψουν τις τράπεζες, χωρίς να αμφισβητείται το ευρώ. Αυτά, τη στιγμή που το ευρώ και ο ρόλος που δίνει στο τραπεζικό σύστημα φτιάχτηκαν για να μπορεί το κεφάλαιο να εξασφαλίζει ότι θα απαλλαγεί από την πίεση του «αμοιβαίου οφέλους», δηλαδή να διατηρήσει και να διευρύνει τα κέρδη του.
Ο συσχετισμός δυνάμεων που επιτρέπει στο κεφάλαιο να παραμένει επιθετικό δεν αμφισβητείται όσο στο όνομα του «ρεαλισμού» επαναλαμβάνονται τεχνοκρατικές προτάσεις προς την άρχουσα τάξη, καθώς και διαβεβαιώσεις ότι δεν θα αμφισβητηθεί το ευρώ και η ΕΕ. Την ίδια στιγμή, λοιδορείται η αντικαπιταλιστική τοποθέτηση ως παραπομπή των άμεσων διεκδικήσεων στη Δευτέρα Παρουσία, ενώ η συγκρότηση δυνάμεων στο λαϊκό κίνημα υποβαθμίζεται, σε όλη την περίοδο που το ΜέΡΑ25 ήταν στη Βουλή, σε σποραδικό ακτιβισμό και απουσία οργανωμένων παρεμβάσεων.
Το ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, στην προσπάθειά του να πείσει για την ενίσχυσή του ώστε να ξαναμπεί στη βουλή, τονίζει το θέμα της ενδεχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης και της ανάγκης η ΝΔ να μην έχει ευνοϊκό συσχετισμό. Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι η ΝΔ σε κρίσιμα θέματα, όπως η κατάργηση του άρθρου 16 για την απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, έχει πλατιά συναίνεση από το πολιτικό σύστημα, αφού ΠΑΣΟΚ και Βελόπουλος συμφωνούν, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ την θεωρεί πλέον «ώριμη». Κυρίως όμως δεν αντιλαμβάνεται ότι η προηγούμενη απόπειρα της ΝΔ να καταργήσει το άρθρο 16 το 2006-07 απέτυχε, παρά τη συντριπτική συναίνεση στη Βουλή και τους θεσμούς, γιατί στάθηκε απέναντί της ένα ρωμαλέο και μαχητικό φοιτητικό κίνημα διαρκείας, με εργατική-λαϊκή συμπαράσταση. Χωρίς «ρεαλισμό», αλλά με συνολικές διεκδικήσεις για την παιδεία και την εργασία. Το οποίο δεν μπορεί να επαναληφθεί με την ενίσχυση πολιτικών θέσεων σαν του Βαρουφάκη, που την αντίρρησή του στα ιδιωτικά πανεπιστήμια την περιορίζει στα αναξιόπιστα «κολέγια της συμφοράς».
Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ο αρχηγικός χαρακτήρας και οι υποβαθμισμένες συλλογικές διαδικασίες του ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη. Όπως και προεκλογικά, ο πολιτικός λόγος κινείται γύρω από τις δηλώσεις του Βαρουφάκη το βράδυ των προηγούμενων εκλογών. Ταυτόχρονα, ο κύκλος γύρω από τον επικεφαλής του ΜέΡΑ25 επέβαλε αλλαγές στις λίστες, με στόχο –ανάμεσα στα άλλα– τον έλεγχο της εμβέλειας των συνεργαζόμενων δυνάμεων.